— Δεν ξέρουμε και δε θέλουμε να ξέρουμε, κλαψούρισε. Ποτέ δεν ήρθαμε εδώ· ποτέ δε θα ξαναρθούμε.
— Υπάρχουν κλειδωμένες πόρτες και κλειστά παράθυρα στο μυαλό σου και σκοτεινά δωμάτια πίσω τους, είπε ο Φαραμίρ. Αλλά σ’ αυτή την περίπτωση κρίνω πως λες την αλήθεια. Κι αυτό είναι καλό για σένα. Τι όρκο θα δώσεις πως δε θα γυρίσεις ποτέ πίσω· κι ότι ποτέ δε θα οδηγήσεις πλάσμα ζωντανό εδώ, ούτε με λέξη ούτε με νόημα;
— Ο Αφέντης ξέρει — είπε το Γκόλουμ με μια λοξή ματιά στο Φρόντο. Ναι, ξέρει. Εμείς θα υποσχεθούμε στον Αφέντη, αν μας γλιτώσει. Θα υποσχεθούμε σ’ Αυτό, ναι.
Σύρθηκε στα πόδια του Φρόντο.
— Σώσε μας, καλέ Αφέντη! κλαψούρισε. Ο Σμήγκολ υπόσχεται στο Πολύτιμο, υπόσχεται πιστά. Ποτέ να μην ξανάρθει, ποτέ να μη μιλήσει, όχι ποτέ! Όχι, πολύτιμο, όχι!
— Είσαι ικανοποιημένος; είπε ο Φαραμίρ.
— Ναι, είπε ο Φρόντο. Δηλαδή, πρέπει ή να δεχτείς αυτή την υπόσχεση ή να εφαρμόσεις το νόμο σας. Δεν πρόκειται να πάρεις περισσότερο. Εγώ όμως υποσχέθηκα πως αν ερχόταν σ’ εμένα, δε θα πάθαινε κακό. Και δε θα ’θελα να βγω ψεύτης.
Ο Φαραμίρ έμεινε μια στιγμή σκεφτικός.
— Πολύ καλά, είπε τέλος. Σε παραδίνω στον αφέντη σου, στο Φρόντο γιο του Ντρόγκο. Ας αποφασίσει αυτός τι θα κάνει μ’ εσένα!
— Όμως, Άρχοντα Φαραμίρ, είπε ο Φρόντο κάνοντας υπόκλιση, ακόμα δεν έχεις ανακοινώσει την απόφασή σου σχετικά με τον ίδιο το Φρόντο και, ώσπου να γίνει αυτή γνωστή, ο Φρόντο δεν μπορεί να κάνει σχέδια ούτε για τον εαυτό του ούτε για τους συντρόφους του. Είχες αναβάλει την τελική κρίση σου ως το πρωί· αλλά τώρα το πρωί έφτασε.
— Τότε θα ανακοινώσω την απόφαση μου, είπε ο Φαραμίρ. Όσο για σένα, Φρόντο, όσο εξαρτάται από μένα που βρίσκομαι κάτω από μεγαλύτερη εξουσία, δηλώνω πως είσαι ελεύθερος στο βασίλειο της Γκόντορ απ’ άκρη σ’ άκρη των αρχαίων της συνόρων εκτός μόνον ότι ούτε εσύ ούτε κανείς απ’ τους συντρόφους σου έχει την άδεια να έρθει σ’ αυτό το μέρος απρόσκλητος. Αυτή η απόφαση ισχύει για ένα χρόνο και μια μέρα και ύστερα λήγει, εκτός και αν, πριν λήξει, έρθεις στη Μίνας Τίριθ και παρουσιαστείς στον Άρχοντα και Μέγα Επίτροπο της Πόλης. Τότε θα τον παρακαλέσω να επικυρώσει την πράξη μου και να την κάνει εφ’ όρου ζωής. Στο μεταξύ, οποιονδήποτε κι αν πάρεις κάτω από την προστασία σου, θα είναι και κάτω από την προστασία μου και κάτω από την αιγίδα της Γκόντορ. Πήρες την απάντηση σου;
Ο Φρόντο υποκλίθηκε βαθιά.
— Πήρα την απάντησή μου, είπε, και θέτω τον εαυτό μου στην υπηρεσία σου, αν αυτό αξίζει τίποτα σε κάποιον τόσο υψηλό και τιμημένο.
— Αξίζει πάρα πολύ, είπε ο Φαραμίρ. Και τώρα, παίρνεις αυτό το πλάσμα, αυτόν το Σμήγκολ, υπό την προστασία σου;
— Ναι, παίρνω το Σμήγκολ υπό την προστασία μου, είπε ο Φρόντο. Ο Σαμ αναστέναξε δυνατά· κι όχι για τις φιλοφρονήσεις που, όπως και κάθε χόμπιτ, τις επιδοκίμαζε απόλυτα. Πραγματικά στο Σάιρ μια τέτοια υπόθεση θα απαιτούσε ένα σωρό ακόμα λόγια και υποκλίσεις.
— Τότε, λέω σ’ εσένα, είπε ο Φαραμίρ γυρίζοντας στο Γκόλουμ, βρίσκεσαι με ποινή θανάτου· αλλά όσο πηγαίνεις με το Φρόντο θα είσαι εξασφαλισμένο από μας. Αν όμως βρεθείς ποτέ από άνθρωπο της Γκόντορ αδέσποτο, δίχως αυτόν, η ποινή θα εκτελεστεί. Και μακάρι ο θάνατος να σε βρει γρήγορα, μέσα στην Γκόντορ ή έξω απ’ αυτήν, αν δεν τον υπηρετήσεις καλά. Τώρα, απάντησέ μου: πού θα πας; Ήσουν ο οδηγός του, λέει. Πού τον οδηγούσες;
Το Γκόλουμ δεν απάντησε.
— Αυτό δε δέχομαι να μείνει μυστικό, είπε ο Φαραμίρ. Απάντησε μου, ειδαλλιώς θ’ αντιστρέψω την απόφασή μου!
Και πάλι το Γκόλουμ δεν έδωσε απάντηση.
— Θα απαντήσω εγώ στη θέση του, είπε ο Φρόντο. Με πήγε στη Μαύρη Πύλη, όπως ζήτησα· αλλά ήταν απροσπέλαστη.
— Δεν υπάρχει ανοιχτή πύλη στην Ακατονόμαστη Χώρα, είπε ο Φαραμίρ.
— Βλέποντας αυτό, αλλάξαμε πορεία και ήρθαμε από το Νότιο δρόμο, συνέχισε ο Φρόντο· γιατί είπε πως υπάρχει ή πως μπορεί να υπάρχει ένα μονοπάτι κοντά στη Μίνας Ίθιλ.
— Μίνας Μόργκουλ, είπε ο Φαραμίρ.
— Δεν ξέρω καλά, είπε ο Φρόντο· αλλά το μονοπάτι ανηφορίζει, νομίζω, στα βουνά στη βορινή πλευρά αυτής της κοιλάδας που βρίσκεται η παλιά πόλη. Ανεβαίνει σ’ ένα ψηλό διάσελο κι από κει κατεβαίνει στην... σ’ αυτό που βρίσκεται πέρα.
— Ξέρεις το όνομα αυτού του ψηλού περάσματος; είπε ο Φαραμίρ.
— Όχι, απάντησε ο Φρόντο.
— Λέγεται Κίριθ Ούνγκολ.
Το Γκόλουμ σφύριξε απότομα κι άρχισε να μουρμουρίζει μοναχό του.
— Αυτό δεν είναι το όνομά του; είπε ο Φαραμίρ, γυρίζοντας προς το μέρος του.
— Όχι! είπε το Γκόλουμ, κι ύστερα τσίριξε λες και το μαχαίρωσαν. Ναι, ναι, ακούσαμε το όνομα μια φορά. Αλλά τι μας νοιάζει τ’ όνομα; Ο Αφέντης λέει πως πρέπει να μπει μέσα. Γι’ αυτό πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε κάποιο δρόμο. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος να δοκιμάσουμε, όχι.