Выбрать главу

— Αφέντηςς, αφέντηςς! σφύριξε. Κακόςς! Προδότηςς! Ψεύτηςς! Έφτυσε κι άπλωσε τα μακριά του χέρια με τα άσπρα κροταλιστά δάχτυλα.

Εκείνη τη στιγμή η μεγάλη μαύρη σιλουέτα του Άνμπορν ορθώθηκε από πίσω του και του όρμησε. Ένα μεγάλο δυνατό χέρι το άρπαξε από το σβέρκο και το ακινητοποίησε. Γύρισε σαν αστραπή, όπως ήταν όλο μούσκεμα και όλο γλίτσα, στριφογυρίζοντας σαν χέλι, δαγκώνοντας και γρατσουνώντας σαν γατί. Αλλά δυο ακόμα άντρες ήρθαν απ’ τις σκιές.

— Ήσυχα! είπε ένας. Ειδαλλιώς, θα σε καρφώσουμε με τόσες βελόνες, όσες έχει ο σκαντζόχοιρος. Κάτσε ήσυχα!

Το Γκόλουμ χαλάρωσε κι άρχισε να κλαψουρίζει και να κλαίει. Το έδεσαν, όχι και πολύ ευγενικά.

— Σιγά, σιγά! είπε ο Φρόντο. Δεν έχει τη δύναμή σας. Μην το πονάτε, αν μπορείτε να το αποφύγετε. Θα καθίσει πιο ήσυχα έτσι. Σμήγκολ! Δε θα σου κάνουν κακό. Εγώ θα έρθω μαζί σου και δε θα πάθεις τίποτα. Εκτός και σκοτώσουν κι εμένα. Εμπιστέψου τον Αφέντη!

Το Γκόλουμ γύρισε και τον έφτυσε. Οι άντρες το σήκωσαν, του φόρεσαν μια κουκούλα στα μάτια και το πήραν.

Ο Φρόντο τους ακολούθησε νιώθοντας πολύ άσχημα. Πέρασαν το άνοιγμα πίσω από τους θάμνους και γύρισαν, περνώντας απ’ τις σκάλες και τους διαδρόμους, στη σπηλιά. Δυο τρεις δάδες ήταν αναμμένες. Οι άντρες ξυπνούσαν. Ο Σαμ ήταν εκεί κι έριξε μια αλλόκοτη ματιά στον πλαδαρό μπόγο που κουβαλούσαν οι άντρες.

— Το ’πιασες; είπε στο Φρόντο.

— Ναι. Δηλαδή, όχι, δεν το ’πιασα εγώ. Ήρθε σε μένα, γιατί φοβάμαι πως μ’ εμπιστεύτηκε στην αρχή. Δεν ήθελα να το δέσουν έτσι. Ελπίζω πως όλα θα πάνε καλά· αλλά δε μου αρέσει καθόλου όλη αυτή η υπόθεση.

— Το ίδιο κι εμένα, είπε ο Σαμ. Και ποτέ τίποτα δε θα ’ναι εντάξει, όπου βρίσκεται αυτό το άθλιο υποκείμενο.

Ένας άντρας ήρθε κι έκανε νόημα στους χόμπιτ και τους οδήγησε στο βαθούλωμα στο πίσω μέρος της σπηλιάς. Ο Φαραμίρ καθόταν στην καρέκλα του και η λάμπα στην κόγχη πάνω απ’ το κεφάλι του ήταν πάλι αναμμένη. Τους έκανε νόημα να καθίσουν στα σκαμνιά δίπλα του.

— Φέρτε κρασί για τους ξένους, είπε. Και φέρτε μου τον αιχμάλωτο.

Το κρασί ήρθε κι ύστερα έφτασε ο Άνμπορν κουβαλώντας το Γκόλουμ. Έβγαλε την κουκούλα απ’ το κεφάλι του Γκόλουμ και το ’στησε στα πόδια του και στάθηκε πίσω του για να το υποστηρίξει. Το Γκόλουμ ανοιγόκλεισε τα μάτια του, σκεπάζοντας την κακία τους με τα χλωμά βαριά τους βλέφαρα. Είχε την όψη ενός πολύ άθλιου πλάσματος, έτσι που έσταζε μουσκεμένο, θρομώντας ψαρίλα (κρατούσε ακόμα ένα ψάρι στο χέρι του)· τα λιγοστά μαλλιά του κρέμονταν σαν μισοσαπισμένα βρομόχορτα πάνω στο σκελετωμένο μέτωπό του και η μύτη του έτρεχε.

— Λύστε μας! Λύστε μας! είπε. Το σκοινί μάς κόβει, ναι, μας κόβει, και δεν κάναμε τίποτα.

— Τίποτα; είπε ο Φαραμίρ, κοιτάζοντας το εξαθλιωμένο πλάσμα με ματιά κοφτερή, αλλά δίχως καμιά έκφραση στο πρόσωπο του, ούτε θυμού ούτε οίκτου ούτε απορίας. Τίποτα; Δεν έχεις ποτέ σου κάνει τίποτα που να του αξίζει δέσιμο ή χειρότερη τιμωρία; Όμως, ευτυχώς, δεν είναι δικό μου έργο να σε κρίνω. Αλλά απόψε ήρθες κάπου που πληρώνεται με θάνατο. Τα ψάρια της λίμνης κοστίζουν πανάκριβα. Το Γκόλουμ πέταξε το ψάρι από το χέρι του.

— Δε θέλω ψάρι, είπε.

— Η τιμή δεν είναι των ψαριών, είπε ο Φαραμίρ. Και μόνο να έρθεις εδώ και να κοιτάξεις τη λίμνη τιμωρείται με θάνατο. Ως τώρα σου έχω χαρίσει τη ζωή, γιατί με παρακάλεσε ο Φρόντο εδώ, που λέει πως απ’ αυτόν τουλάχιστο σου αξίζουν μερικές ευχαριστίες. Πρέπει όμως να ικανοποιήσεις κι εμένα. Πώς σε λένε; Από πού έρχεσαι; Πού πας; Τι δουλειά έχεις;

— Χαθήκαμε, είπε το Γκόλουμ. Όχι όνομα, όχι δουλειά, όχι Πολύτιμο, τίποτα. Άδειοι μονάχα. Μονάχα πεινασμένοι· ναι, είμαστε πεινασμένοι. Μερικά μικρά ψαράκια, παλιοκοκαλιάρικα μικρά ψαράκια, για ένα φτωχό πλάσμα κι αυτοί λένε θάνατος. Τόσο σοφοί είναι· τόσο δίκαιοι· τόσο πολύ δίκαιοι.

— Όχι πολύ σοφοί, είπε ο Φαραμίρ. Αλλά δίκαιοι: ναι, ίσως τόσο δίκαιοι, όσο μας επιτρέπει η μικρή μας σοφία. Λύσε το, Φρόντο!

Ο Φαραμίρ έβγαλε ένα μικρό μαχαιράκι για τα νύχια απ’ τη ζώνη του και το έδωσε στο Φρόντο. Το Γκόλουμ παρεξηγώντας την κίνηση, έβαλε τις στριγκλιές κι έπεσε χάμω.

— Έλα, Σμήγκολ! είπε ο Φρόντο. Πρέπει να μου δείξεις εμπιστοσύνη. Εγώ δε θα σ’ εγκαταλείψω. Λέγε την αλήθεια, αν μπορείς. Θα σου κάνει καλό, όχι κακό.

Έκοψε τα σκοινιά απ’ τους καρπούς και τους αστραγάλους του Γκόλουμ και το σήκωσε όρθιο.

— Έλα κοντά! είπε ο Φαραμίρ. Για κοίτα με στα μάτια! Ξέρεις το όνομα αυτού του τόπου; Έχεις έρθει ξανά εδώ;

Αργά το Γκόλουμ σήκωσε τα μάτια και κοίταξε, παρά τη θέλησή του, τα μάτια του Φαραμίρ. Κάθε φως έσβησε μέσα τους και βυθίστηκαν ζοφερά και χλωμά για μια στιγμή στα καθάρια σταθερά μάτια του ανθρώπου της Γκόντορ. Έπεσε άκρα σιωπή. Ύστερα το Γκόλουμ έριξε το κεφάλι και μαζεύτηκε, ώσπου βρέθηκε καθισμένο ανακούρκουδα στο πάτωμα, τρέμοντας.