Выбрать главу

— Αλίμονο! είπε ο Φρόντο. Αυτός ήταν στ’ αλήθεια ο Μπορομίρ όπως τον ήξερα. Γιατί τη χρυσή τη ζώνη τού την έδωσε στο Λοθλόριεν η Αρχόντισσα Γκαλάντριελ. Αυτή ήταν που μας έντυσε όπως μας βλέπεις, στα ξωτικο-γκρίζα. Αυτή η καρφίτσα είναι φτιαγμένη με την ίδια τέχνη, κι άγγιξε το πράσινο κι ασημένιο φύλλο που έπιανε το μανδύα του κάτω από το λαιμό του.

Ο Φαραμίρ την κοίταξε από κοντά.

— Είναι υπέροχη, είπε. Ναι, είναι έργο της ίδιας τέχνης. Περάσατε, λοιπόν, και μέσα από το Λόριεν; Λορελιντόρεναν το έλεγαν παλιά, αλλά χρόνια αμέτρητα τώρα βρίσκεται πέρα απ’ τη γνώση των Ανθρώπων, πρόσθεσε σιγανά, παρατηρώντας το Φρόντο με έναν καινούριο θαυμασμό κι απορία στα μάτια του. Αρχίζω τώρα να καταλαβαίνω πολλά παράξενα πάνω σου. Δε θα μου πεις περισσότερα; Γιατί είναι πικρή η σκέψη πως ο Μπορομίρ πέθανε, ενώ έβλεπε τη γη της πατρίδας του.

— Δεν ξέρω να πω τίποτα παραπάνω απ’ όσα έχω πει, απάντησε ο Φρόντο. Αν και η ιστορία σου με γεμίζει κακά προαισθήματα. Όραμα ήταν αυτό που είδες, νομίζω, και τίποτα παραπάνω, κάποια σκιά κακοτυχιάς που έγινε ή θα γίνει. Εκτός κι είναι κάποια απατηλή ψευτιά του Εχθρού. Εγώ είδα τα όμορφα πρόσωπα των αρχαίων πολεμιστών να κοιμούνται κάτω από απ’ τα νερά στους Βάλτους των Νεκρών, ή να φαίνονται έτσι με τα βρομερά του τεχνάσματα.

— Όχι, δεν ήταν έτσι, είπε ο Φαραμίρ. Γιατί τα έργα του γεμίζουν την καρδιά με αηδία· η δική μου όμως καρδιά γέμισε πένθος και οίκτο.

— Πώς όμως μπορεί να συνέβη στ’ αλήθεια κάτι τέτοιο; ρώτησε ο Φρόντο. Γιατί κανένα πλεούμενο δε θα μπορούσε να περάσει πάνω απ’ τους πέτρινους λόφους από το Τολ Μπράντιρ· και ο Μπορομίρ σκόπευε να περάσει τον Έντγουος και τα λιβάδια του Ρόαν για να γυρίσει στην πατρίδα του. Κι ακόμα, πώς θα μπορούσε το οποιοδήποτε πλεούμενο να περάσει τους αφρούς του μεγάλου καταρράκτη και να μην αναποδογυρίσει στα αναταραγμένα νερά, όταν μάλιστα είναι γεμάτο νερό;

— Δεν ξέρω, είπε ο Φαραμίρ. Αλλά από πού ερχόταν η βάρκα;

— Από το Λόριεν, είπε ο Φρόντο. Με τρεις τέτοιες βάρκες κατεβήκαμε τον Άντουιν ως τους Καταρράκτες. Ήταν κι αυτές ξωτικοφτιαγμένες.

— Πέρασες μέσα απ’ την Κρυμμένη Χώρα, είπε ο Φαραμίρ, αλλά φαίνεται πως πολύ λίγο κατάλαβες τη δύναμή της. Αν οι Άνθρωποι έχουν δοσοληψίες με την Αρχόντισσα της Μαγείας, που κατοικεί στο Χρυσαφένιο Δάσος, θα πρέπει να το περιμένουν πως θα συμβούν παράξενα πράγματα στη συνέχεια. Γιατί είναι επικίνδυνο, λένε, για τους θνητούς να βγουν έξω από τον κόσμο αυτόν, που έχει αυτόν τον Ήλιο, κι ελάχιστοι είναι αυτοί από παλιά που βγήκαν από κει δίχως ν’ αλλάξουν.

» Μπορομίρ, Ω Μπορομίρ! φώναξε. Τι σου είπε η Κυρά που δεν πεθαίνει; Τι είδε; Τι ξύπνησε μες στην καρδιά σου τότε; Γιατί πήγες στο Λορελιντόρεναν και δε γύρισες πίσω απ’ το δικό σου δρόμο, καβάλα στ’ άλογα του Ρόαν, καλπάζοντας στο πρωινό;

Ύστερα στράφηκε στο Φρόντο πάλι και μίλησε με ήρεμη φωνή γι’ άλλη μια φορά:

Σ’ αυτές τις ερωτήσεις θα μπορούσες, φαντάζομαι, να δώσεις κάποια απάντηση, Φρόντο γιε του Ντρόγκο. Αλλά όχι εδώ ή τώρα, ίσως. Όμως, για να μη νομίζεις πως η ιστορία μου ήταν όραμα, θα σου πω τούτο. Το βούκινο του Μπορομίρ τουλάχιστον επέστρεψε στ’ αλήθεια οι όχι φαινομενικά. Το βούκινο ήρθε, ήταν όμως κομμένο στα δύο, λες από κάποιο πελέκι ή σπαθί. Τα κομμάτια ήρθαν ξεχωριστά στην ακροποταμιά: το ένα βρέθηκε στις καλαμιές, εκεί που κρύβονται οι σκοποί της Γκόντορ, βορινά κάτω από τις εκβολές του Έντγουός και το άλλο βρέθηκε στη δίνη του νερού από κάποιον που είχε δουλειά στο ποτάμι Παράξενες συμπτώσεις, αλλά το φονικό δεν κρύβεται, που λένε.

»Και τώρα το βούκινο του πρωτότοκου γιου σε δυο κομμάτια βρίσκεται ακουμπισμένο στην ποδιά του Ντένεθορ, που κάθεται στο ψηλο θρονί του και περιμένει νέα. Δεν μπορείς να μου πεις τίποτα για το πώς έγινε κομμάτια;

Όχι, δεν το ήξερα αυτό, είπε ο Φρόντο. Αλλά η μέρα που το ακουσες, αν οι υπολογισμοί σου είναι σωστοί, ήταν η μέρα που χωριστήκαμε, τότε που εγώ κι ο υπηρέτης μου αφήσαμε την Ομάδα. Και τώρα η ιστορία σου με γεμίζει τρόμο. Γιατί, αν ο Μπορομίρ κινδύνεψε τότε και σκοτώθηκε, θα πρέπει να φοβάμαι πως κι όλοι μου οι σύντροφοι αφανίστηκαν. Κι ήταν συγγενείς και φίλοι μου.

»Δε θέλεις να βάλεις κατά μέρος τις αμφιβολίες σου και να με αφήσεις να φύγω; Είμαι κατάκοπος, καταλυπημένος και φοβισμένος. Αλλά έχω αναλάβει κάτι να κάνω ή να το προσπαθήσω, πριν με σκοτώσουν κι εμένα. Κι ένας λόγος παραπάνω για να βιάζομαι, αν εμείς οι δυο μικρούληδες είμαστε ό,τι απόμεινε από τη συντροφιά μας.