Выбрать главу

— Ναι, ναι, θα πούμε. Θα χαλάσεις το όμορφο ψάρι, θα το τηγανίσεις. Δώσ’ μου ψάρι τώρα και κράτα τις παλιοπατάτες σου!

— Οχ, είσαι αδιόρθωτος, είπε ο Σαμ. Άντε για ύπνο!

Στο τέλος αναγκάστηκε να βρει ό,τι ήθελε μοναχός του· αλλά δε χρειάστηκε να πάει μακριά, ούτε να χάσει από τα μάτια του το μέρος που ήταν ξαπλωμένος ο κύριός του, κοιμισμένος ακόμα. Για λίγο ο Σαμ κάθισε συλλογισμένος και φρόντιζε τη φωτιά, ώσπου έβρασε το νερό. Η μέρα προχώρησε και η ατμόσφαιρα ζέστανε· η υγρασία εξατμίστηκε απ’ τη χλόη και τις φυλλωσιές. Σε λίγο τα κουνέλια τεμαχισμένα σιγόβραζαν στις κατσαρόλες τους με δεματάκια αρωματικά χορταρικά. Ο Σαμ σχεδόν αποκοιμήθηκε, όσο περνούσε η ώρα. Τ’ άφησε να βράσουν κάπου μία ώρα, τρυπώντας τα πότε πότε με το πιρούνι του και δοκιμάζοντας το ζουμί.

Όταν νόμισε πως ήταν όλα έτοιμα, έβγαλε τις κατσαρόλες απ’ τη φωτιά και σύρθηκε ως το Φρόντο. Ο Φρόντο μισάνοιξε τα μάτια του, όπως ο Σαμ στεκόταν πάνωθέ του, κι ύστερα ξύπνησε απ’ τα όνειρα του — κάποιο ακόμα ήρεμο, αλλά σχεδόν λησμονημένο ειρηνικό όνειρο.

— Γεια σου, Σαμ! είπε. Δεν ξεκουράζεσαι; Συμβαίνει τίποτα; Τι ώρα είναι;

— Περίπου δυο ώρες μετά το ξημέρωμα, είπε ο Σαμ, και θα πρέπει να πλησιάζει οχτώμισι με τα ρολόγια του Σάιρ. Αλλά τίποτα δε συμβαίνει. Αν και δεν είναι και ακριβώς εντάξει: δεν έχει κρεατοζωμό ούτε κρεμμύδια ούτε πατάτες. Σου έφτιαξα λίγο στιφάδο νερόβραστο, κύριε Φρόντο. Θα σου κάνει καλό. Μόνο που θα πρέπει να το φας στο κύπελλο σου· ή κατευθείαν από την κατσαρόλα, όταν κρυώσει λιγάκι. Δεν έφερα γαβάθες ούτε τίποτα κατάλληλο.

Ο Φρόντο χασμουρήθηκε και τεντώθηκε.

— Θα ’πρεπε να ξεκουράζεσαι, Σαμ, είπε. Και που άναψες φωτιά ήταν επικίνδυνο σ’ αυτά τα μέρη. Πάντως, πεινάω για τα καλά. Χμ! Το μυρίζομαι από δω. Τι μαγείρεψες;

— Ένα δώρο απ’ το Σμήγκολ, είπε ο Σαμ: δυο μικρά κουνελάκια· αν και φαντάζομαι πως το Γκόλουμ το ’χει μετανιώσει τώρα. Αλλά δεν έχει τίποτα να τα συνοδέψουμε, εκτός από κάτι λίγα χορταρικά.

Ο Σαμ κι ο κύριός του κάθισαν στις φτέρες κι έφαγαν το στιφάδο τους απ’ τις κατσαρόλες, χρησιμοποιώντας πότε ο ένας και πότε ο άλλος το παλιό πιρούνι και το κουτάλι. Επέτρεψαν στον εαυτό τους από μισό κομμάτι από το ψωμί-για-το-δρόμο των Ξωτικών. Τους φάνηκε συμπόσιο.

— Ε, Γκόλουμ! φώναξε ο Σαμ και σφύριξε απαλά. Έλα! Είναι καιρός ακόμα ν’ αλλάξεις γνώμη. Έμεινε λιγάκι, θες να δοκιμάσεις μαγειρεμένο κουνέλι;

Καμιά απάντηση.

— Ε, λοιπόν, φαντάζομαι πως θα ’φυγε να πάει να βρει τίποτα για τον εαυτό του. Ας το αποτελειώσουμε, είπε ο Σαμ.

— Κι ύστερα πρέπει να κοιμηθείς λιγάκι, είπε ο Φρόντο.

— Μην πά· και κοιμηθείς όσο που θα κοιμάμαι εγώ, κύριε Φρόντο. Δεν το εμπιστεύομαι και πολύ. Ένα μεγάλο ποσοστό του Βρομερού -του κακού Γκόλουμ, αν με καταλαβαίνεις — είναι μέσα του ακόμα, κι έχει αρχίσει πάλι να δυναμώνει. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά νομίζω πως θα προσπαθήσει να με καρυδώσει πρώτον τώρα. Δεν τα συμφωνούμε και δεν είναι ευχαριστημένο με το Σαμ, ω, όχι, πολύτιμο, καθόλου ευχαριστημένο.

Τελείωσαν κι ο Σαμ πήγε στο ποταμάκι να ξεπλύνει τα σύνεργά του. Καθώς ανασηκώθηκε για να επιστρέψει, κοίταξε πίσω ψηλά στην πλαγιά. Εκείνη τη στιγμή είδε τον ήλιο να βγαίνει απ’ τις αναθυμιάμεις, ή τη θολούρα ή τη σκοτεινή σκιά ή οτιδήποτε τέλος πάντων ήταν αυτό που απλωνόταν στην ανατολή, κι έριξε τις χρυσές του ακτίνα, κάτω στα δέντρα και στα ξέφωτα γύρω του. Τότε πρόσεξε ένα λεπτό συννεφάκι γκριζογάλανου καπνού, που φαινόταν ολοκάθαρα στο φως του ήλιου, ν’ ανεβαίνει μέσα από ένα σύδεντρο λίγο πιο πάνω. Ταράχτηκε, όταν κατάλαβε πως αυτός ήταν ο καπνός απ’ τη μικρή φωτιά του που μαγείρεψε και που αμέλησε να σβήσει.

Αυτό δεν πρέπει! Ποτέ δε φαντάστηκα πως θα ’δειχνε έτσι! μουρμούρισε κι άρχισε να τρέχει πίσω βιαστικά.

Ξαφνικά σταμάτησε και τέντωσε τ’ αυτιά του. Σφύριγμα ήταν αυτό που είχε ακούσει ή όχι; Ή ήταν το κελάηδημα κάποιου άγνωστου πουλιού; Αν ήταν σφύριγμα, δεν ερχόταν απ’ τη μεριά του Φρόντο. Να το πάλι απ’ άλλο σημείο! Ο Σαμ άρχισε να τρέχει όπως όπως στην ανηφοριά.

Ανακάλυψε πως ένα μικρό ξύλο, που καιγόταν προς τα έξω, είχε ανάψει κάτι φτέρες στην άκρη της φωτιάς και η φτέρη ανάβοντας είχε κάνει τα πράσινα χορτάρια να καπνίζουν. Βιαστικά πάτησε κι έσβησε ό,τι απόμενε απ’ τη φωτιά, σκόρπισε τις στάχτες κι έβαλε τούφες χορτάρι στην τρύπα. Ύστερα σύρθηκε με προσοχή κοντά στο Φρόντο.

—  Άκουσες ένα σφύριγμα κι άλλο ένα, που έμοιαζε σαν απάντηση; ρώτησε. Πριν λίγα λεπτά. Μακάρι να ήταν μόνο κάποιο πουλί, αλλά δε μου φάνηκε: πιο πολύ έμοιαζε σαν κάποιος να μιμείται το κελάηδημα πουλιού, έτσι νόμισα. Και φοβάμαι πως η μικρή φωτιά μου κάπνισε. Τώρα, αν το κατάφερα και μας έβαλα σε μπελάδες, δε Θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου. Και μπορεί να μην έχω ούτε και την ευκαιρία!