Выбрать главу

— Λοιπόν, Φρόντο, τώρα επιτέλους καταλαβαίνει ο ένας τον άλλο, είπε ο Φαραμίρ. Αν ανέλαβες εσύ αυτό το πράγμα, δίχως να το θέλεις, επειδή σου το ζήτησαν άλλοι, τότε έχεις τη λύπηση μου και την εκτίμησή μου. Και σε θαυμάζω: να το κρατάς κρυμμένο και να μην το χρησιμοποιείς. Είσαστε καινούριος λαός και νέος κόσμος για μένα. Είναι όλοι οι δικοί σας έτσι, σαν κι εσάς; Η χώρα σας θα πρέπει να είναι τόπος ειρήνης και αυτάρκειας και εκεί οι κηπουροί θα πρέπει να χαίρουν μεγάλης εκτιμήσεως.

— Δεν είναι όλα καθώς πρέπει εκεί, είπε ο Φρόντο, αλλά οπωσδήποτε τους κηπουρούς τους τιμούμε.

— Αλλά κι ο κόσμος θα πρέπει να Βαριέται εκεί, ακόμα και στους κήπους τους, όπως όλα τα πλάσματα κάτω από τον Ήλιο τούτου του κόσμου. Και εσείς βρίσκεστε μακριά απ’ την πατρίδα σας, κατάκοποι απ’ τους δρόμους. Φτάνει γι’ απόψε. Κοιμηθείτε, και οι δυο σας -ειρηνικά, αν μπορείτε. Μη φοβάστε! Δε θέλω να το δω, ούτε να το αγγίξω, ούτε να μάθω περισσότερα γι’ αυτό απ’ όσα ξέρω (που είναι αρκετά), μην τυχόν κι ο κίνδυνος με παραφυλάξει και πέσω πιο χαμηλά στη δοκιμασία απ’ ό,τι ο Φρόντο ο γιος του Ντρόγκο. Πηγαίνετε τώρα να ξεκουραστείτε — αλλά πρώτα πείτε μου μονάχα, αν θέλετε, προς τα πού θέλετε να πάτε και τι να κάνετε. Γιατί εγώ πρέπει να μείνω ξάγρυπνος και να περιμένω και να σκεφτώ. Η ώρα περνάει. Το πρωί πρέπει να πάμε γρήγορα ο καθένας μας στο δικό του ορισμένο δρόμο.

Ο Φρόντο ένιωσε να τρέμει καθώς το πρώτο σοκ του τρόμου πέρασε. Τώρα μια απέραντη κούραση τον τύλιξε σαν σύννεφο. Δεν μπορούσε πια ούτε να υποκριθεί ούτε να αντισταθεί.

— Έψαχνα να βρω δρόμο να μπω στη Μόρντορ, είπε ξέψυχα. Πήγαινα στο Γκόργκοροθ. Πρέπει να βρω το Βουνό της Φωτιάς και να το ρίξω στο βάραθρο του Χαμού. Έτσι είπε ο Γκάνταλφ. Εγώ δε νομίζω πως θα φτάσω ποτέ εκεί.

Ο Φαραμίρ τον κοίταξε για μια στιγμή σοβαρά με βλέμμα κατάπληκτο. Ύστερα ξαφνικά τον έπιασε καθώς ταλαντευόταν και, σηκώνοντάς τον απαλά, τον πήγε στο κρεβάτι, τον ξάπλωσε και τον σκέπασε ζεστά. Αυτός αμέσως αποκοιμήθηκε βαθιά.

Έβαλαν ένα άλλο κρεβάτι δίπλα για τον υπηρέτη του. Ο Σαμ δίστασε για μια στιγμή κι ύστερα, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση:

— Καληνύχτα, Καπετάνιε, κύριέ μου, είπε. Το ριψοκινδύνευσες, κύριε.

— Αλήθεια; είπε ο Φαραμίρ.

— Ναι, κύριε, κι έδειξες την αξία σου: από τις πιο μεγάλες. Ο Φαραμίρ χαμογέλασε:

— Είσαι λίγο θρασύς υπηρέτης, κύριε Σάμγουάιζ. Όμως, όχι: ο έπαινος από μέρους των αξιέπαινων είναι πάνω απ’ όλες τις αμοιβές. Όμως, δεν υπάρχει τίποτα για να το παινέψεις. Δεν μπήκα ούτε στον πειρασμό ούτε στην επιθυμία να πράξω διαφορετικά απ’ ό,τι έπραξα.

— Και, λοιπόν, κύριε, είπε ο Σαμ, είπες πως ο κύριός μου έχει αέρα ξωτικό· κι αυτό ήταν καλό κι αληθινό. Αλλά μπορώ κι εγώ να πω αυτό: έχεις κι εσύ έναν αέρα, κύριε, που μου θυμίζει τον, τον... τον Γκάνταλφ, τους μάγους.

— Μπορεί, είπε ο Φαραμίρ. Μπορεί να διακρίνεις από μακριά τον αέρα του Νούμενορ. Καληνύχτα!

Κεφάλαιο VI

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΛΙΜΝΗ

Ο Φρόντο ξύπνησε και βρήκε το Φαραμίρ σκυμμένο από πάνω του. Για μια στιγμή τον έπιασαν οι παλιοί του φόβοι, ανασηκώθηκε και μαζεύτηκε φοβισμένος.

— Δεν υπάρχει τίποτα να φοβηθείς, είπε ο Φαραμίρ.

— Ξημέρωσε κιόλας; είπε ο Φρόντο και χασμουρήθηκε.

— Όχι ακόμα, αλλά η νύχτα πλησιάζει στο τέλος της και η πανσέληνος πάει να δύσει. Θέλεις νά ’ρθεις να τη δεις; Υπάρχει ακόμα και κάτι άλλο, που θα ’θελα τη συμβουλή σου. Λυπάμαι που σε σηκώνω από τον ύπνο σου, αλλά θά ’ρθεις;

— Θά ’ρθω, είπε ο Φρόντο, και σηκώθηκε, αναρριγώντας λιγάκι καθώς άφησε τη ζεστή κουβέρτα και τις γούνες.

Ήταν παγωνιά στη σπηλιά με δίχως φωτιά. Ο θόρυβος του νερού ήταν δυνατός στη σιγαλιά. Φόρεσε το μανδύα του κι ακολούθησε το Φαραμίρ.

Ο Σαμ, ξυπνώντας ξαφνικά λες κι από κάποιο ένστικτο, είδε πρώτα το άδειο κρεβάτι του κυρίου του και πετάχτηκε όρθιος. Ύστερα είδε δυο σκοτεινές μορφές, το Φρόντο κι έναν άνθρωπο, στο πλαίσιο της καμάρας, που τώρα ήταν γεμάτη μ’ ένα χλωμό άσπρο φως. Τους ακολούθησε βιαστικά, περνώντας τις σειρές των αντρών που κοιμόνταν σε στρώματα δίπλα στον τοίχο. Καθώς πέρασε την είσοδο της σπηλιάς είδε πως η Κουρτίνα τώρα είχε γίνει ένα εκθαμβωτικό πέπλο από μετάξι, μαργαριτάρια κι ασημένια κλωστή: φεγγαροσταλακτίτες που έλιωναν. Δε στάθηκε όμως να τη θαυμάσει, αλλά στρίβοντας ακολούθησε τον κύριό του απ’ τη στενή πόρτα στον τοίχο της σπηλιάς.

Στην αρχή πέρασαν ένα σκοτεινό διάδρομο, ύστερα ανέβηκαν πολλά υγρά σκαλοπάτια κι έτσι έφτασαν σ’ ένα μικρό πλατύσκαλο σκαμμένο στο βράχο και φωτισμένο απ’ το χλωμό ουρανό, που θαμπόφεγγε ψηλά μέσα από ένα μακρύ και ψηλό φωταγωγό. Από κει ξεκινούσαν δυο σκάλες· η μία συνέχιζε, όπως φαίνεται, προς τα πάνω στην ψηλή όχθη του ποταμιού· και η άλλη έστριβε αριστερά. Αυτή και ακολούθησαν. Ανέβαινε περιστροφικά σαν σκάλα πυργίσκου.