Την ώρα που αυτές οι σκέψεις τον τρυπούσαν με φόβο και τον κρατούσαν ακίνητο σαν μαγεμένο, ο Καβαλάρης σταμάτησε ξαφνικά, ακριβώς στο κατώφλι της γέφυρας, και πίσω του όλος ο στρατός έμεινε ακίνητος. Έγινε παύση, νεκρική σιγή. Μπορεί να ήταν το Δαχτυλίδι που καλούσε τον Άρχοντα των Φαντασμάτων και για μια στιγμή είχε ταραχτεί, νιώθοντας την ύπαρξη κάποιας άλλης δύναμης μέσα στην κοιλάδα του. Γύριζε εδώ κι εκεί το σκοτεινό κεφάλι με το κράνος και την κορόνα του φόβου, κοιτάζοντας παντού τις σκιές με τα αόρατά του μάτια. Ο Φρόντο περίμενε, σαν το πουλί το πλησίασμα του φιδιού, ανίκανος να κουνηθεί. Κι όπως περίμενε, ένιωσε, πιο έντονα παρά ποτέ, την εντολή να φορέσει το Δαχτυλίδι. Αλλά μόλο που η πίεση ήταν πολύ μεγάλη, δεν ένιωσε καμιά διάθεση τώρα να υποχωρήσει. Ήξερε πως το Δαχτυλίδι θα τον πρόδινε μονάχα και πως δεν είχε, ακόμα κι αν το φορούσε, τη δύναμη ν’ αντιμετωπίσει το βασιλιά της Μόργκουλ -όχι ακόμα. Δεν υπήρχε πια ανταπόκριση σ’ αυτή την εντολή από μέρους του, μόλο που ήταν κατατρομαγμένος, κι ένιωθε μόνο το σφυρο-κόπημα από κάποια εξωτερική μεγάλη δύναμη, που του πήρε το χέρι και, καθώς ο Φρόντο παρακολουθούσε νοερά, χωρίς να θέλει, αλλά με αγωνία (λες και παρακολουθούσε κάποια παλιά ιστορία από μακριά), μετακίνησε το χέρι του λίγο λίγο προς την αλυσίδα στο λαιμό του. Τότε η δική του θέληση ξύπνησε· αργά ανάγκασε το χέρι του να υποχωρήσει και το ’βαλε να βρει κάτι άλλο, κάτι κρυμμένο στο στήθος του. Παγωμένο και σκληρό φάνηκε στο χέρι του καθώς το ’σφιξε: το φιαλίδιο της Γκαλάντριελ, που το φύλαγε σαν θησαυρό τόσον καιρό και το ’χε σχεδόν ξεχάσει ως εκείνη την ώρα. Καθώς το άγγιξε, για λίγο κάθε σκέψη για το Δαχτυλίδι διώχτηκε από το μυαλό του. Αναστέναξε κι έσκυψε το κεφάλι.
Τη στιγμή εκείνη ο Βασιλιάς των Φαντασμάτων γύρισε, σπιρούνισε το άλογό του και πέρασε το γεφύρι κι όλος ο σκοτεινός στρατός του τον ακολούθησε. Ίσως οι ξωτικο-μανδύες να νίκησαν τα αόρατα μάτια του και ο νους του μικρόσωμου εχθρού του, δυναμώνοντας, είχε αποτρέψει τη σκέψη του. Αλλά βιαζόταν κιόλας. Είχε σημάνει η ώρα πια και, σύμφωνα με τις διαταγές του μεγάλου του Αφέντη, έπρεπε να προελάσει για πόλεμο στη Δύση.
Πολύ γρήγορα είχε περάσει, σαν ίσκιος στους ίσκιους, κατηφορίζοντας το στριφογυριστό δρόμο και πίσω του οι μαύρες φάλαγγες εξακολουθούσαν να περνούν το γεφύρι. Τέτοιος μεγάλος στρατός είχε να ξεχυθεί απ’ την κοιλάδα αυτή από τον καιρό της ακμής του Ισίλντουρ· ούτε είχε ποτέ ως τώρα επιτεθεί στα περάσματα του Άντουιν στρατός τόσο πάνοπλος και φοβερός· κι όμως δεν ήταν παρά ένας κι όχι ο μεγαλύτερος από τους στρατούς που η Μόρντορ τώρα εξαπέλυε.
Ο Φρόντο αναδεύτηκε. Και ξαφνικά η καρδιά του φτερούγισε στο Φαραμίρ.
«Η καταιγίδα ξέσπασε επιτέλους», σκέφτηκε. «Τούτα τ’ αμέτρητα σπαθιά και τα κοντάρια πηγαίνουν στην Οσγκίλιαθ. Θα προλάβει ο Φαραμίρ να περάσει έγκαιρα απέναντι; Το υποψιαζόταν, αλλά ήξερε την ώρα; Και ποιος μπορεί τώρα να κρατήσει τα περάσματα, όταν ο Βασιλιάς των Εννέα Καβαλάρηδων έρχεται; Και θά ’ρθουν κι άλλα φουσάτα. Έχω αργήσει πολύ. Χάθηκαν όλα. Καθυστέρησα στο δρόμο. Χάθηκαν όλα. Ακόμα κι αν εκτελέσω την αποστολή μου, κανείς δε θα το μάθει ποτέ. Δε θα υπάρχει κανένας για να του το πω. Όλα θα ’ναι μάταια.»
Νικημένος απ’ την αδυναμία έκλαψε. Και ο στρατός της Μόργκουλ περνούσε ακόμα το γεφύρι.
Ύστερα από πολύ μακριά, λες κι ερχόταν απ’ τις αναμνήσεις του Σάιρ, κάποιο ηλιόλουστο πρωινό, όταν η μέρα καλούσε κι άνοιγαν οι πόρτες, άκουσε τη φωνή του Σαμ να λέει: «Ξύπνα, κύριε Φρόντο! Ξύπνα!» Αν η φωνή είχε προσθέσει: «Το πρωινό σου είναι έτοιμο», δε θα του ’κανε καμιά κατάπληξη. Σΐγουρα ο Σαμ βιαζόταν.
— Ξύπνα, κύριε Φρόντο! Έφυγαν, είπε.
Ακούστηκε ένα πνιχτός χτύπος. Οι πύλες της Μίνας Μόργκουλ είχαν κλείσει. Η τελευταία σειρά κοντάρια είχε χαθεί στον κατήφορο. Ο πύργος εξακολουθούσε να χαμογελάει απαίσια στην κοιλάδα, αλλά το φως του έσβηνε. Η πόλη ολόκληρη ξανάπεφτε στη σκυθρωπή σκιά και σιωπή. Δεν έπαυε όμως να μένει ξάγρυπνη.