Выбрать главу

Τώρα η φωνή του Φαραμίρ χαμήλωσε κι έγινε ψίθυρος.

— Αλλά αυτό έμαθα ή μάντεψα και το ’χω κρατήσει πάντα κρυφό στην καρδιά μου από τότε: πως ο Ισίλντουρ πήρε κάτι από το χέρι του Ανώνυμου, πριν να φύγει μακριά απ’ την Γκόντορ και ποτέ να μην τον ξαναδούν ανάμεσα στους θνητούς ανθρώπους. Εδώ σκέφτηκα πως βρισκόταν η απάντηση στις ερωτήσεις του Μιθραντίρ. Αλλά τότε έμοιαζε υπόθεση που αφορούσε μόνον όσους αναζητούσαν ν’ αποκτήσουν αρχαίες γνώσεις. Ούτε όταν συζητούσαμε μεταξύ μας τα αινιγματικά λόγια του ονείρου μας, μου πέρασε από το μυαλό πως ο Χαμός του Ισίλντουρ ήταν αυτό το πράγμα. Γιατί ο Ισίλντουρ έπεσε σε ενέδρα και σκοτώθηκε από βέλη Ορκ, σύμφωνα με τη μοναδική παράδοση που ξέραμε, και ο Μιθραντίρ ποτέ δε μου είπε περισσότερα.

»Τι είναι στ’ αλήθεια αυτό το Πράγμα, δεν μπορώ ακόμα να μαντέψω· αλλά θα πρέπει να είναι κάποιο κειμήλιο που να έχει δύναμη και να είναι επικίνδυνο ταυτόχρονα. Κάποιο απαίσιο όπλο, ίσως, επινόηση του Μαύρου Άρχοντα. Και αν ήταν κάποιο πράγμα που να δίνει υπεροχή στη μάχη, μπορώ πολύ καλά να πιστέψω πως ο Μπορομίρ, ο περήφανος κι ατρόμητος, ο συχνά απερίσκεπτα βιαστικός, ο πάντα ανήσυχος για τη νίκη της Μίνας Τίριθ (και της δικής του δόξας κατά συνέπεια), μπορεί να μαγεύτηκε απ’ αυτό και να το πόθησε. Μαύρη η ώρα που ξεκίνησε γι’ αυτή την αποστολή! Εμένα θα είχαν διαλέξει, ο πατέρας μου και οι δημογέροντες, αλλά μπήκε στη μέση λέγοντας πως είναι μεγαλύτερος και πιο γερός (και τα δυο αληθινά), και δεν τον κρατούσε τίποτα.

»Αλλά, μη φοβάσαι πια! Εγώ δε θα το ’παιρνα αυτό το πράγμα, ακόμα κι αν βρισκόταν πεταμένο στο δρόμο. Ούτε κι αν η Μίνας Τίριθ είχε ερειπωθεί και μόνο εγώ θα μπορούσα να τη σώσω, έτσι, χρησιμοποιώντας το όπλο του Μαύρου Άρχοντα για το καλό της και για τη δική μου δόξα. Όχι, εγώ δε θέλω τέτοιους θριάμβους, Φρόντο γιε του Ντρόγκο.

— Ούτε και το Συμβούλιο, είπε ο Φρόντο. Ούτε κι εγώ. Εγώ δεν ήθελα να έχω καμιά σχέση μετέτοιες υποθέσεις.

— Εγώ για τον εαυτό μου, είπε ο Φαραμίρ, θα ήθελα να δω το Λευκό Δέντρο ν’ ανθίζει πάλι στις αυλές των βασιλιάδων και την επιστροφή του Ασημένιου Στέμματος και ειρήνη στη Μίνας Τίριθ· να τη λένε πάλι Μίνας Άνορ, όπως παλιά, γεμάτη φως, ψηλή κι ωραία, πεντάμορφη σαν βασίλισσα ανάμεσα σε βασίλισσες, όχι αφέντρα σε πολλούς σκλάβους, όχι, ούτε ακόμα καλή αφέντρα με πρόθυμους σκλάβους. Ο πόλεμος πρέπει να γίνει, εφόσον υπερασπιζόμαστε τη ζωή μας ενάντια σ’ έναν καταστροφέα που θα καταβροχθίσει τα πάντα· δεν αγαπώ όμως το λαμπερό σπαθί για την κόψη του ούτε το βέλος για την ταχύτητά του ούτε τον πολεμιστή για τη δόξα του. Αγαπώ μονάχα αυτά που υπερασπίζονται: την πόλη των Ανθρώπων του Νούμενορ· και θα ’θελα να την αγαπούν για τις μνήμες της, την αρχαιότητά της, την ομορφιά της και την τωρινή της σοφία. Όχι να τη φοβούνται, εκτός όπως οι άνθρωποι μπορεί να φοβούνται τη μεγαλόπρεπη αρχοντιά ενός ανθρώπου, γέροντα και σοφού.

»Έτσι μη με φοβάσαι! Δε σου ζητώ να μου πεις περισσότερα. Δε σου ζητώ καν να μου πεις αν τώρα πλησιάζω στην αλήθεια. Αν όμως θελήσεις να μου δείξεις εμπιστοσύνη, ίσως μπορέσω να σου δώσω κάποια συμβουλή για την αποστολή σου, όποιαν κι αν είναι — και, ακόμα και να σε βοηθήσω.

Ο Φρόντο δεν απάντησε. Σχεδόν υποχώρησε στην επιθυμία για βοήθεια και συμβουλή, να πει σ’ αυτόν το σοβαρό νέο, που τα λόγια του έμοιαζαν τόσο σοφά και ωραία, όλα όσα είχε στο μυαλό του. Αλλά κάτι τον συγκράτησε. Η καρδιά του ήταν βαριά από φόβο και λύπη· αν αυτός κι ο Σαμ ήταν στην πραγματικότητα, όπως φαινόταν και το πιθανότερο, ό,τι απόμεινε από τους Εννέα Πεζούς, τότε αυτός είχε τον απόλυτο έλεγχο του μυστικού της αποστολής τους. Καλύτερα να δυσπιστεί άδικα, παρά να μιλήσει απερίσκεπτα. Και η θύμηση του Μπορομίρ, της τρομερής αλλαγής που του είχε επιφέρει η γοητεία του Δαχτυλιδιού, ήταν πολύ έντονη στη μνήμη του, όταν κοίταζε το Φαραμίρ και άκουγε τη φωνή του: δεν έμοιαζαν, κι όμως έμοιαζαν πολύ.

Συνέχισαν να βαδίζουν σιωπηλά για λίγο, περνώντας σαν γκρίζες και πράσινες σκιές κάτω από τα γέρικα δέντρα, με αθόρυβα πόδια· πολλά πουλιά τιτίβιζαν πάνωθέ τους κι ο ήλιος άστραφτε στη γυαλιστερή επιφάνεια των σκούρων φυλλωμάτων, που είχαν τα αειθαλή δάση του Ιθίλιεν.

Ο Σαμ δεν είχε πάρει μέρος στη συζήτηση, αν και την είχε παρακολουθήσει· και ταυτόχρονα παρακολουθούσε με τα γερά χομπιτο-αυτιά του όλους τους απαλούς δασοθορύβους ολόγυρά τους. Είχε προσέξει ένα πράγμα, πως σε όλη την κουβέντα το όνομα του Γκόλουμ δεν είχε αναφερθεί ούτε μια φορά. Ήταν ευχαριστημένος, αν κι ένιωθε πως ήταν υπερβολικό να ελπίζει πως δε θα το ξανάκουγε ποτέ πια. Πολύ γρήγορα αντιλήφθηκε ότι, αν και προχωρούσαν μονάχοι, υπήρχαν πολλοί άντρες κοντά — όχι μόνον ο Ντάμροντ και ο Μαμπλούνγκ, που γλιστρούσαν μπαινοβγαίνοντας στους ίσκιους μπροστά, αλλά κι άλλοι κι από τις δυο πλευρές, όλοι πηγαίνοντας γοργά και μυστικά σε κάποιο καθορισμένο μέρος.