Выбрать главу

— Σουτ! ψιθύρισε ο Φρόντο. Μου φαίνεται πως άκουσα φωνές.

Οι δύο χόμπιτ έδεσαν τα μικρά τους σακίδια και τα φορτώθηκαν έτοιμοι για να το βάλουν στα πόδια κι ύστερα χώθηκαν πιο βαθιά στις φτέρες. Εκεί ζάρωσαν με τεντωμένα τ’ αυτιά.

Δεν υπήρχε αμφιβολία για τις φωνές. Μιλούσαν χαμηλόφωνα και με προφύλαξη, αλλά ήταν κοντά κι όλο πλησίαζαν. Έπειτα, εντελώς ξαφνικά, η μια φωνή ακούστηκε καθαρά από πολύ κοντά.

— Εδώ! Από δω βγήκε ο καπνός! είπε. Θα ’ναι κάπου εδώ κοντά. Στις φτέρες το δίχως άλλο. Θα το πιάσουμε σαν κουνέλι στην παγίδα. Και τότε θα μάθουμε τι σόι πράγμα είναι.

— Ναι, και τι ξέρει! είπε μια δεύτερη φωνή.

Αμέσως τέσσερις άντρες μπήκαν στις φτέρες από διαφορετικά σημεία. Εφόσον δεν ήταν πια δυνατό ούτε να φύγουν ούτε να κρυφτούν, ο Φρόντο και ο Σαμ πετάχτηκαν όρθιοι, πλάτη με πλάτη, τραβώντας τα μικρά σπαθιά τους.

Αν έμειναν κατάπληκτοι απ’ αυτό που είδαν, οι κυνηγοί τους έμειναν ακόμα πιο πολύ. Τέσσερις ψηλοί Άνθρωποι στέκονταν εκεί. Δύο κρατούσαν ακόντια στα χέρια τους με πλατιές γυαλιστερές αιχμές. Δύο είχαν μεγάλα τόξα, σχεδόν όσο το ύψος τους, και μεγάλες φαρέτρες με μακρουλά πρασινόφτερα βέλη. Όλοι είχαν σπαθιά στο πλευρό τους και ήταν ντυμένοι στα πράσινα και στα καφετιά σε διάφορες αποχρώσεις, για να βαδίζουν καλύτερα, δίχως να φαίνονται στα ξέφωτα του Ιθίλιεν. Πράσινα γάντια σκέπαζαν τα χέρια τους και τα πρόσωπά τους ήταν κουκουλωμένα μασκοφορεμένα στα πράσινα, εκτός από τα μάτια τους, που ήταν πολύ διαπεραστικά και λαμπερά. Αμέσως ο Φρόντο θυμήθηκε τον Μπορομίρ, γιατί αυτοί οι Άνθρωποι του έμοιαζαν στην κορμοστασιά, στον αέρα και στον τρόπο της ομιλίας τους.

— Δε βρήκαμε αυτό που γυρεύαμε, είπε ένας. Αλλά τι βρήκαμε;

— Όχι Ορκ, είπε ένας άλλος, αφήνοντας τη λαβή του σπαθιού του, που την είχε αρπάξει όταν είδε το Κεντρί να γυαλίζει στο χέρι του Φρόντο.

— Ξωτικά; είπε ένας τρίτος, αμφιβάλλοντας.

— Όχι! Δεν είναι Ξωτικά, είπε ο τέταρτος, ο πιο ψηλός, που έδειχνε να είναι ο αρχηγός ανάμεσά τους. Τα Ξωτικά δεν τριγυρνούν στο Ιθίλιεν τούτες τις μέρες. Και τα Ξωτικά είναι πανέμορφα στην όψη ή έτσι τουλάχιστο λένε.

— Και θες να πεις πως εμείς δεν είμαστε, αν σε κατάλαβα, είπε ο Σαμ. Σας ευχαριστούμε πολύ. Κι όταν ξεμπερδέψετε την κουβέντα σας για μας, ίσως να μας πείτε εσείς ποιοι είσαστε και γιατί δεν αφήνετε δυο κουρασμένους ταξιδιώτες να ξεκουραστούν.

Ο ψηλός πράσινος άντρας γέλασε αγριωπά.

— Είμαι ο Φαραμίρ, Λοχαγός της Γκόντορ, είπε. Δεν υπάρχουν ταξιδιώτες όμως στον τόπο αυτόν, υπηρέτες μονάχα του Μαύρου Πύργου ή του Άσπρου.

— Εμείς όμως δεν είμαστε ούτε το ένα ούτε το άλλο, είπε ο Φρόντο. Και είμαστε ταξιδιώτες, ό,τι κι αν λέει ο καπετάν Φαραμίρ.

— Τότε, κάντε γρήγορα και δηλώστε ποιοι είσαστε και ποιος ο σκοπός του ταξιδιού σας, είπε ο Φαραμίρ. Έχουμε δουλειά να κάνουμε κι αυτή δεν είναι ούτε η ώρα ούτε ο τόπος για αινίγματα ή διαπραγματεύσεις. Εμπρός! Πού είναι ο τρίτος της παρέας σας;

— Ο τρίτος;

— Ναι, εκείνος ο κρυφοπερπάτητος τύπος που είδαμε με τη μύτη χωμένη στη λιμνούλα εκεί κάτω. Εκείνος ο κακοσουλούπωτος. Τίποτα μννημα αυτών των κατασκόπων των Ορκ, φαντάζομαι, ή δικό τους πλάσμα. Αλλά μας την έσκασε με κάποιο αλεπουδίσιο κόλπο.

Λεν ξέρω πού είναι, είπε ο Φρόντο. Είναι σύντροφος κατά τύχη μονό, που τον ανταμώσαμε στο δρόμο μας και δεν είμαι υπεύθυνος γι’ αυτόν. Αν τον βρείτε, χαρίστε του τη ζωή. Φέρτε τον ή στείλτε τον σε μας. Είναι ένα άθλιο περιπλανώμενο πλάσμα, αλλά το έχω κάτω από την προστασία μου για λίγο. Όσο για μας, είμαστε Χόμπιτ του Σάιρ, μακριά στο Βοριά και Δυτικά, πέρα από πολλά ποτάμια. Φρόντο γιος του Ντρόγκο είναι τ’ όνομά μου, και μαζί μου είναι ο Σάμγουάιζ γιος του Χάμφαστ, ένας άξιος χόμπιτ στην υπηρεσία μου. Έχουμε έρθει από δρόμους μακρινούς — απ’ το Σκιστό Λαγκάδι, ή το Ίμλαντρις, όπως το λένε μερικοί — εδώ ο Φαραμίρ τινάχτηκε κι έδωσε μεγαλύτερη προσοχή. Είχαμε εφτά συντρόφους: ένα χάσαμε στη Μόρια, τους άλλους τους αφήσαμε στο Παρθ Γκάλεν πάνω απ’ το Ράουρος — δυο σαν κι εμένα· ένας Νάνος κι ένα Ξωτικό και δύο Άνθρωποι. Ο Άραγκορν κι ο Μπορομίρ, που είπε πως ερχόταν από τη Μίνας Τίριθ, μια πολιτεία του Νοτιά.

— Ο Μπορομίρ! αναφώνησαν και οι τέσσερις άντρες.

Ο Μπορομίρ ο γιος του Άρχοντα Ντένεθορ; είπε ο Φαραμίρ και μια παράξενη αυστηρή έκφραση σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Ήρθατε μαζί του; Αυτά, μάλιστα, είναι νέα, αν είναι αληθινά. Μάθετε, μικροί ξένοι, πως ο Μπορομίρ ο γιος του Ντένεθορ ήταν ο Αρχιφύλακας του Λευκού Πύργου και Στρατηγός μας: πολύ μας λείπει. Ποιοι είσαστε σεις λοιπόν, και τι δουλειά είχατε μαζί του; Και κάντε γρήγορα, γιατί ο Ήλιος ανεβαίνει!