Η κουβέντα όμως έσβησε κι έγινε σιωπηλό αφούγκρασμα. Όλα έμοιαζαν ακίνητα και ξάγρυπνα. Ο Σαμ μαζεμένος εκεί που τελείωναν οι φτέρες, κοίταξε με προσοχή έξω. Με τα κοφτερά χομπιτομάτια του είδε πως υπήρχαν πολλοί περισσότεροι Άνθρωποι εκεί γύρω. Μπορούσε να τους δει ν’ ανεβαίνουν κρυφά τις πλαγιές, ένας ένας ή πολλοί στη σειρά, πηγαίνοντας πάντα απ’ τις σκιές που σχημάτιζαν τα δασάκια ή τα σύδεντρα, ή να προχωρούν στα τέσσερα, σχεδόν αόρατοι με τα καφέ και πράσινα ρούχα τους, ανάμεσα απ’ τα χορτάρια και τις φτέρες. Όλοι ήταν κουκουλωμένοι και μασκοφορεμένοι και φορούσαν γάντια στα χέρια τους κι ήταν οπλισμένοι σαν το Φαραμίρ με τους συντρόφους του. Σε λίγο είχαν όλοι περάσει και είχαν εξαφανιστεί. Ο ήλιος ανέβηκε ώσπου πλησίασε το Νοτιά. Οι σκιές μίκρυναν.
«Πού να ’ναι άραγε εκείνο το σκασμένο το Γκόλουμ; συλλογίστηκε ο Σαμ καθώς σύρθηκε πίσω πιο βαθιά στη σκιά. Έχει πολλές πιθανότητες να το σουβλίσουν για Ορκ ή να ψηθεί απ’ το Κίτρινο Πρόσωπο. Φαντάζομαι πως θα φροντίσει τον εαυτό του.»
Ξάπλωσε πλάι στο Φρόντο κι άρχισε να λαγοκοιμάται.
Ξύπνησε, νομίζοντας πως είχε ακούσει σάλπιγγες. Ανασηκώθηκε. Ήταν καταμεσήμερο τώρα. Οι φρουροί στέκονταν πανέτοιμοι και τεντωμένοι στη σκιά των δέντρων. Ξαφνικά τα βούκινα αντήχησαν δυνατότερα, καθαρά από ψηλά, πάνω απ’ την κορφή της πλαγιάς. Ο Σαμ νόμισε πως άκουσε φωνές κι άγριες κραυγές, αλλά ο θόρυβος ήταν αμυδρός, λες κι ερχόταν από κάποια μακρινή σπηλιά. Ύστερα, σε λίγο, ο θόρυβος της μάχης ξέσπασε κοντά, ακριβώς πάνω απ’ την κρυψώνα τους. Μπορούσε ν’ ακούσει καθαρά το κουδούνισμα και το γρατσούνισμα του ατσαλιού πάνω στο ατσάλι, την κλαγγή του σπαθιού στο σιδερένιο κράνος, τον υπόκωφο θόρυβο της λάμας στην ασπίδα· άνθρωποι ξεφώνιζαν κι έσκουζαν και μια καθάρια δυνατή φωνή να φωνάζει: Γκόντορ! Γκόντορ!
— Ακούγεται λες κι εκατό σιδεράδες δουλεύουν μαζί, είπε ο Σαμ στο Φρόντο. Δε θα τους ήθελα πιο κοντά τώρα.
Αλλά η χλαλοή πλησίασε κι άλλο.
— Έρχονται! φώναξε ο Ντάμροντ. Δείτε! Μερικοί Νότιοι ξέφυγαν απ’ την παγίδα και φεύγουν απ’ το δρόμο. Να, πάνε από κει! Οι άντρες μας τους έχουν πάρει κατά πόδας κι ο Αρχηγός μπροστά.
Ο Σαμ, όλος περιέργεια να δει κι άλλα, πήγε τώρα κοντά στους φρουρούς. Σκαρφάλωσε λιγάκι σε μια απ’ τις μεγαλύτερες δάφνες. Για μια στιγμή πήρε το μάτι του κάτι μελαψούς άντρες στα κόκκινα να κατηφορίζουν τρέχοντας την πλαγιά λίγο πιο πέρα και πρασινοντυμένους πολεμιστές να πηδούν στο κατόπι τους και να τους πετσοκόβουν όπως έφευγαν. Ο ουρανός ήταν πηγμένος στα βέλη. Τότε ξαφνικά, ακριβώς πάνω από την άκρη της πλαγιάς που τους προφύλαγε, έπεσε ένας άντρας, τσακίζοντας τα λεπτά δεντράκια, σχεδόν από πάνω τους. Σταμάτησε στις φτέρες κοντά τους, με το πρόσωπο στο χώμα. Πράσινα φτερά από βέλη ξεπετάγονταν απ’ το λαιμό του κάτω από ένα χρυσαφένιο κολάρο. Τα κόκκινα ρούχα του ήταν κουρελιασμένα, ο μπρούντζινος φολιδωτός του θώρακας σκισμένος και κομματιασμένος, οι μαύρες χρυσοπλεγμένες κοτσίδες του βουτηγμένες στο αίμα. Το μελαψό του χέρι ακόμα έσφιγγε τη λαβή ενός σπασμένου σπαθιού.
Αυτή ήταν η πρώτη γεύση που είχε ο Σαμ της μάχης Ανθρώπων εναντίον Ανθρώπων, και δεν του άρεσε και πολύ. Ήταν ευχαριστημένος που δεν μπορούσε να δει το νεκρό πρόσωπο. Αναρωτήθηκε ποιο να ’ταν άραγε το όνομα του ανθρώπου κι από πού να καταγόταν κι αν ήταν στ’ αλήθεια κακός ή με τι ψέματα κι απειλές να τον είχαν οδηγήσει σ’ αυτή τη μεγάλη πορεία μακριά από το σπίτι του· κι αν ίσως δε θα προτιμούσε στ’ αλήθεια να είχε μείνει εκεί ήσυχος — όλα αυτά πέρασαν σαν αστραπή απ’ το μυαλό του και γρήγορα διώχτηκαν. Γιατί μόλις έκανε ο Μάμπλουνγκ να πάει κατά το πεσμένο σώμα, καινούριος σαματάς ακούστηκε. Μεγάλες κραυγές και ξεφωνητά. Κι ανάμεσά τους ο Σαμ άκουσε διαπεραστικά μουγκρητά ή σαλπίσματα. Κι ύστερα ακούστηκαν υπόκωφοι κρότοι και τραντάγματα, λες και τεράστιοι κριοί να χτυπούν τη γη.
— Πρόσεχε! Πρόσεχε! φώναξε ο Ντάμροντ στο σύντροφό του. Οι Βάλαρ ας τον κάνουν ν’ αλλάξει πορεία! Mûmak! Mûmak!