Выбрать главу

— Πάντως ο Ήλιος τουλάχιστο θα πρέπει να κρυφοκοιτάζει καμιά φορά μέσα, είπε ο Μέρι. Δεν έχει ούτε την όψη ούτε την αίσθηση του Δάσους της Σκοτεινιάς όπως το περιγράφει ο Μπίλμπο. Εκείνο ήταν όλο σκοτεινό και μαύρο, η κατοικία σκοτεινών και μαύρων όντων. Ενώ αυτό είναι μονάχα θαμποφωτισμένο και φοβερά δέντρινο. Δεν μπορείς να φανταστείς ζώα να ζουν εδώ ή να μένουν για πολύ.

—  Όχι, ούτε χόμπιτ, είπε ο Πίπιν. Ούτε και μ’ ενθουσιάζει η ιδέα να προσπαθήσουμε να το διασχίσουμε. Δεν έχει τίποτα για φαΐ για εκατοντάδες μίλια, θα ’λεγα. Πώς πάμε από προμήθειες;

— Χάλια, είπε ο Μέρι. Το βάλαμε στα πόδια με δυο πακέτα λέμπας και τίποτ’ άλλο κι αφήσαμε πίσω όλα τ’ άλλα.

Κοίταξαν τι είχε απομείνει απ’ τα ξωτικο-κέικ: σπασμένα κομμάτια που μετά βίας έφταναν για πέντε μέρες, αυτό ήταν όλο.

— Και δεν έχουμε ούτε σκέπασμα ούτε κουβέρτα, είπε ο Μέρι. Απόψε θα κρυώνουμε, όπου κι αν πάμε.

— Λοιπόν, καλά θα κάνουμε ν’ αποφασίσουμε το δρόμο τώρα, είπε ο Πίπιν. Το πρωινό θα πρέπει μάλλον να φεύγει.

Τότε ακριβώς πήραν είδηση ένα κίτρινο φως που είχε φανεί αρκετά πιο μέσα στο δάσος: ακτίνες του Ήλιου φαίνονταν να είχαν ξαφνικά τρυπήσει τη σκεπή του δάσους.

— Μπα! είπε ο Μέρι. Ο Ήλιος θα πρέπει να ’χε κρυφτεί σε τίποτα σύννεφα, όσο ήμαστε κάτω απ’ αυτά τα δέντρα και τώρα βγήκε πάλι: ή έχει ανεβεί αρκετά ψηλά και μπορεί να κοιτάζει κάτω ανάμεσα από κάποιο άνοιγμα. Δεν είναι μακριά — πάμε να δούμε!

Ανακάλυψαν πως ήταν πιο μακριά απ’ ό,τι είχαν νομίσει. Η γη εξακολουθούσε ν’ ανηφορίζει απότομα και γινόταν όλο και πιο βραχώδης. Το φως όλο και δυνάμωνε όσο προχωρούσαν και γρήγορα είδαν ένα βραχότοιχο μπροστά τους: το πλευρό κάποιου λόφου ή το απότομο τέλος κάποιας μακριάς ρίζας που είχαν ξεπετάξει τα μακρινά βουνά. Πάνω του δε φύτρωναν δέντρα κι ο ήλιος έπεφτε ίσια πάνω στο πέτρινο μέτωπό του. Τα κλαδάκια των δέντρων στα πόδια του απλώνονταν προς τα έξω μουδιασμένα κι ακίνητα, λες και γύρευαν τη ζεστασιά.. Εκεί που όλα έδειχναν τόσο παλιωμένα και γκρίζα πριν, τώρα γυάλιζαν με ζεστά καφετιά χρώματα και τα λεία μαυρόγκριζα χρώματα των κορμών έμοιαζαν με καλογυαλισμένο δέρμα. Οι κορμοί των δέντρων έλαμπαν πράσινοι σαν φρέσκο γρασίδι: η πρώιμη άνοιξη, ή μια φευγαλέα οπτασία της, τους κύκλωνε.

Στο μέτωπο του βραχότοιχου είχε κάτι σαν σκάλα — μπορεί να ήταν φυσική, φτιαγμένη από το γέρασμα και το κομμάτιασμα του βράχου, γιατί ήταν τραχιά και ανώμαλη. Ψηλά, σχεδόν εκεί που έφταναν οι κορφές των δέντρων του δάσους, είχε ένα πλάτωμα σαν πλατύσκαλο στη βάση ενός γκρεμού. Εκεί δε φύτρωνε τίποτα, εκτός από λίγο γρασίδι κι αγριόχορτα στην άκρη του κι ο γέρικος κορμός ενός δέντρου, που του είχαν απομείνει μονάχα δυο γερμένοι κλώνοι: έμοιαζε, σχεδόν, σαν τη σιλουέτα κάποιου ροζιασμένου γέροντα που στεκόταν εκεί ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του στο πρωινό φως του ήλιου.

— Μπρος, επάνω! είπε ο Μέρι χαρούμενα. Να πάρουμε αέρα και να δούμε και την περιοχή.

Σκαρφάλωσαν όπως όπως στο βράχο. Αν η σκάλα ήταν φτιαχτή, την είχαν φτιάξει για πόδια μιεγαλύτερα και μακρύτερα απ’ τα δικά τους. Ήταν πολύ βιαστικοί για ν’ απορήσουν πόσο γρήγορα οι πληγές και οι πόνοι της αιχμαλωσίας τους είχαν γιάνει και η δύναμή τους είχε ξαναγυρίσει. Τέλος, έφτασαν στην άκρη του πλατύσκαλου, σχεδόν στα πόδια του γέρικου κορμού· ύστερα πήδηξαν επάνω και γύρισαν με την πλάτη στο λόφο, παίρνοντας βαθιές αναπνοές και κοιτάζοντας ανατολικά. Είδαν πως είχαν μπει κάπου τρία ως τέσσερα μίλια μες στο δάσος: οι κορφές των δέντρων κατέβαιναν τις πλαγιές προς τον κάμπο. Εκεί, κοντά στην άκρη του δάσους, ψηλές στήλες σγουρού μαύρου καπνού ανέβαιναν και ταλαντεύονταν κι έρχονταν προς το μέρος τους.

— Ο αέρας αλλάζει, είπε ο Μέρι. Γύρισε ανατολικός πάλι. Έχει δροσιά εδώ ψηλά.

— Ναι, είπε ο Πίπιν αλλά φοβάμαι πως είναι μόνο περαστική αναλαμπή κι όλα θα ξαναγίνουν γκρίζα πάλι. Τι κρίμα! Τούτο το γέρικο δάσος έδειξε τόσο διαφορετικό στο φως του ήλιου. Εγώ σχεδόν ένιωσα να μ’ αρέσει.

— Σχεδόν ένιωσες να σ’ αρέσει το Δάσος! Πολύ καλό! Είναι πάρα πολύ ευγενικό εκ μέρους σου, είπε μια παράξενη φωνή. Για γυρίστε κι αφήστε με να ρίξω μια ματιά στα πρόσωπά σας. Εγώ σχεδόν νιώθω να σας αντιπαθώ και τους δυο, αλλά ας μην είμαστε βιαστικοί. Για γυρίστε!

Ένα μεγάλο χέρι, όλο κόμπους, ακούμπησε στους ώμους τους και τους γύρισε, μαλακά, αλλά χωρίς να μπορούν ν’ αντισταθούν ύστερα δυο μεγάλα χέρια τους σήκωσαν ψηλά.

Βρέθηκαν να κοιτάζουν ένα πολύ αλλόκοτο πρόσωπο. Το είχε ένα ον που έμοιαζε με Άνθρωπος, σχεδόν Γίγαντας, τουλάχιστο δεκατέσσερα πόδια ύψος, πολύ γεροδεμένο, μ’ ένα ψηλό κεφάλι και σχεδόν καθόλου λαιμό. Τώρα, το αν ήταν ντυμένο μ’ ένα ύφασμα πράσινο και γκρίζο σαν φλούδα δέντρου, ή αν ήταν αυτό το πετσί του, ήταν δύσκολο να το πει κανείς. Οπωσδήποτε τα χέρια, σε κανονική απόσταση απ’ τον κορμό, δεν ήταν ζαρωμένα, αλλά σκεπασμένα με καφέ λείο δέρμα. Τα μεγάλα πόδια είχαν εφτά δάχτυλα το καθένα. Το κάτω μέρος του μακρουλού προσώπου ήταν σκεπασμένο με μια μακριά γενειάδα, που έμοιαζε με θάμνο, και ήταν σχεδόν κλαρωτή στις ρίζες κι αραιωμένη μαλλιαρή σαν τα βρύα στις άκρες. Αλλά εκείνη τη στιγμή οι χόμπιτ δεν πρόσεχαν σχεδόν τίποτ’ άλλο εκτός από τα μάτια. Αυτά τα βαθιά μάτια τούς κοίταζαν από πάνω ως κάτω τώρα, αργά και σοβαρά, αλλά πολύ διαπεραστικά. Ήταν καστανά, μ’ ένα πράσινο φως. Πολλές φορές αργότερα ο Πίπιν προσπάθησε να περιγράψει την πρώτη εντύπωση που του έκαναν.