Выбрать главу

Ο Σαμ αγωνιζόταν, φέρνοντας διάφορα επιχειρήματα στον εαυτό του.

«Μπορεί να είναι εντάξει, σκεφτόταν, μπορεί όμως κι όχι. Τα όμορφα λόγια μπορεί να κρύβουν βρόμικη καρδιά.» Χασμουρήθηκε. «Θα μπορούσα να κοιμηθώ μια βδομάδα ολόκληρη, δε θα μ’ έβλαφτε. Και τι μπορώ να κάνω εγώ, αν μείνω ξύπνιος, εγώ ολομόναχος μ’ όλους αυτούς τους μεγάλους Ανθρώπους τριγύρω; Τίποτα, Σαμ Γκάμγκη· μ’ όλα τούτα όμως πρέπει να μείνεις ξύπνιος.» Και κάπως τα κατάφερε. Το φως έσβησε στην είσοδο της σπηλιάς και το γκρίζο πέπλο του νερού που έπεφτε θάμπωσε και χάθηκε στις σκιές που πύκνωναν. Ο θόρυβος του νερού συνεχιζόταν ασταμάτητα, δίχως ν’ αλλάζει τόνο, πρωί, μεσημέρι ή βράδυ. Μουρμούριζε και ψιθύριζε για ύπνο. Ο Σαμ έχωσε τις γροθιές του στα μάτια του.

Τώρα άναβαν περισσότερους δαυλούς. Άνοιξαν ένα βαρέλι κρασί. Άνοιξαν βαρέλια με παστά τρόφιμα. Μερικοί άντρες πήγαιναν κι έφερναν νερό από τον καταρράκτη. Μερικοί έπλεναν τα χέρια τους σε λεκάνες. Έφεραν στο Φαραμίρ ένα μεγάλο χάλκινο δοχείο και μια λευκή πετσέτα και πλύθηκε.

— Ξυπνήστε τους φιλοξενουμένους μας, είπε, και φέρτε τους νερό. Είναι ώρα για φαγητό.

Ο Φρόντο ανακάθισε, χασμουρήθηκε και τεντώθηκε. Ο Σαμ, που δεν ήταν συνηθισμένος να τον υπηρετούν, κοίταξε με αρκετή έκπληξη τον ψηλό άντρα που υποκλίθηκε, κρατώντας μια λεκάνη με νερό στα χέρια του.

— Βάλ’ τη χάμω, κύριε, σε παρακαλώ! είπε. Πιο εύκολο και για μένα και για σένα.

Ύστερα, προς μεγάλη έκπληξη και διασκέδαση των Αντρών, βούτηξε το κεφάλι του στο κύρο νερό κι έπλυνε το λαιμό και τ’ αυτιά του.

— Είναι συνήθεια του τόπου σας να πλένετε το κεφάλι σας πριν το δείπνο; ρώτησε ο άντρας που εξυπηρετούσε τους χόμπιτ.

— Όχι, πριν το πρωινό, είπε ο Σαμ. Αλλά όταν σου λείπει ύπνος, το κρύο νερό στο σβέρκο είναι σαν τη βροχή στο μαραμένο μαρούλι. Εντάξει! Τώρα μπορώ να μείνω ξυπνητός ώσπου να φάω κάτι.

Τους οδήγησαν ύστερα σε καθίσματα πλάι στο Φαραμίρ: βαρέλια σκεπασμένα με προβιές και αρκετά ψηλότερα από τους πάγκους των Ανθρώπων για να βολεύονται. Πριν αρχίσουν το φαγητό, ο Φαραμίρ και όλοι του οι άντρες γύρισαν και κοίταξαν τη δύση για μια στιγμή σιωπηλά. Ο Φαραμίρ έκανε νόημα στο Φρόντο και στο Σαμ να κάνουν το ίδιο.

— Έτσι κάνουμε πάντα, είπε, καθώς κάθονταν: κοιτάζουμε προς το Νούμενορ, που ήταν, και πέρα στην Ξωτικοχώρα, που είναι, και σ’ εκείνο που βρίσκεται πέρα από την Ξωτικοχώρα και θα είναι για πάντα. Εσείς δεν έχετε τέτοια συνήθεια στο φαγητό;

— Όχι, είπε ο Φρόντο, νιώθοντας παράξενα χωριάτης και αμόρφωτος. Αλλά όταν είμαστε καλεσμένοι, υποκλινόμαστε στον οικοδεσπότη μας κι όταν τελειώσουμε σηκωνόμαστε και τον ευχαριστούμε.

— Αυτό το κάνουμε κι εμείς, είπε ο Φαραμίρ.

Ύστερα από τόσον καιρό ταξίδι και παραμονή στο ύπαιθρο και τόσες μέρες στις άγριες ερημιές, το βραδινό φαγητό φάνηκε συμπόσιο στους χόμπιτ: να πίνουν χλωμό κίτρινο κρασί, δροσερό κι αρωματικό, και να τρώνε ψωμί και βούτυρο και κρέας παστό, ξηρούς καρπούς και καλό κόκκινο τυρί, με χέρια καθαρά και καθαρά μαχαίρια και πιάτα. Ούτε ο Φρόντο ούτε ο Σαμ αρνήθηκαν τίποτε από ό,τι τους προσφέρθηκε, ούτε δεύτερη ή και τρίτη ακόμα μερίδα. Το κρασί κυλούσε στις φλέβες τους και στα κουρασμένα μέλη τους κι ένιωθαν τόσο χαρούμενοι και ξένοιαστοι, όσο πριν φύγουν απ’ τη γη του Λόριεν.

Όταν όλα τελείωσαν, ο Φαραμίρ τους οδήγησε σ’ ένα βαθούλωμα στο βάθος της σπηλιάς, που ήταν μισοκλεισμένο με κουρτίνες· εκεί έφεραν μία καρέκλα και δύο σκαμνιά. Μια μικρή πήλινη λάμπα έκαιγε σε μια γωνιά.

— Μπορεί σύντομα να θελήσετε να κοιμηθείτε, είπε, και πιο πολύ ο καλός Σάμγουάιζ, που δεν ήθελε να κλείσει τα μάτια του πριν φάει -τώρα από φόβο ήταν μην του κοπεί η μεγάλη του όρεξη ή από φόβο για μένα, δεν ξέρω. Αλλά δεν είναι καλό να κοιμηθεί κανείς πολύ γρήγορα ύστερα απ’ το φαγητό και μάλιστα όταν έχει προηγηθεί νηστεία. Ας κουβεντιάσουμε για λίγο. Θα πρέπει να έχετε πολλά να πείτε για το ταξίδι σας απ’ το Σκιστό Λαγκάδι. Κι ίσως κι εσείς να θέλετε να μάθετε κάτι για μας και για τον τόπο που βρίσκεστε τώρα. Πείτε μου για τον Μπορομίρ τον αδελφό και για το γερο-Μιθραντίρ και για τον όμορφο λαό του Λοθλόριεν.

Ο Φρόντο δεν ένιωθε νυσταγμένος πια και ήταν πρόθυμος για κουβέντα. Αλλά μόλο που το φαΐ και το κρασί τον έκαναν να νιώθει άνετα, δεν είχε ξεχάσει να είναι προσεκτικός. Ο Σαμ χαμογελούσε και σιγοτραγουδούσε μόνος του, αλλά όταν ο Φρόντο άρχισε να μιλάει, στην αρχή τού ήταν αρκετό να ακούει και πότε πότε μονάχα αποτολμούσε να βγάλει κάποιο επιφώνημα συμφωνίας.