Выбрать главу

— Για κοίτα δω! είπε. Πού το πας; Πες το πριν μας πλακώσουν όλοι οι Ορκ της Μόρντορ! Αν νομίζεις πως ο κύριος μου δολοφόνησε αυτόν τον Μπορομίρ κι ύστερα το ’σκασε, τότε δεν έχεις μυαλό· αλλά πες το και τέλειωνε! Κι ύστερα πες μας τι σκοπεύεις να κάνεις. Μόνο που είναι κρίμα που, εσείς που λέτε πως πολεμάτε τον Εχθρό, δεν αφήνετε τους άλλους να κάνουν κι αυτοί το δικό τους με τον τρόπο τους, δίχως ν’ ανακατευόσαστε. Πολύ θα το χαρεί Αυτός, αν μπορούσε να σε δει τώρα. Θα ’λεγε πως απέκτησε καινούριο φίλο, σίγουρα.

— Ηρέμησε! είπε ο Φαραμίρ χωρίς θυμό. Μη μιλάς πριν από τον κύριό σου, που η εξυπνάδα του είναι μεγαλύτερη από τη δική σου. Και δε χρειάζομαι κανένα να μου μάθει πως κινδυνεύουμε. Παρ’ όλα αυτά όμως, θυσιάζω λίγο χρόνο για να κρίνω δίκαια μια δύσκολη υπόθεση. Αν ήμουν βιαστικός σαν κι εσένα, θα μπορούσα να σας είχα σκοτώσει προ πολλού. Γιατί έχω διαταγή να σκοτώνω όλους όσους βρίσκω σ’ αυτόν τον τόπο χωρίς την άδεια του Άρχοντα της Γκόντορ. Αλλά δε σκοτώνω δίχως λόγο ούτε άνθρωπο ούτε ζώο και ποτέ δεν το κάνω μ’ ευχαρίστηση, ακόμα κι όταν πρέπει. Ούτε μιλώ επιπόλαια. Άρα, παρηγορήσου. Κάθισε πλάι στον κύριό σου και μη μιλάς!

Ο Σαμ κάθισε κάτω βαριά, κόκκινος σαν παπαρούνα. Ο Φαραμίρ στράφηκε στο Φρόντο ξανά:

— Με ρώτησες πώς ξέρω πως ο γιος του Ντένεθορ είναι νεκρός. Τα νέα του θανάτου έχουν πολλές φτερούγες. Η νύχτα συχνά φέρνει νέα στους στενούς συγγενείς, λένε. Ο Μπορομίρ ήταν αδελφός μου.

Μια σκιά λύπης πέρασε απ’ το πρόσωπό του.

— Θυμάσαι τίποτα ιδιαίτερο, που να είχε μαζί του ο Άρχοντας Μπορομίρ ανάμεσα στα πράγματά του;

Ο Φρόντο σκέφτηκε για μια στιγμή, φοβούμενος κάποια άλλη παγίδα, κι αναρωτιόταν πώς θα τελείωνε τούτος ο διάλογος. Μόλις κι είχε καταφέρει να γλιτώσει το Δαχτυλίδι απ’ τα περήφανα χέρια του Μπορομίρ και πώς θα το περνούσε τώρα μέσα από τόσους άντρες, εμπειροπόλεμους και δυνατούς, δεν ήξερε. Ένιωθε όμως μέσα του πως ο Φαραμίρ, αν κι έμοιαζε πολύ του αδελφού του στην όψη, ήταν άνθρωπος λιγότερο εγωκεντρικός, και ήταν και αυστηρότερος και σοφότερος.

— Θυμάμαι πως ο Μπορομίρ είχε ένα βούκινο, είπε τέλος.

— Θυμάσαι καλά, σαν κάποιος που τον έχει δει στην πραγματικότητα, είπε ο Φαραμίρ. Τότε, ίσως μπορείς να το δεις με τα μάτια της φαντασίας σου: ένα μεγάλο βούκινο από κέρατο αγριοβοδιού της Ανατολής, δεμένο με ασήμι και χαραγμένο μ’ αρχαία γράμματα. Αυτό το βούκινο το είχε ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειάς μας, εδώ και πολλές γενιές· και λέγεται πως αν το φυσήξεις σε ώρα ανάγκης οπουδήποτε μέσα στην Γκόντορ, όπως ήταν το Βασίλειο παλιά, η φωνή του δε θα περνούσε απαρατήρητη.

»Πέντε μέρες πριν ξεκινήσω γι’ αυτήν εδώ την αποστολή, έντεκα μέρες πριν, τέτοια ώρα περίπου, άκουσα το βούκινο αυτό να σαλπίζει: απ’ το βοριά φαινόταν, αλλά ξέψυχα, λες και δεν ήταν παρά αντίλαλος στο μυαλό μου. Ο πατέρας μου κι εγώ το θεωρήσαμε κακόν οιωνό, γιατί δεν είχαμε κανένα νέο από τον Μπορομίρ από τότε που έφυγε και κανένας φρουρός δεν τον είχε δει να περνάει τα σύνορά μας. Και ύστερα από τρεις νύχτες, ένα ακόμα πιο παράξενο πράγμα μου συνέβηκε.

»Καθόμουν τη νύχτα στις όχθες του Άντουιν, στο γκρίζο σκοτάδι κάτω απ’ το φως της νέας χλωμής σελήνης, και κοίταζα το ασταμάτητο κύλισμα του νερού· και οι θλιμμένες καλαμιές έτριζαν. Γιατί έτσι πάντα φυλάμε τις όχθες κοντά στην Οσγκίλιαθ, που τώρα τη μισή την κρατούν οι εχθροί μας και εξορμούν από κει και λεηλατούν τους τόπους μας. Εκείνη όμως τη νύχτα όλος ο κόσμος κοιμόταν τα μεσάνυχτα. Τότε είδα, ή μου φάνηκε πως είδα, μια βάρκα να γλιστράει στο νερό, γκριζολάμποντας, μια μικρή βάρκα με παράξενο σχήμα και ψηλή πλώρη, που δεν είχε κανέναν, ούτε στο κουπί ούτε στο τιμόνι.

»Και μ’ έπιασε φόβος, γιατί την περικύκλωνε ένα χλωμό φως. Αλλά σηκώθηκα και πήγα στην όχθη κι άρχισα να περπατώ μέσα στο νερό, γιατί κάτι με τραβούσε κοντά της. Τότε η βάρκα γύρισε προς το μέρος μου κι έκοψε την ταχύτητά της και γλίστρησε αργά αργά σε απόσταση που να τη φτάνω, όμως εγώ δεν τόλμησα να την αγγίξω. Έπλεε καθισμένη βαθιά, λες κι ήταν βαρυφορτωμένη, κι εμένα μου φάνηκε καθώς περνούσε μπροστά· από τα μάτια μου πως ήταν σχεδόν γεμάτη με διάφανο νερό, απ’ όπου έβγαινε το φως· και στην αγκαλιά του νερού κοιμόταν ένας πολεμιστής.

»Ένα σπασμένο σπαθί στα γόνατα του. Είδα πολλές λαβωματιές στο κορμί του. Ήταν ο Μπορομίρ, ο αδελφός μου, νεκρός. Γνώρισα την εξάρτυσή του, το σπαθί του, τ’ αγαπημένο του πρόσωπο. Ένα όμως πράγμα δεν είδα: το βούκινό του. Κι ένα μόνο πράγμα δε γνώρισα: μια ωραιότατη ζώνη, που έδειχνε λες και ήταν φύλλα χρυσά δεμένα, γύρω από τη μέση του. Μπορομίρ! φώναξα. Πού είναι το βούκινό σον; Πού πηγαίνεις; Ω Μπορομίρ! Αλλά έφυγε. Η βάρκα έστριψε με το ρεύμα κι απομακρύνθηκε, λαμπυρίζοντας μέσα στη νύχτα. Έμοιαζε μ’ όνειρο, αλλά δεν ήταν, γιατί δεν είχε ξύπνημα. Και δεν έχω αμφιβολία πως είναι νεκρός κι έχει κατεβεί τον Ποταμό ως τη Θάλασσα.