Выбрать главу

«Γιατί έτσι χωρίζουμε τους Ανθρώπους σύμφωνα με τις παραδόσεις μας και τους ονομάζουμε Υψηλούς ή Ανθρώπους της Δύσης, που ήταν οι Νουμενόριαν και τους Μεσαίους Λαούς, τους Ανθρώπους του Λυκόφωτος, όπως οι Ροχίριμ και οι όμοιοι τους που ακόμα κατοικούν μακριά στο Βοριά· και τους Αγρίους, τους Ανθρώπους της Σκοτεινιάς.

»Τώρα όμως, αν οι Ροχίριμ έχουν μοιάσει σε ορισμένα σημεία περισσότερο μ’ εμάς, έχοντας καλλιεργηθεί στις τέχνες και στην ευγένεια, το ίδιο κι εμείς έχουμε μοιάσει περισσότερο σ’ αυτούς και μετά βίας μπορούμε να διεκδικήσουμε πια τον τίτλο Υψηλοί. Έχουμε μετατραπεί σε Μεσαίους Ανθρώπους, του Λυκόφωτος, με προγονικές μνήμες όμως άλλων πραγμάτων. Γιατί, όπως και οι Ροχίριμ, τώρα αγαπούμε τον πόλεμο και την παλικαριά σαν πράγματα καλά από μόνα τους, μαζί σαν άθλημα και σκοπό· αν και ακόμα υποστηρίζουμε πως ένας πολεμιστής πρέπει να έχει περισσότερες ικανότητες και γνώσεις πέρα από την τέχνη των όπλων και του θανάτου, εκτιμούμε όμως τον πολεμιστή περισσότερο από τους ανθρώπους που κατέχουν άλλες τέχνες. Τέτοια είναι η χρεία της εποχής μας. Έτσι ήταν ακόμα κι ο αδερφός μου ο Μπορομίρ: γενναίο παλικάρι, και γι’ αυτό τον θεωρούσαν τον καλύτερο άντρα στην Γκόντορ. Κι ήταν στ’ αλήθεια πολύ γενναίος: κανένας κληρονόμος της Μίνας Τίριθ δεν ήταν τόσο σκληραγωγημένος στους κόπους, τόσο πρώτος στον πόλεμο, ούτε φυσούσε πιο δυνατά το Μεγάλο Βούκινο.

Ο Φαραμίρ αναστέναξε κι έμεινε σιωπηλός για λίγο.

— Δε λες πολλά, σ’ όλες σου τις ιστορίες, για τα Ξωτικά, κύριε, είπε ο Σαμ, βρίσκοντας ξαφνικά το θάρρος.

Είχε προσέξει πως ο Φαραμίρ έδειχνε ν’ αναφέρεται στα Ξωτικά με σεβασμό κι αυτό πολύ περισσότερο από την ευγένειά του, και το φαγητό και το ποτό, είχαν κερδίσει το σεβασμό του Σαμ και είχε καθησυχάσει τις υποψίες του.

— Και βέβαια όχι, κύριε Σάμγουάιζ, είπε ο Φαραμίρ, γιατί δεν έχω μελετήσει την ιστορία και τις παραδόσεις των Ξωτικών. Αλλά εκεί αγγίζεις κι ένα άλλο σημείο στο οποίο έχουμε αλλάξει, φθίνοντας από το Νούμενορ στη Μέση-Γη. Γιατί, όπως μπορεί να ξέρεις, αν ο Μιθραντίρ ήταν σύντροφός σας κι έχεις κουβεντιάσει με τον Έλροντ, οι Εντέν, οι Προπάτορες των Νουμενόριαν, πολέμησαν στο πλευρό των Ξωτικών στους πρώτους πολέμους και γι’ ανταμοιβή πήραν για δώρο το βασίλειο στη μέση της Θάλασσας, σε απόσταση που να είναι ορατή η Πατρίδα των Ξωτικών. Αλλά στη Μέση-γη οι Άνθρωποι και τα Ξωτικά αποξενώθηκαν την εποχή της σκοτεινιάς, με τα τεχνάσματα του Εχθρού και με τις αργόσυρτες αλλαγές του χρόνου, καθώς ο κάθε λαός ακολούθησε πιο κάτω τους χωρισμένους δρόμους τους. Οι Άνθρωποι τώρα φοβούνται και δυσπιστούν στα Ξωτικά, κι όμως ξέρουν ελάχιστα γι’ αυτά. Κι εμείς στην Γκόντορ όλο και περισσότερο εξομοιωνόμαστε με τους άλλους Ανθρώπους, όπως οι άνθρωποι του Ρόαν γιατί ακόμα κι αυτοί που είναι εχθροί του Μαύρου Άρχοντα αποφεύγουν τα Ξωτικά και μιλούν με φόβο για το Χρυσαφένιο Δάσος.

»Όμως υπάρχουν ακόμα ανάμεσά μας μερικοί που έχουν δοσοληψίες με τα Ξωτικά όταν μπορούν, και πότε πότε κάποιος θα πάει κρυφά στο Λόριεν, αλλά σπάνια ξαναγυρίζει. Όχι εγώ. Γιατί το θεωρώ επικίνδυνο τώρα για ένα θνητό άνθρωπο ν’ αναζητήσει με τη θέληση του τον Αρχαιότερο Λαό. Σας ζηλεύω, όμως, που μιλήσατε με τη Λευκή Κυρία.

— Η Κυρία του Λόριεν! Η Γκαλάντριελ! φώναξε ο Σαμ. Θα ’πρεπε να τη δεις, στ’ αλήθεια θα ’πρεπε, κύριε. Εγώ είμαι ένας χόμπιτ μονάχα και στην πατρίδα μου η δουλειά μου είναι η κηπουρική, κύριε, αν με καταλαβαίνεις, και δεν είμαι καλός στα ποιήματα — δεν ξέρω να φτιάχνω: εκτός από κανένα κωμικό στιχάκι, ίσως, πότε πότε, ξέρεις, αλλά όχι πραγματικά ποιήματα — κι έτσι δεν μπορώ να σου πω τι εννοώ. Πρέπει να το κάνουν τραγούδι. Θα πρέπει να βρεις το Γοργοπόδαρο, δηλαδή τον Άραγκορν, ή το γερο-κύριο Μπίλμπο, γι’ αυτό. Μα πολύ θα το ’θελα να μπορούσα να φτιάξω ένα τραγούδι γι’ αυτήν. Πεντάμορφη είναι, κύριε! Όμορφη! Μερικές φορές σαν μεγάλο ανθισμένο δέντρο, μερικές φορές σαν άσπρο ασφοδέλι, μικρή και βεργολυγερή. Σκληρή σαν το διαμάντι κι απαλή σαν το φως του φεγγαριού. Ζεστή σαν ηλιαχτίδα, παγωμένη σαν την πάχνη στ’ άστρα. Περήφανη κι απόμακρη σαν χιονισμένο βουνό και γελαστή σαν κοριτσόπουλο με μαργαρίτες στα μαλλιά την άνοιξη. Μα όλ’ αυτά είναι ανοησίες και δε φτάνουν να την περιγράψουν.