— Ψψάρι, ωραίο ψψάρι. Το Άσπρο Πρόσωπο εξαφανίστηκε, πολύτιμό μου, επιτέλους, ναι. Τώρα μπορούμε να φάμε ψάρι με την ησυχία μας. Όχι, όχι με την ησυχία μας, πολύτιμο. Γιατί το Πολύτιμο χάθηκε· ναι, χάθηκε. Βρομο-χόμπιτ, παλιο-χόμπιτ. Έφυγαν και μας παράτησαν, γκόλουμ· και το Πολύτιμο πάει. Μόνο ο φτωχός ο Σμήγκολ ολομόναχος. Όχι, Πολύτιμο. Απαίσιοι Άνθρωποι θα το πάρουν, θα κλέψουν το Πολύτιμό μου. Κλέφτες. Τους μισούμε. Ψψάρι, ωραίο ψψάρι. Μας δυναμώνει. Ζωηρεύει τα μάτια μας, τα δάχτυλά μας, ναι. Θα τους πνίξουμε, πολύτιμο. Θα τους πνίξουμε όλους, ναι, αν βρούμε ευκαιρία. Ωραίο ψψάρι. Ωραίο ψψάρι!
Έτσι συνέχιζε, σχεδόν τόσο ασταμάτητα, όσο και ο καταρράκτης, με μόνη διακοπή ένα αμυδρό θόρυβο από σάλια και γουργουρητά. Ο Φρόντο ανατρίχιασε ακούγοντας με λύπηση και αηδία. Ευχόταν να σταματούσε και να μη χρειαζόταν ποτέ να ξανακούσει αυτή τη φωνή. Ο Άνμπορν δε βρισκόταν πολύ πιο πίσω. Μπορούσε να συρθεί πίσω και να του πει να βάλει τους τοξότες να ρίξουν. Ήταν σχεδόν σίγουρο πως θα μπορούσαν να πλησιάσουν αρκετά, όσο που το Γκόλουμ έτρωγε με τόση βουλιμία και δεν πρόσεχε πολύ. Έφτανε μόνο μια καίρια σαϊτιά και ο Φρόντο θα απαλλασσόταν απ’ αυτή την άθλια φωνή μια για πάντα. Όμως όχι, το Γκόλουμ είχε τώρα δικαιώματα. Ο υπηρέτης έχει δικαιώματα στον αφέντη του για τις υπηρεσίες του, ακόμα κι αν είναι υπηρεσίες που τις υπαγορεύει ο φόβος. Θα είχαν βουλιάξει στους Βάλτους των Νεκρών, αν δεν ήταν το Γκόλουμ. Κι ο Φρόντο επίσης, κάπως, ήξερε ολοκάθαρα πως ο Γκάνταλφ δε θα το ήθελε.
— Σμήγκολ! είπε μαλακά.
— Ψψάρι, ωραίο ψψάρι, είπε η φωνή.
— Σμήγκολ! είπε λίγο πιο δυνατά. Η φωνή σταμάτησε.
— Σμήγκολ ο Αφέντης ήρθε και σε γυρεύει. Ο Αφέντης είναι εδώ. Έλα, Σμήγκολ!
Καμιά απάντηση, εκτός από ένα σιγαλό σφύριγμα, λες και πήρε μια ανάσα και την κράτησε.
— Έλα, Σμήγκολ! είπε ο Φρόντο. Κινδυνεύουμε. Οι Άνθρωποι θα σε σκοτώσουν, αν σε βρουν εδώ. Έλα γρήγορα, αν θέλεις να γλιτώσεις το θάνατο. Έλα στον Αφέντη!
— Όχι! είπε η φωνή. Όχι καλός Αφέντης. Αφήνει τον κακομοίρη το Σμήγκολ και πάει με καινούριους φίλους. Ο Αφέντης να περιμένει. Ο Σμήγκολ δεν έχει τελειώσει.
— Δεν έχουμε καιρό, είπε ο Φρόντο. Πάρε μαζί σου τα ψάρια. Έλα!
— Όχι! Πρέπει να τελειώσω τα ψάρια.
— Σμήγκολ! είπε ο Φρόντο απελπισμένα. Το Πολύτιμο θα θυμώσει. Θα πάρω το Πολύτιμο και θα πω; κάνε τον να καταπιεί τα κόκαλα και να πνιγεί. Να μη βάλει ψάρι στο στόμα του ξανά. Έλα, το Πολύτιμο περιμένει!
Ακούστηκε ένα οξύ σφύριγμα. Σε λίγο μέσ’ απ’ το σκοτάδι ήρθε το Γκόλουμ στα τέσσερα, σαν φταίχτης σκύλος που του φωνάζουν να ησυχάσει. Είχε ένα μισοφαγωμένο ψάρι στο στόμα του κι άλλο ένα στο χέρι του. Ήρθε κοντά στο Φρόντο, μύτη με μύτη σχεδόν, και τον οσμίστηκε. Τα χλωμά μάτια του έλαμπαν. Ύστερα έβγαλε το ψάρι από το στόμα του και ορθώθηκε.
— Καλός Αφέντης! ψιθύρισε. Καλός χόμπιτ, γύρισε πίσω στο φτωχό το Σμήγκολ. Ο καλός ο Σμήγκολ έρχεται. Τώρα πάμε, πάμε γρήγορα, ναι. Μέσ’ από τα δέντρα, όσο που τα Πρόσωπα είναι σκοτεινά. Ναι, έλα, πάμε!
— Ναι, θα πάμε σε λίγο, είπε ο Φρόντο. Αλλά όχι αμέσως. Θά ’ρθω μαζί σου, όπως το υποσχέθηκα. Σ’ το υπόσχομαι ξανά. Αλλά όχι τώρα. Δεν είσαι ασφαλής ακόμα. Εγώ θα σε σώσω, αλλά εσύ πρέπει να μ’ εμπιστευτείς.
— Πρέπει να εμπιστευτούμε τον Αφέντη; είπε το Γκόλουμ με αμφιβολία. Γιατί; Γιατί να μη φύγουμε αμέσως; Πού είναι ο άλλος, ο γκρινιάρης, ο αγενής χόμπιτ; Πού είναι;
— Εκεί πέρα πάνω, είπε ο Φρόντο, δείχνοντας τον καταρράκτη— Δε φεύγω χωρίς αυτόν. Πρέπει να πάμε να τον βρούμε.
Η καρδιά του βάρυνε. Η πράξη του έμοιαζε πάρα πολύ με απάτη. Δε φοβόταν αληθινά πως ο Φαραμίρ θα άφηνε να σκοτώσουν το Γκόλουμ, αλλά κατά πάσα πιθανότητα θα το αιχμαλώτιζε και θα το έδενε· και σίγουρα αυτό που έκανε ο Φρόντο θα φαινόταν σαν προδοσία στο φτωχό και δολερό τούτο πλάσμα. Το πιο πιθανό ήταν πως θα ήταν αδύνατο να το κάνει ποτέ να καταλάβει ή να πιστέψει πως ο Φρόντο του είχε σώσει τη ζωή με το μόνο τρόπο που μπορούσε. Τι άλλο μπορούσε να κάνει; — για να διατηρήσει την εμπιστοσύνη, όσο πιο πολύ μπορούσε, και με τις δύο πλευρές.
— Έλα! είπε. Ειδαλλιώς το Πολύτιμο θα θυμώσει. Πάμε πίσω τώρα, πάνω. Προχώρησε, προχώρησε, εσύ πρώτος!
Το Γκόλουμ σύρθηκε μπροστά άκρη άκρη στην όχθη, ρουθουνίζοντας και υποψιασμένο. Γρήγορα σταμάτησε και σήκωσε το κεφάλι του.
— Κάτι είναι εκεί πέρα! είπε. Όχι χόμπιτ.
Ξαφνικά γύρισε πίσω. Ένα πράσινο φως τρεμόσβηνε στα πεταγμένα του μάτια.