Выбрать главу

Αναρωτήθηκε πολύ έντονα τι σόι άνθρωποι μπορεί να ήταν. Τώρα ευχόταν να είχε μάθει πιο πολλά στο Σκιστό Λαγκάδι και να ’χε κοιτάξει περισσότερο τους χάρτες και τα παρόμοια· αλλά τις μέρες εκείνες τα σχέδια του ταξιδιού έδειχναν να βρίσκονται σε πιο άξια χέρια και ποτέ δεν υπολόγιζε πως θα βρισκόταν αποκομμένος από τον Γκάνταλφ ή το Γοργοπόδαρο ή ακόμα κι απ’ το Φρόντο. Το μόνο που μπορούσε να θυμηθεί για το Ρόαν ήταν πως το άλογο του Γκάνταλφ, ο Ίσκιος, ήταν από κει. Πράγμα ελπιδοφόρο, απ’ όσο μπορούσε να κρίνει.

«Αλλά πώς θα το καταλάβουν πως δεν είμαστε Ορκ; σκέφτηκε. Δε φαντάζομαι πως θα ’χουν ποτέ ακούσει για χόμπιτ εδώ κάτω. Φαντάζομαι πως θα πρέπει να χαίρομαι που, καταπώς φαίνεται, οι απαίσιοι Ορκ θα βρουν το τέλος τους, αλλά καλά θα ’ταν εγώ να τη γλίτωνα.»

Το πιθανότερο όμως ήταν πως αυτός κι ο Μέρι θα σκοτώνονταν μαζί μ’ αυτούς που τους είχαν πιάσει, πριν να τους πάρουν καν είδηση οι Άνθρωποι του Ρόαν.

Μερικοί καβαλάρηδες φαίνονταν πως ήταν τοξότες, εκπαιδευμένοι να ρίχνουν πάνω σ’ άλογο που τρέχει. Καλπάζοντας γρήγορα σε απόσταση βολής έριχναν βέλη στους Ορκ που ξέμεναν πίσω και αρκετοί απ’ αυτούς έπεφταν ύστερα οι καβαλάρηδες έστριβαν κι απομακρύνονταν εκτός βολής από τα τόξα των εχθρών τους, που τόξευαν στην τύχη, μην τολμώντας να σταματήσουν. Αυτό επαναλήφθηκε πολλές φορές και μια φορά μάλιστα τα βέλη έπεσαν ανάμεσα στους Ισενγκαρντιανούς. Ένας απ’ αυτούς, ακριβώς μπροστά απ’ τον Πίπιν, παραπάτησε και δεν ξανασηκώθηκε πια.

Η νύχτα έπεσε χωρίς να πλησιάσουν οι Καβαλάρηδες για να δώσουν μάχη. Πολλοί Ορκ είχαν πέσει, αλλά έμεναν σίγουρα διακόσιοι. Στο πρώτο σκοτάδι οι Ορκ έφτασαν σ’ ένα μικρό λοφάκι. Οι αρχές του δάσους ήταν πολύ κοντά, όχι παραπάνω από εφτακόσιες γιάρδες απόσταση, αλλά δεν μπορούσαν να πάνε πιο πέρα. Οι καβαλάρηδες τους είχαν περικυκλώσει. Μια μικρή ομάδα δεν υπάκουσε στη διαταγή του Ουγκλούκ κι έτρεξαν κατά το δάσος: μονάχα τρεις γύρισαν πίσω.

— Λοιπόν, να ’μαστε, κορόιδεψε ο Γκρίσνακ. Πολύ σπουδαίος αρχηγός! Ελπίζω πως ο Ουγκλούκ ο Μέγας θα μας οδηγήσει κι έξω.

— Βάλτε χάμω τ’ Ανθρωπάκια! διέταξε ο Ουγκλούκ, αδιαφορώντας μα τον Γκρίσνακ. Εσύ, Λουγκντούς, πάρε κι άλλους δυο και να τα φυλάτε! Δεν πρέπει να σκοτωθούν, εκτός κι αν οι βρομεροί Ασπροπέτσηδες σπάσουν την άμυνά μας. Κατάλαβες; Όσο είμαι ζωντανός, τα θέλω. Αλλά δεν πρέπει να τ’ αφήσουμε να βγάλουν τσιμουδιά, ούτε να σωθούν. Δέστε τα πόδια τους!

Το τελευταίο μέρος της διαταγής εκτελέστηκε δίχως τον παραμικρό οίκτο. Αλλά ο Πίπιν είδε πως για πρώτη φορά ήταν κοντά στο Μέρι. Οι Ορκ έκαναν μεγάλο σαματά, φωνάζοντας και χτυπώντας τα όπλα τους. και οι χόμπιτ κατάφεραν να ψιθυρίσουν κάτι για λίγο.

— Αυτό δε μ’ αρέσει, είπε ο Μέρι. Νιώθω σχεδόν τελειωμένος. Δε νομίζω πως θα μπορούσα να συρθώ και να φύγω, ακόμα κι αν ήμουν λυμένος.

— Λέμπας! ψιθύρισε ο Πίπιν. Λέμπας: έχω λιγάκι. Εσύ; Δε νομίζω πως μας πήραν τίποτα άλλο εκτός απ’ τα σπαθιά μας.

— Ναι, είχα ένα πακέτο στην τσέπη μου, απάντησε ο Μέρι, αλλά θα πρέπει να ’χει γίνει θρύψαλα. Κι όπως και να ’χει το πράγμα, δεν μπορώ να βάλω το στόμα μου στην τσέπη μου.

— Δε θα χρειαστείς. Έχω...

Αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή μια άγρια κλοτσιά προειδοποίησε τον Πίπιν πως ο θόρυβος είχε καταλαγιάσει και οι φρουροί τούς πρόσεχαν.

Η νύχτα ήταν παγωμένη και ήσυχη. Παντού γύροι απ’ το λοφάκι, που ήταν μαζεμένοι οι Ορκ. μικρές φωτιές ξεπετάχτηκαν, χρυσοκόκκινες στη σκοτεινιά, σωστό δαχτυλίδι γύρω τους. Οι φωτιές Βρίσκονταν σε απόσταση μακριάς βολής, αλλά οι καβαλάρηδες δεν έβγαιναν μπροστά από το φως και οι Ορκ χαράμισαν πολλά βέλη, ρίχνοντας στις φωτιές, ώσπου ο Ουγκλούκ τούς σταμάτησε. Οι καβαλάρηδες δεν έκαναν τον παραμικρό θόρυβο. Αργότερα, τη νύχτα, όταν το φεγγάρι βγήκε απ’ την ομίχλη, τότε καμιά φορά ήταν ορατοί, σκιερές μορφές που γυάλιζαν πότε πότε στο λευκό φως, καθώς περιπολούσαν ασταμάτητα.

— Θα περιμένουν τον Ήλιο. οι καταραμένοι! γρύλισε ένας απ’ τους φρουρούς. Γιατί δε μαζευόμαστε να κάνουμε γιουρούσι και να περάσουμε; Τι θαρρεί πως κάνει ο Ουγκλούκ, ήθελα να ’ξερα;

— Φαντάζομαι πως θα το ’θελες, έγρουξε ο Ουγκλούκ από πίσω. Θες να πεις, δηλαδή, πως εγώ δε σκέφτομαι καθόλου, ε; Φτου σου! Είσαι χειρότερος απ’ όλους αυτούς τους αλήτες: τα σκουλήκια και τους πίθηκους του Λουγκμπούρτζ. Τίποτα δε θα πετυχαίναμε, αν προσπαθούσαμε να κάνουμε επίθεση μαζί μ’ αυτούς. Θ’ αρχίσουν τις στριγκλιές και θα το βάλουν στα πόδια· και υπάρχουν περισσότεροι από αρκετοί απ’ αυτούς τους βρομο-αλογάρηδες για να μας ξεπαστρέψουν όλους μας στον κάμπο.