Выбрать главу

—  Ένιωθες σαν να υπήρχε ένα τεράστιο πηγάδι στο βάθος τους, γεμάτο μέχρι επάνω με αναμνήσεις αιώνων, το αποκρυστάλλωμα μακριάς, αργής, σταθερής σκέψης· αλλά η επιφάνειά τους σπίθιζε από ζωντάνια: σαν τον ήλιο που λαμπυρίζει στα εξωτερικά φυλλώματα ενός θεόρατου δέντρου, ή τις ρυτίδες μιας πολύ βαθιάς λίμνης. Δεν ξέρω, αλλά ένιωσα σαν κάτι που φύτρωνε στη γη — κοιμισμένο, θα ’λεγες, ή που ένιωθε απλώς σαν κάτι ανάμεσα σε ακρόρριζο και ακρόφυλλο, ανάμεσα στη βαθιά γη και στον ουρανό — είχε ξαφνικά ξυπνήσει και σε εξέταζε με την ίδια αργή φροντίδα που αφιέρωνε στις δικές του εσωτερικές υποθέσεις χρόνια ατέλειωτα.

— Χρουμ, Χουμ, μουρμούρισε η φωνή, μια φωνή βαθιά σαν ένα πολύ βαθύτονο ξύλινο πνευστό όργανο. Πολύ παράξενο, πάρα πολύ! Μη βιάζεσαι, αυτό είναι το σύνθημά μου. Αλλά αν σας είχα δει, πριν ακούσω τις φωνές σας — μου άρεσαν: μικρές όμορφες φωνές: μου θύμισαν κάτι που δεν μπορώ να το θυμηθώ —, αν σας είχα δει πριν σας ακούσω, θα σας είχα απλώς πατήσει, παίρνοντας σας για μικρούς Ορκ και θ’ ανακάλυπτα ύστερα το λάθος μου. Είστε πολύ αλλόκοτοι, πάρα πολύ. Μα τις ρίζες και τα κλαδιά, πολύ αλλόκοτοι!

Ο Πίπιν, αν κι ακόμα ήταν κατάπληκτος, δεν ένιωθε πια φοβισμένος. Κάτω απ’ το βλέμμα εκείνων των ματιών ένιωθε μια περίεργη αγωνία, αλλά όχι φόβο.

— Παρακαλώ, είπε, ποιος είσαι; Και τι είσαι;

Μια παράξενη έκφραση φάνηκε στα γέρικα μάτια, ένα είδος επιφυλακτικότητας— τα βαθιά πηγάδια σκεπάστηκαν.

— Χρουμ, τώρα, απάντησε η φωνή· λοιπόν είμαι ένας Εντ ή τουλάχιστον έτσι με λένε. Ναι, Εντ είναι η σωστή λέξη. Ο Εντ, είμαι εγώ, μπορείς να πεις, στη δική σας γλώσσα. Φάνγκορν είναι τ’ όνομά μου γι’ άλλους, κι άλλοι το κάνουν Δεντρογένης. Δεντρογένη να με λέτε.

—  Ένας Εντ; είπε ο Μέρι. Τι ’ναι αυτό; Όμως, εσύ πώς ονομάζεις τον εαυτό σου; Ποιο είναι το πραγματικό σου όνομα;

— Χου, τώρα! απάντησε ο Δεντρογένης. Χου! Αυτό είναι μυστικό. Όχι τόσο Βιαστικά. Κι εγώ είμαι αυτός που κάνει τις ερωτήσεις. Εσείς βρισκόσαστε στη δική μου χώρα. Εσείς τι είσαστε όμως; Δεν μπορώ να σας κατατάξω. Δε φαίνεται να υπάρχετε στους αρχαίους καταλόγους που έμαθα τότε που ήμουν νέος. Αυτό όμως έγινε πολύ πολύ παλιά κι ίσως να ’χουν φτιάξει καινούριους καταλόγους. Για να δω! Για να δω! Πώς το ’λεγαν;

Των Ζωντανών Πλασμάτων μάθετε την ιστορία τώρα! Τους τέσσερις τους λεύτερους λαούς πρώτα να πείτε: Των Ξωτικών γενιά αρχαιότερη απ’ όλα· Νάνος σκαφτιάς, με σπίτια σκοτεινά· Εντ γεννημένος απ’ τη γη, παλιός σαν τα βουνά· Άνθρωπος ο θνητός, αφέντης των αλόγων:

Χμ, χμ, χμ.

Κάστορας χτίστης, λαγός ο πηδηχτός, Άρκος μελισσοφάγος, Αγριόχοιρος πολεμιστής· Σκύλος ο πεινασμένος, κούνελος φοβισμένος...

Χμ, χμ.

Ψηλή φωλιά ο αετός, το βόδι στο λιβάδι, Ελάφι κερασφόρο· γεράκι αστραπή. Κατάλευκος ο κύκνος, φίδι ξεπαγιασμένο...

Χουμ, χμ· χουμ, χμ, πώς ήταν παρακάτω; Ρουμτούμ, ρουμτούμ, ρούμτι τουμ, ταμ. Ήταν μακρύς κατάλογος. Αλλά οπωσδήποτε εσείς δε φαίνεται να ταιριάζετε πουθενά!

— Φαίνεται πως πάντοτε μας άφηναν έξω απ’ τους αρχαίους καταλόγους και τις ιστορίες, είπε ο Μέρι. Κι όμως εμείς υπάρχουμε εδώ και πολύν καιρό. Είμαστε χόμπιτ.

— Γιατί να μην κάνεις ένα καινούριο στίχο; είπε ο Πίπιν.

Μικρούληδες οι χόμπιτ, που ζουν σε τρύπες μέσα.

Βάλε μας μαζί με τους τέσσερις, ύστερα απ’ τον Άνθρωπο (τους Μεγαλόσωμους) και θα ’σαι εντάξει.

— Χμ! Όχι κι άσχημο, όχι κι άσχημο, είπε ο Δεντρογένης. Ταιριάζει. Ώστε ζείτε σε τρύπες, ε; Φαίνεται πολύ σωστό και καταπώς πρέπει. Ποιος σας λέει όμως χόμπιτ; Δε μου μοιάζει με λέξη ξωτική. Τα Ξωτικά έφτιαξαν όλες τις αρχαίες λέξεις: αυτά έκαναν την αρχή.

— Κανένας άλλος δε μας λέει χόμπιτ· έτσι λέμε εμείς τον εαυτό μας, είπε ο Πίπιν.