Выбрать главу

— Χουμ, χμ! Ελάτε, τώρα! Όχι τόσο βιαστικά! Εσείς λέτε τον εαυτό σας χόμπιτ; Δεν πρέπει όμως να πηγαίνετε και να το λέτε, άντε έτσι, στον οποιονδήποτε. Αν δεν είσαστε προσεκτικοί, θα σας ξεφύγει και θα πείτε και τα πραγματικά σας ονόματα.

— Εμείς δεν το προσέχουμε αυτό, είπε ο Μέρι. Να, εγώ είμαι Μπράντιμπακ, ο Μέριαντοκ Μπράντιμπακ, αν κι οι περισσότεροι με φωνάζουν απλώς Μέρι.

— Κι εγώ είμαι Τουκ, ο Πέρεγκριν Τουκ, αλλά γενικά με φωνάζουν Πίπιν ή και Πιπ.

— Χμ, μα είσαστε πολύ βιαστικοί, βλέπω, είπε ο Δεντρογένης. Η εμπιστοσύνη σας με τιμά· αλλά δε θα ’πρεπε να ’σαστε τόσο πρόθυμοι, αμέσως αμέσως. Υπάρχουν λογιών λογιών Εντ, να ξέρετε· ή μάλλον υπάρχουν Εντ κι άλλα πλάσματα που μοιάζουν με Εντ, αλλά δεν είναι, θα ’λεγε κανείς. Θα σας φωνάζω Μέρι και Πίπιν, αν μου επιτρέπετε -πολύ ωραία ονόματα. Γιατί εγώ δεν πρόκειται να σας πω το δικό μου όνομα, τουλάχιστον όχι ακόμα.

Ένα παράξενο βλέμμα μισοπολύξερο, μισοαστείο φάνηκε μ’ ένα ανοιγοκλείσιμο στα μάτια του.

— Γιατί, εδώ που τα λέμε, θα ’παιρνε πολλή ώρα — τ’ όνομά μου μεγαλώνει συνέχεια κι εγώ έχω ζήσει πολύν, πάρα πολύν καιρό· έτσι τ’ όνομά μου είναι σαν ιστορία. Τα πραγματικά ονόματα λένε την ιστορία του κατόχου τους στη δική μου γλώσσα, στα Αρχαία Εντικά, όπως θα λέγατε. Είναι πολύ ωραία γλώσσα, αλλά παίρνει πάρα πολλή ώρα για να πεις σ’ αυτήν οτιδήποτε, γιατί εμείς δε λέμε τίποτα σ’ αυτήν, εκτός κι αν αξίζει τον κόπο να πάρει πολλή ώρα για να το πούμε και για να το ακούσουμε. Τώρα, όμως — και τα μάτια του έγιναν πολύ ζωηρά και «παρόντα», δείχνοντας να μικραίνουν και να γίνονται σχεδόν κοφτερά -, τι συμβαίνει; Τι δουλειά έχετε εσείς μέσα σ’ όλα; Εγώ μπορώ να δω και ν’ ακούσω (και να μυρίσω και να νιώσω) πολλά εδώ απ’ αυτό, απ’ αυτό a-lalla-lalla-rumba-kamanda-lind-or-burúmë. Συγχωρέστε με, αυτό είναι ένα μέρος απ’ τ’ όνομα που του δίνω· δεν ξέρω ποια είναι η σωστή λέξη στις άλλες ξένες γλώσσες: καταλαβαίνετε, αυτό το πράγμα που βρισκόμαστε, που στέκομαι και παρατηρώ μακριά τα πρωινά, όταν ο καιρός είναι καλός και συλλογίζομαι τον Ήλιο και το χορτάρι πέρα από το δάσος, τ’ άλογα και τα σύννεφα και τον κόσμο που ξεδιπλώνεται. Τι συμβαίνει; Τι ετοιμάζει ο Γκάνταλφ; Κι αυτοί οι burárum, έβγαλε ένα βαθύ βροντερό ήχο σαν παραφωνία σε μεγάλο αρμόνιο — αυτοί οι Ορκ κι ο νεαρός ο Σάρουμαν κάτω στο Ίσενγκαρντ; Μ’ αρέσει να μαθαίνω νέα. Αλλά δίχως βιασύνη τώρα.

— Συμβαίνουν ένα σωρό πράγματα, είπε ο Μέρι· κι ακόμα, αν προσπαθούσαμε να κάνουμε γρήγορα, θα έπαιρνε πολλή ώρα για να τα πούμε. Αλλά εσύ μας είπες να μην είμαστε βιαστικοί. Πρέπει όμως να σου πούμε τίποτα τόσο γρήγορα; Θα το θεωρούσες αναίδεια, αν σε ρωτούσαμε τι σκοπεύεις να μας κάνεις και με τίνος το μέρος είσαι; Και τον ήξερες τον Γκάνταλφ;

— Ναι, και βέβαια τον ξέρω: ο μόνος μάγος που στ’ αλήθεια ενδιαφέρεται για τα δέντρα, είπε ο Δεντρογένης. Τον ξέρετε;

— Ναι, είπε ο Πίπιν λυπημένα, τον ξέραμε. Ήταν σπουδαίος φίλος κι ήταν ο οδηγός μας.

— Τότε μπορώ ν’ απαντήσω στις άλλες σας ερωτήσεις, είπε ο Δεντρογένης. Δε σκοπεύω να σας κάνω τίποτα: αν μ’ αυτό εννοείτε «να σας κάνω κάτι» χωρίς την άδειά σας. Μπορεί όμως να κάνουμε μαζί μερικά πράγματα. Και δεν ξέρω με τίνος το μέρος είμαι. Εγώ πάω το δρόμο μου· αλλά ο δικός σας δρόμος μπορεί να πηγαίνει μαζί με το δικό μου για λίγο. Αλλά μιλάτε για τον Αφέντη Γκάνταλφ, λες κι ήταν σε κάποια ιστορία που τελείωσε.

— Ναι, είπε ο Πίπιν λυπημένα. Η ιστορία, καταπώς φαίνεται, συνεχίζεται, αλλά φοβάμαι πως ο Γκάνταλφ βγήκε απ’ αυτήν.

— Χου, ελάτε τώρα! είπε ο Δεντρογένης. Χουμ, χμ, α, καλά— σταμάτησε, κοιτάζοντας πολλή ώρα τους χόμπιτ. Χουμ, α, λοιπόν, δεν ξέρω τι να πω. Ελάτε τώρα!

— Αν θα ήθελες ν’ ακούσεις περισσότερα, είπε ο Μέρι, θα σου πούμε. Αλλά θα πάρει αρκετή ώρα. Μήπως θα ’θελες να μας ακουμπήσεις κάτω; Δε θα μπορούσαμε να καθίσουμε όλοι εδώ στον ήλιο, ώσπου να δύσει; Θα πρέπει ν’ άρχισες να κουράζεσαι κρατώντας μας.

— Χμ, να κουράζομαι; Όχι, δεν είμαι κουρασμένος. Δεν κουράζομαι εύκολα. Και δεν κάθομαι κάτω. Δεν είμαι πολύ, χμ, ευλύγιστος. Αλλά ναι, ο Ήλιος πραγματικά πάει να δύσει. Ας αφήσουμε αυτό — πώς είπατε πως το λέτε;

— Λόφο; πρότεινε ο Πίπιν.

— Πλατύσκαλο; Σκαλοπάτι; είπε ο Μέρι.

Ο Δεντρογένης επανέλαβε τις λέξεις σκεπτικός:

— Λόφος. Ναι, αυτό ήταν. Αλλά είναι Βιαστική λέξη για ένα πράγμα που στέκεται εδώ από τότε που σχηματίστηκε αυτό το μέρος του κόσμου. Δεν πειράζει. Ας τ’ αφήσουμε κι ας πάμε.

— Πού θα πάμε; ρώτησε ο Μέρι.

— Σπίτι μου, ή μάλλον σ’ ένα από τα σπίτια μου, απάντησε ο Δεντρογένης.