Выбрать главу

Μια φορά, κοιτάζοντας ξαφνικά πίσω, λες και κάποια ανατριχίλα στο δέρμα του να τον ειδοποίησε πως τον παρακολουθούν από πίσω, νόμισε πως έπιασε φευγαλέα το μάτι του μια μικρή σκοτεινή σιλουέτα να ξεγλιστρά πίσω απ’ τον κορμό ενός δέντρου. Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά το ’κλεισε ξανά.

«Δεν είμαι σίγουρος, μονολόγησε, και γιατί να τους ξαναθυμίσω το γερο-κατεργάρη, αν αυτοί προτιμούν να τον ξεχνούν; Μακάρι να μπορούσα κι εγώ!»

Έτσι συνέχισαν να προχωρούν, ώσπου το δάσος αραίωσε και το έδαφος άρχισε να γίνεται πιο κατηφορικό. Ύστερα έστριψαν πάλι δεξιά κι έφτασαν γρήγορα σ’ ένα μικρό ποταμάκι σε μια στενοποριά: ήταν το ίδιο ρυάκι που ξεκινούσε απ’ τη στρογγυλή λιμνούλα, που τώρα είχε μεγαλώσει και είχε γίνει ένας ορμητικός χείμαρρος και κατρακυλούσε πάνω από πολλά βράχια σε μια βαθυσκαμμένη κοίτη, μισοκρυμμένος από πουρνάρια και πύξους με σκούρο φύλλωμα. Κοιτάζοντας δυτικά μπορούσαν να δουν, κάτω χαμηλά σε μια φωτεινή θολούρα, κάμπους και απλωτά λιβάδια και, πολύ μακριά, εκεί που έδυε ο ήλιος, τα πλατιά νερά του Άντουιν.

—  Εδώ, αλίμονο! Είμαι υποχρεωμένος να φερθώ με αγένεια, είπε ο Φαραμίρ. Ελπίζω πως θα το συγχωρέσετε σ’ αυτόν που ως τώρα παράβλεψε από ευγένεια τις διαταγές που του έχουν δώσει και ούτε σας σκότωσε ούτε σας έδεσε. Αλλά είναι διαταγή, κανένας ξένος, ούτε ακόμα κι απ’ το Ρόαν που πολεμάει στο πλευρό μας, να μη δει το μονοπάτι που θα πάρουμε τώρα. Πρέπει να σας δέσω τα μάτια.

— Όπως θέλεις, είπε ο Φρόντο. Ακόμα και τα Ξωτικά κάνουν το ίδιο στην ανάγκη και διασχίσαμε τα σύνορα του ωραίου Λοθλόριεν με τα μάτια δεμένα. Του Γκίμλι του νάνου του κακοφάνηκε, αλλά οι χόμπιτ το ανέχτηκαν.

— Εγώ δε θα σας οδηγήσω σε τόσο όμορφο μέρος, είπε ο Φαραμίρ, αλλά χαίρομαι που δέχεστε με τη θέληση σας κι όχι με τη βία.

Φώναξε σιγανά και αμέσως ο Μαμπλούνγκ και ο Ντάμροντ ξέκοψαν από τα δέντρα και τον πλησίασαν.

— Δέστε τα μάτια των ξένων, είπε ο Φαραμίρ. Προσεκτικά, αλλά χωρίς να τους πονέσετε. Μην τους δέσετε τα χέρια. Θα δώσουν το λόγο τους πως δε θα μπροσπαθήσουν να δουν. Θα τους είχα εμπιστοσύνη να κλείσουν τα μάτια τους από μόνοι τους, αλλά τα μάτια ανοιγοκλείνουν άθελα, αν τα πόδια σκοντάψουν. Να τους οδηγείτε για να μην παραπατήσουν.

Με πράσινα μαντίλια τώρα οι δυο φρουροί έδεσαν τα μάτια των χόμπιτ και τράβηξαν τις κουκούλες τους κάτω σχεδόν ως το στόμα τους· ύστερα γρήγορα πήρε ο καθένας τους έναν από το χέρι και συνέχισαν το δρόμο τους. Όλα όσα ο Φρόντο κι ο Σαμ κατάλαβαν απ’ αυτό το τελευταίο μίλι του δρόμου, το κατάλαβαν μαντεύοντας στο σκοτάδι. Σε λιγάκι ένιωσαν πως ακολουθούσαν ένα μονοπάτι που κατηφόριζε πολύ απότομα· γρήγορα έγινε τόσο στενό, ώστε προχωρούσαν ένας ένας σκουντώντας κι απ’ τις δύο πλευρές έναν πέτρινο τοίχο· οι φρουροί τους τούς καθοδηγούσαν από πίσω με σταθερό χέρι στους ώμους τους. Πότε πότε έφταναν σε ανώμαλα σημεία και τότε τους σήκωναν για λίγο και ύστερα τους ακουμπούσαν κάτω πάλι. Ο θόρυβος του νερού που κυλούσε ήταν πάντα στο δεξί τους χέρι κι όλο πλησίαζε και δυνάμωνε. Τέλος, τους σταμάτησαν. Γρήγορα ο Μαμπλούνγκ κι ο Ντάμροντ τους γύρισαν γύρω γύρω αρκετές φορές, ώστε έχασαν κάθε αίσθηση προσανατολισμού. Ανηφόρισαν λιγάκι: έκανε κρύο και ο θόρυβος του χειμάρρου είχε ξεθωριάσει. Ύστερα τους σήκωσαν στα χέρια και τους κουβάλησαν κάτω, πολλά σκαλοπάτια κάτω, και έστριψαν μια γωνία. Απότομα άκουσαν το νερό ξανά, δυνατά τώρα, να τρέχει και να παφλάζει. Έμοιαζε λες και βρισκόταν παντού γύρω τους κι ένιωσαν μια ψιλή βροχή στα χέρια και στα μάγουλα τους. Τέλος, τους έστησαν στα πόδια τους γι’ άλλη μια φορά. Για μια στιγμή στάθηκαν έτσι, μισοφοβισμένοι, τυφλοί, δίχως να ξέρουν πού βρίσκονται· και κανένας δε μιλούσε.

Έπειτα ακούστηκε κοντά πίσω τους η φωνή του Φαραμίρ.

— Αφήστε τους να δουν! είπε.

Τους έβγαλαν τα μαντίλια και τράβηξαν πίσω τις κουκούλες τους κι αυτοί ανοιγόκλεισαν τα μάτια κι έμειναν με το στόμα ανοιχτό.

Στέκονταν σ’ ένα βρεγμένο γυαλιστερό πέτρινο δάπεδο, στο κατώφλι, θα ’λεγες, μιας χοντροκομμένης πέτρινης πύλης που ανοιγόταν σκοτεινή πίσω τους. Αλλά μπροστά τους κρεμόταν ένα λεπτό πέπλο από νερό, τόσο κοντά, που ο Φρόντο θα μπορούσε ν’ απλώσει και να βάλει το χέρι του μέσα. Έβλεπε δυτικά. Οι οριζόντιες δέσμες των ακτίνων του ήλιου που έπεφτε πίσω του χτυπούσαν πάνω του και το κόκκινο φως τους χωριζόταν σε πολλές ακτίνες που τρεμόπαιζαν αλλάζοντας συνεχώς χρώμα. Έμοιαζε λες και είχαν σταθεί στο παράθυρο κάποιου ξωτικόπυργου, κλεισμένο με κουρτίνες όλο πετράδια, ασήμι και χρυσάφι, ρουμπίνια, ζαφείρια κι αμέθυστους, όλα αναμμένα δίχως να καίγονται.