Выбрать главу

— Υπάρχουν δύο απαντήσεις, νομίζω, είπε ο Φρόντο. Πρώτα πρώτα ξέρει ελάχιστα για τους Ανθρώπους, και, μόλο που είναι παμπόνηρο, το καταφύγιο σας είναι τόσο καλά κρυμμένο, που μπορεί και να μην ξέρει πως υπάρχουν Άνθρωποι κρυμμένοι εδώ. Και κατά δεύτερο λόγο, νομίζω πως εκείνο που το τράβηξε εδώ ήταν μια πανίσχυρη επιθυμία, πιο δυνατή από τις επιφυλάξεις του.

— Το τράβηξε ως εδώ, λες; είπε ο Φαραμίρ χαμηλόφωνα. Μπορεί, ξέρει, λοιπόν, για το φορτίο σου;

— Μα, φυσικά, το ξέρει. Το κουβαλούσε κι αυτό για πολλά χρόνια.

— Το κουβαλούσε αυτό το πλάσμα; είπε ο Φαραμίρ, ανασαίνοντας απότομα από την έκπληξή του. Αυτή η υπόθεση όλο και μπερδεύεται με καινούριους γρίφους. Δηλαδή, το κυνηγάει;

— Ίσως. Του είναι πολύτιμο. Αλλά δεν εννοούσα αυτό.

— Τότε, τι γυρεύει το πλάσμα αυτό;

— Ψάρια, είπε ο Φρόντο. Κοίταξε!

Τέντωσαν τα μάτια τους και κοίταξαν κάτω στη σκοτεινή λίμνη. Ένα μικρό μαύρο κεφάλι φάνηκε στην πέρα άκρη της λίμνης, μόλις έξω απ’ τη βαθιά σκιά των βράχων. Φάνηκε μια γρήγορη ασημένια λάμψη κι ένα στροβίλισμα από μικρά κυματάκια. Κολύμπησε στην άκρη κι ύστερα με θαυμαστή ευκινησία μια βατραχίσια σιλουέτα βγήκε απ’ το νερό και σκαρφάλωσε στην όχθη. Αμέσως στρώθηκε χάμω κι άρχισε να μασουλάει ένα μικρό ασημένιο πράγμα που γυάλιζε καθώς γύριζε: οι τελευταίες ακτίνες του φεγγαριού έπεφταν τώρα πίσω απ’ τον πέτρινο τοίχο στην άκρη της λιμνούλας.

Ο Φαραμίρ γέλασε σιγανά.

— Ψάρια! είπε. Αυτή η πείνα είναι λιγότερο επικίνδυνη. Μπορεί όμως και όχι: τα ψάρια απ’ τη λίμνη του Χένεθ Άνουν μπορεί να του στοιχίσουν ό,τι έχει και δεν έχει.

— Το ’χω τώρα καλά σημαδεμένο, είπε ο Άνμπορν. Να μην του ρίξω, Καπετάνιε; Ο νόμος μας είναι θάνατος για όσους έρχονται απρόσκλητοι σ’ αυτό το μέρος.

— Περίμενε, Άνμπορν, είπε ο Φαραμίρ. Αυτή η υπόθεση είναι πιο δύσκολη απ’ ό,τι φαίνεται. Τι έχεις να πεις τώρα, Φρόντο; Γιατί πρέπει να χαριστούμε;

— Το πλάσμα αυτό είναι δύστυχο και πεινασμένο, είπε ο Φρόντο, και ανίδεο για τον κίνδυνο που διατρέχει. Και ο Γκάνταλφ, ο δικός σας Μιθραντίρ, θα σας είχε πει να μην το σκοτώσετε γι’ αυτόν το λόγο, και γι’ άλλους ακόμα. Απαγόρευσε στα Ξωτικά να το κάνουν. Δεν καλοξέρω το γιατί, και αυτά που μαντεύω δεν μπορώ να τα πω ξεκάθαρα εδώ. Αλλ’ αυτό το πλάσμα είναι με κάποιον τρόπο δεμένο με την αποστολή μου. Μέχρι που μας Βρήκες και μας πήρες ήταν ο οδηγός μου.

— Ο οδηγός σου! είπε ο Φαραμίρ. Η υπόθεση γίνεται όλο και πιο παράξενη. Πολλά θα ’κανα για σένα, Φρόντο, όχι όμως κι αυτό: ν’ αφήσω τούτο τον παμπόνηρο αλήτη να φύγει ελεύθερος όπως θέλει από δω, για να σε συναντήσει αργότερα, αν θέλει, ή να τον πιάσουν οι Ορκ και να πει όλα όσα ξέρει κάτω απ’ την απειλή Βασανιστηρίων. Πρέπει ή να το σκοτώσουμε ή να το πιάσουμε. Να το σκοτώσουμε, αν δεν το πιάσουμε πολύ γρήγορα. Αλλά πώς μπορούμε να πιάσουμε αυτό το γλιστερό πλάσμα με τα πολλά προσωπεία, αν δεν του ρίξουμε με το τόξο;

— Άσε με να πάω κάτω σιγά σιγά κοντά του, είπε ο Φρόντο. Εσείς μπορείτε να έχετε έτοιμα τα τόξα σας και να σκοτώσετε εμένα τουλάχιστον, αν αποτύχω. Εγώ δε θα το βάλω στα πόδια.

— Πήγαινε τότε και κάνε γρήγορα! είπε ο Φαραμίρ. Αν τη γλιτώσει ζωντανό, θα πρέπει να γίνει πιστός σου υπηρέτης ως το τέλος της δυστυχισμένης του ζωής. Οδήγησε το Φρόντο κάτω στην όχθη, Άνμπορν, και πήγαινε σιγανά. Το πλάσμα έχει μύτη κι αυτιά. Δώσ’ μου το τόξο σου.

Ο Άνμπορν γρύλισε και τον οδήγησε να κατεβεί την περιστροφική σκάλα ως το πλατύσκαλο κι ύστερα ανέβηκαν την άλλη σκάλα, ώσπου τέλος έφτασαν σ’ ένα στενό άνοιγμα κρυμμένο πίσω από πυκνούς θάμνους. Περνώντας το σιωπηλά ο Φρόντο βρέθηκε στη νότια όχθη της λίμνης. Τώρα ήταν σκοτάδι και οι καταρράκτες ήταν χλωμοί και γκρίζοι, αντανακλώντας μόνο το φεγγαρόφωτο που απόμενε στο δυτικό ουρανό. Δεν μπορούσε να δει το Γκόλουμ. Προχώρησε μπροστά για λίγο κι ο Άνμπορν ήρθε αθόρυβα πίσω του.

—  Προχώρησε! ανάσανε στ’ αυτί του Φρόντο. Πρόσεχε δεξιά σου. Αν πέσεις στη λίμνη, κανένας, εκτός απ’ το φίλο σου τον ψαρά, δεν μπορ να σε βοηθήσει. Και μην ξεχνάς πως οι τοξότες είναι εδώ κοντά, ακόμα κι αν δεν τους βλέπεις.

Ο Φρόντο άρχισε να σέρνεται μπροστά, χρησιμοποιώντας τα χέρια του σαν το Γκόλουμ για να ψηλαφίζει το δρόμο του και να κρατά την ισορροπία του. Τα βράχια ήταν γενικώς επίπεδα και λεία, αλλά γλιστρούσαν. Σταμάτησε κι αφουγκράστηκε. Στην αρχή δεν μπορούσε ν’ ακούσει άλλο θόρυβο εκτός απ’ την ασταμάτητη ορμή του καταρράκτη πίσω του. Ύστερα σε λίγο άκουσε, όχι πολύ μακριά μπροστά του, ένα σφυριχτό μουρμουρητό.