— Τότε, θα πρέπει να ’ναι στ’ αλήθεια όμορφη, είπε ο Φαραμίρ. Επικίνδυνα όμορφη.
— Δεν ξέρω για το επικίνδυνα, είπε ο Σαμ. Μου φαίνεται πως ο καθένας παίρνει τον κίνδυνό του μαζί στο Λόριεν και τον βρίσκει εκεί, γιατί τον έχει ο ίδιος φέρει. Αλλά ίσως μπορεί να την πεις επικίνδυνη, γιατί είναι δυνατή από μόνη της. Μπορεί να τσακιστείς πάνω της σαν καράβι στα βράχια ή να πνιγείς σαν χόμπιτ στο ποτάμι. Αλλά ούτε τα βράχια ούτε το ποτάμι θα φταίνε. Τώρα ο Μπορο...
Σταμάτησε κι έγινε κατακόκκινος.
— Ναι; Τώρα ο Μπορομίρ θα ’λεγες; είπε ο Φαραμίρ. Τι θα ’λεγες; Έφερε τον κίνδυνο μαζί του;
— Μάλιστα, κύριε, με το συμπάθιο, κι ο αδερφός σου ήταν σπουδαίος άνθρωπος, αν επιτρέπεται να το πω. Αλλά το είχες μισοκαταλάβει απ’ την αρχή. Εγώ τώρα παρακολουθούσα τον Μπορομίρ και τον άκουγα, απ’ το Σκιστό Λαγκάδι σ’ όλον το δρόμο — εγώ φρόντιζα τον κύριό μου, όπως καταλαβαίνεις, και δεν ήθελα το κακό του Μπορομίρ — και είναι η γνώμη μου πως για πρώτη φορά στο Λόριεν είδε καθαρά αυτό που εγώ είχα μαντέψει νωρίτερα: τι ήθελε. Απ’ την πρώτη στιγμή που το είδε, το ήθελε το Δαχτυλίδι του Εχθρού!
— Σαμ! ξεφώνισε ο Φρόντο κεραυνόπλητκος. Είχε απορροφηθεί στις σκέψεις του για λίγο και βγήκε απ’ αυτές απότομα και πολύ αργά.
— Τρομάρα μου! είπε ο Σαμ πανιάζοντας κι ύστερα κοκκινίζοντας. Να ’μαι πάλι! Όποτε ανοίγεις το μεγάλο σου το στόμα πάντα θάλασσα τα κάνεις, μου έλεγε ο Γέρος, και με το δίκιο του. Αχ, τι έκανα!
»Τώρα για κοίτα δω, κύριε!
Στράφηκε και αντιμετώπισε το Φαραμίρ μ’ όσο θάρρος μπόρεσε να μαζέψει.
Μην πας να εκμεταλλευτείς τον κύριό μου, επειδή ο υπηρέτης του είναι χειρότερος κι από χαζό. Μίλησες πολύ όμορφα απ’ την αρχή, μ’ έκανες να ξεχαστώ, μιλώντας για Ξωτικά και τα παρόμοια. Αλλά καλός αυτός που μ’ έργα τ’ αποδείχνει, όπως λέμε. Τώρα είναι η ευκαιρία ν’ αποδείξεις την αξία σου.
— Έτσι φαίνεται, είπε ο Φαραμίρ, αργά και πολύ σιγανά, μ’ ένα παράξενο χαμόγελο. Ώστε, αυτή είναι η λύση όλων των γρίφων. Το Ένα Δαχτυλίδι, που πιστεύαμε πως είχε χαθεί απ’ τον κόσμο. Κι ο Μπορομίρ προσπάθησε να το πάρει με τη βία; Κι εσείς ξεφύγατε; Και ήρθατε τρέχοντας όλον το δρόμο — σ’ εμένα! Κι εδώ στην ερημιά σάς έχω στο χέρι: δυο μικρούληδες κι ένα σωρό άντρες στις διαταγές μου, και το Δαχτυλίδι των Δαχτυλιδιών. Τύχη βουνό! Ευκαιρία για το Φαραμίρ, τον Καπετάνιο της Γκόντορ, να δείξει την αξία του! Χα!
Σηκώθηκε όρθιος, πανύψηλος και αυστηρός, με γκρίζα μάτια αστραφτερά.
Ο Φρόντο κι ο Σαμ πετάχτηκαν απ’ τα σκαμνιά τους και στάθηκαν πλάι πλάι με την πλάτη στον τοίχο, ψάχνοντας για τη λαβή του σπαθιού τους. Έπεσε σιωπή. Όλοι οι άντρες στη σπηλιά έπαψαν να μιλούν και κοίταξαν προς το μέρος τους απορημένοι. Αλλά ο Φαραμίρ κάθισε πάλι στην καρέκλα του κι άρχισε να γελάει σιγανά κι ύστερα απότομα σοβαρεύτηκε πάλι.
— Αλίμονο για τον Μπορομίρ! Παραήταν σκληρή η δοκιμασία! είπε. Πόσο μου μεγαλώσατε τον πόνο, εσείς οι δυο ξένοι στρατοκόποι απ’ τη μακρινή χώρα, που κουβαλάτε το θανάσιμο κίνδυνο των Ανθρώπων! Αλλά μπορείτε λιγότερο να κρίνετε τους Ανθρώπους απ’ ό,τι εγώ τ’ Ανθρωπάκια. Εμείς, οι άντρες της Γκόντορ, λέμε πάντα την αλήθεια. Σπάνια περηφανευόμαστε για κάτι, μα ύστερα το κάνουμε έστω κι αν πεθάνουμε προσπαθώντας. Εγώ δε θα το ’παιρνα, ακόμα κι αν το ’βρισκα πεταμένο στο δρόμο, είπα. Ακόμα κι αν ήμουν τέτοιος άνθρωπος που να το επιθυμούσα αυτό το πράγμα, και ακόμα κι αν δεν ήξερα καθαρά τι ήταν αυτό το πράγμα όταν μίλησα, όμως θα θεωρούσα εκείνα τα λόγια όρκο και θα δεσμευόμουν απ’ αυτά.
»Αλλά εγώ δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Ή είμαι αρκετά συνετός, ώστε να ξέρω πως υπάρχουν μερικοί κίνδυνοι που μπροστά τους ο άνθρωπος πρέπει να το βάζει στα πόδια. Ησυχάστε! Και παρηγορήσου, Σάμγουάιζ. Αν σου φαίνεται πως σκόνταψες, σκέψου πως ήταν μοιραίο να γίνει έτσι. Η καρδιά σου είναι έξυπνη και πιστή, και είδε πιο καθαρά απ’ τα μάτια σου. Γιατί, όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, ήταν ασφαλές να μου το πεις αυτό. Μπορεί ακόμα να βοηθήσει τον κύριο που αγαπάς. Θα του βγει σε καλό, αν εξαρτάται από μένα. Γι’ αυτό παρηγορήσου. Όμως, μην το ξαναπείς με τ’ όνομά του αυτό δυνατά. Μια φορά φτάνει.
Οι χόμπιτ ξαναγύρισαν στις θέσεις τους και κάθισαν πολύ ήσυχοι. Οι άντρες ξαναγύρισαν στο πιοτό και στις κουβέντες τους, βλέποντας πως ο καπετάνιος τους έκανε κάποιο αστείο με τους μικρούς ξένους, που τώρα τελείωσε.