Ο Φρόντο δεν απάντησε.
— Βλέπεις! είπε ο Φαραμίρ, Θέλω, λοιπόν, να μάθω από σένα περισσότερα γι’ αυτό· γιατί ό,τι αφορά τον Μπορομίρ, αφορά κι εμένα. Ένα βέλος Ορκ σκότωσε τον Ισίλντουρ, απ’ ό,τι λένε οι παλιές ιστορίες. Αλλά βέλη των Ορκ υπάρχουν με το σωρό και με το να δει ένα ο Μπορομίρ της Γκόντορ δε θα το ’παιρνε για σημάδι του Μοιραίου. Είχες εσύ στη φύλαξή σου το πράγμα αυτό; Είναι κρυμμένο, λες· μήπως όμως συμβαίνει αυτό, γιατί εσύ διαλέγεις να το κρύβεις;
— Όχι, όχι γιατί εγώ διαλέγω, απάντησε ο Φρόντο. Δε μου ανήκει. Δεν ανήκει σε κανένα θνητό, μεγάλο ή μικρό· μόλο που αν κάποιος θα μπορούσε να το διεκδικήσει, αυτός θα ήταν ο Άραγκορν ο γιος του Άραθορν, που είπα το όνομά του, ο αρχηγός της Ομάδας μας απ’ τη Μόρια ως τον Ράουρος.
— Γιατί αυτός κι όχι ο Μπορομίρ, ο πρίγκιπας της Πόλης, που ίδρυσαν οι γιοι του Έλεντιλ;
— Γιατί ο Άραγκορν κατάγεται κατευθείαν, από πατέρα σε γιο, απ’ τον Ισίλντουρ το γιο του ίδιου του Έλεντιλ. Και το σπαθί που κρατά είναι το σπαθί του Έλεντιλ.
Ψίθυροι έκπληξης διέτρεξαν όλον τον κύκλο των αντρών. Μερικοί φώναξαν δυνατά: «Το σπαθί του Έλεντιλ! Το σπαθί του Έλεντιλ έρχεται στη Μίνας Τίριθ! Σπουδαία νέα!» Αλλά το πρόσωπο του Φαραμίρ έμενε ασυγκίνητο.
— Μπορεί, είπε. Αλλά μια τόσο μεγάλη διεκδίκηση θα χρειαστεί να επιβεβαιωθεί, και θ’ απαιτηθούν ατράνταχτες αποδείξεις, αν ποτέ αυτός ο Άραγκορν έρθει στη Μίνας Τίριθ. Πάντως, δεν είχε έρθει, ούτε αυτός ούτε κανένας απ’ την Ομάδα σου, όταν έφυγα πριν έξι μέρες.
— Ο Μπορομίρ είχε πειστεί για τη διεκδίκηση, είπε ο Φρόντο. Μάλιστα, αν ο Μπορομίρ ήταν εδώ, θ’ απαντούσε σ’ όλες σου τις απορίες. Και μιας και ήταν στον Ράουρος εδώ και πολλές μέρες, και σκόπευε τότε να πάει ίσια στην πόλη σας, όταν επιστρέψεις, μπορεί γρήγορα να μάθεις εκεί τις απαντήσεις. Ο ρόλος μου στην Ομάδα τού ήταν γνωστός, όπως και σ’ όλους τους άλλους, γιατί μου ανατέθηκε από τον ίδιο τον Έλροντ του Ίμλαντρις μπροστά σε ολόκληρο το Συμβούλιο. Γι’ αυτή την αποστολή ήρθα σ’ αυτή τη χώρα, αλλά δεν μπορώ να την αποκαλύψω σε κάποιον έξω από την Ομάδα. Πάντως, όσοι ισχυρίζονται πως είναι αντίπαλοι του Εχθρού καλά θα κάνουν να μην την εμποδίζουν.
Ο τόνος του Φρόντο ήταν περήφανος, ό,τι κι αν ένιωθε, και ο Σαμ τον επιδοκίμαζε· αλλά αυτό δεν εξευμένισε το Φαραμίρ.
— Ώστε έτσι! είπε. Μου λες να κοιτάζω τις δουλειές μου και να γυρίσω σπίτι μου και να σ’ αφήσω ήσυχο. Ο Μπορομίρ θα τα πει όλα, όταν έρθει. Όταν έρθει, λες εσύ! Ήσουν φίλος του Μπορομίρ;
Απ’ το μυαλό του Φρόντο πέρασε ολοζώντανη η ανάμνηση της επίθεσης του Μπορομίρ εναντίον του και για μια στιγμή δίστασε. Τα μάτια του Φαραμίρ που τον παρακολουθούσε σκλήρυναν.
— Ο Μπορομίρ ήταν γενναίο μέλος της Ομάδας μας, είπε τέλος ο Φρόντο. Ναι, εγώ, απ’ την πλευρά μου, ήμουν φίλος του.
Ο Φαραμίρ χαμογέλασε αγριωπά.
— Τότε, θα σε λυπούσε να μάθεις πως ο Μπορομίρ είναι νεκρός; — Και βέβαια θα με λυπούσε, είπε ο Φρόντο.
Ύστερα, βλέποντας τα μάτια του Φαραμίρ δίστασε.
— Νεκρός; είπε. Θέλεις να πεις πως είναι κι εσύ το ’ξερες; Προσπαθούσες να με παγιδεύσεις με λόγια κι έπαιζες μαζί μου; Ή προσπαθείς τώρα να με παγιδεύσεις μ’ ένα ψέμα;
— Δε θα καταδεχόμουν ούτε Ορκ να παγιδεύσω με ψέματα, είπε ο Φαραμίρ.
— Τότε, πώς πέθανε και πώς το ξέρεις; Αφού λες πως κανείς απ’ την Ομάδα δεν είχε φτάσει στην πόλη όταν έφυγες.
— Όσο για τον τρόπο που πέθανε, έλπιζα πως σαν φίλος του και σύντροφος θα μου τον έλεγες εσύ.
— Μα ζούσε κι ήταν μια χαρά όταν χωρίσαμε. Και ζει ακόμα απ’ όσο μπορώ να ξέρω. Αν και σίγουρα υπάρχουν πολλοί θανάσιμοι κίνδυνοι στον κόσμο.
— Και βέβαια υπάρχουν, είπε ο Φαραμίρ, και η προδοσία πρώτη πρώτη.
Ο Σαμ όλο και περισσότερο έχανε την υπομονή του και θύμωνε μ’ αυτή την κουβέντα. Αυτά όμως τα τελευταία λόγια δεν μπόρεσε να τ’ αντέξει και, ορμώντας στη μέση, πήγε και στάθηκε στο πλευρό του κυρίου του.
— Με το συμπάθιο, κύριε Φρόντο, είπε, αλλά τούτη εδώ η υπόθεση παρατράβηξε. Δεν έχει το δικαίωμα να σου μιλάει έτσι. Ύστερα από όσα έχεις τραβήξει, τόσο για το καλό του και το καλό όλων αυτών των μεγάλων Ανθρώπων, όσο και για τον οποιονδήποτε άλλον. Για κοίτα δω, Καπετάνιο!
Στάθηκε ίσια μπροστά στο Φαραμίρ, με τα χέρια στη μέση και με μια έκφραση στο πρόσωπό του λες κι απευθυνόταν σε κάποιο χομπιτοπιτσιρίκι που του ’χε «βγάλει γλώσσα», όπως έλεγε, όταν το ρωτούσε τι γύρευε στον κήπο. Ακούστηκαν μουρμουρητά, αλλά φάνηκαν και μερικά χαμόγελα στα πρόσωπα των αντρών που παρακολουθούσαν -το θέαμα του Καπετάνιου τους να είναι καθισμένος καταγής και να κοιτάζονται στα μάτια μ’ ένα νεαρό χόμπιτ, με τα πόδια ανοιχτά, αγριεμένο, ήταν κάτι πρωτοφανές γι’ αυτούς.