Выбрать главу

— Είναι μακριά;

— Δεν ξέρω. Ίσως και να πείτε πως είναι μακριά. Αλλά τι σημασία έχει;

— Να, βλέπεις, έχουμε χάσει όλα μας τα πράγματα, είπε ο Μέρι. Έχουμε μόνο πολύ λίγο φαγητό.

— Ω! Χμ! Δε χρειάζεται να σας απασχολεί αυτό, είπε ο Δεντρογένης. Έχω να σας δώσω ένα ποτό που θα σας διατηρήσει πράσινους και ζωηρούς για πολύν πολύν καιρό. Κι αν αποφασίσουμε να χωρίσουμε, μπορώ να σας αφήσω έξω από τη χώρα μου σ’ όποιο σημείο θέλετε. Πάμε!

Κρατώντας τους χόμπιτ μαλακά, αλλά γερά, έναν στο κάθε χέρι, ο Δεντρογένης σήκωσε πρώτα το ένα μεγάλο πόδι κι ύστερα το άλλο και τα ’φερε στην άκρη του πλατύσκαλου. Τα ριζοδάχτυλά του έπιαναν γερά τα βράχια. Ύστερα, με προσοχή και σοβαρότητα, κατέβηκε αλύγιστα ένα ένα τα σκαλιά κι έφτασε στο Δάσος.

Αμέσως πήρε δρόμο με μεγάλους μετρημένους διασκελισμούς ανάμεσα στα δέντρα, όλο και πιο Βαθιά στο δάσος και ποτέ πολύ μακριά από το ποταμάκι, ανηφορίζοντας σταθερά προς τις πλαγιές των βουνών. Πολλά από τα δέντρα φαίνονταν να κοιμούνται ή να μη δίνουν προσοχή ούτε σ’ αυτόν ούτε σε οποιοδήποτε άλλο πλάσμα που απλώς περνούσε· αλλά μερικά τρεμούλιαζαν κι άλλα σήκωναν ψηλά τα κλαδιά τους πάνω απ’ το κεφάλι του όταν πλησίαζε. Όλη την ώρα που περπατούσε, μιλούσε μοναχός του, μια μακριά ασταμάτητη ροή μουσικών ήχων.

Οι χόμπιτ ήταν σιωπηλοί γι’ αρκετή ώρα. Ένιωθαν, κι ας φαινόταν παράξενο, ασφάλεια κι άνεση κι είχαν ένα σωρό πράγματα να σκεφτούν και ν’ απορήσουν. Τέλος, ο Πίπιν τόλμησε να ξαναμιλήσει.

— Σε παρακαλώ, Δεντρογένη, είπε, θα μπορούσα να σε ρωτήσω κάτι; Γιατί ο Σέλεμπορν μας είπε να φυλαγόμαστε απ’ το δάσος σου; Μας είπε να μη διακινδυνεύσουμε να μπερδευτούμε μέσα του.

— Χμ, έτσι σας είπε; βούισε υπόκωφα ο Δεντρογένης. Κι εγώ θα μπορούσα να σας είχα πει τα ίδια περίπου, αν πηγαίνατε στην αντίθετη κατεύθυνση. Να μη διακινδυνεύσετε να μπερδευτείτε στα δάση του Laurelindórenan! Έτσι συνήθιζαν να το λένε τα Ξωτικά, αλλά τώρα συντομεύουν τ’ όνομα: το λένε Lothlórien. Μπορεί και να ’χουν δίκιο: ίσως ν’ αργοσβήνει τώρα και να μη μεγαλώνει. Γη της Κοιλάδας του Τραγουδιστού Χρυσαφιού, έτσι ήταν κάποτε. Τώρα είναι τ’ Ονειρολούλουδο. Α! καλά! Αλλά είναι παράξενο μέρος και δεν είναι για τον καθένα να μπαίνει μέσα σ’ αυτό. Μου κάνει έκπληξη που τα καταφέρατε και βγήκατε, αλλά ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη το ότι μπήκατε: αυτό δεν έχει συμβεί σε ξένους εδώ και πολλά χρόνια. Είναι παράξενος τόπος.

»Το ίδιο κι αυτός εδώ. Πολλούς τους βρήκε κακό εδώ. Ναι, κακό. Laurelindórenan lindelorendor malinornélion ornemalin, σιγοτραγούδησε. Μένουν πίσω απ’ τον κόσμο θα ’λεγα, είπε. Τίποτα σ’ αυτή τη χώρα, ούτε τίποτ’ άλλο έξω από το Χρυσαφένιο Δάσος, δεν είναι αυτό που ήταν όταν ο Σέλεμπορν ήταν νέος. Όμως:

Taurelilómëa-tumbalemorna Tumbaletaurëa Lómëanor,

έτσι συνήθιζαν να λένε. Τα πράγματα έχουν αλλάξει, αλλά αυτό εξακολουθεί να ισχύει για μερικούς τόπους.

— Τι θες να πεις, είπε ο Πίπιν. Τι ισχύει;

— Τα δέντρα και οι Εντ, είπε ο Δεντρογένης. Κι εγώ ο ίδιος δεν καταλαβαίνω όσα γίνονται, γι’ αυτό και δεν μπορώ να σας εξηγήσω. Μερικοί από μας είναι σωστοί Εντ κι αρκετά ζωηροί, με τον τρόπο μας, αλλά πολλοί άρχίζουν να νυστάζουν, να δεντρίζουν, όπως θα λέγατε. Τα περισσότερα από τα δέντρα είναι απλώς δέντρα, φυσικά· αλλά μερικά έχουν μισοξυπνήσει. Μερικά είναι εντελώς ξυπνητά και λίγα, να, α, λοιπόν μερικά Εντίζουν. Κι αυτό γίνεται συνέχεια.

»Όταν αυτό συμβεί σε κάποιο δέντρο, ανακαλύπτεις πως μερικά έχουν σάπια καρδιά. Και δεν έχει καμιά σχέση με το ξύλο τους: δε θέλω να πω αυτό. Να, εγώ ήξερα κάτι καλές γριές-ιτιές κάτω στον Έντγουός, που έχουν από πολύ παλιά χαθεί, κρίμα! Ήταν εντελώς κούφιες, σάπιες πέρα ως πέρα, αλλά ήσυχες και γλυκομίλητες σαν νεογέννητο φυλλαράκι. Κι έπειτα υπάρχουν μερικά δέντρα στις κοιλάδες, κάτω απ’ τα Βουνά, γερά σαν πέτρες, που είναι σάπια πέρα για πέρα. Κι αυτό φαίνεται να απλώνεται. Κάποτε υπήρχαν μερικά πολύ επικίνδυνα μέρη σ’ αυτή τη χώρα, Κι ακόμα υπάρχουν κάτι πολύ μαύροι τόποι.

— Σαν το Παλιό το Δάσος πέρα στο Βοριά, θες να πεις; ρώτησε ο Μέρι.

— Ναι, ναι, κάπως έτσι, αλλά χειρότερα. Δεν αμφιβάλλω πως υπάρχει κάποια σκιά της Μεγάλης Σκοτεινιάς απλωμένη ακόμα εκεί πέρα, στο Βοριά· και κληρονομιά ολόκληρη από αναμνήσεις κακές. Αλλά υπάρχουν βαθιές κοιλάδες σ’ αυτή τη γη που η Σκοτεινιά δεν έφυγε ποτέ και τα δέντρα είναι πιο γέρικα από μένα. Πάντως, εμείς κάνουμε ό,τι μπορούμε. Κρατάμε έξω τους ξένους και τους ριψοκίνδυνους— εκπαιδεύουμε και διδάσκουμε, περπατάμε και ξεχορταριάζουμε.

»Εμείς οι παλιοί οι Εντ είμαστε δεντροβοσκοί. Πολύ λίγοι έχουν μείνει από μας τώρα. Λένε πως τα πρόβατα γίνονται σαν το βοσκό κι ο βοσκός σαν τα πρόβατα· αλλά σ’ αυτούς συμβαίνει αργά και ούτε οι βοσκοί ούτε τα πρόβατα δε βρίσκονται πολύν καιρό στον κόσμο. Συμβαίνει γρηγορότερα και με μεγαλύτερη ευκολία στα δέντρα και στους Εντ, και βαδίζουν μες στους αιώνες μαζί. Γιατί οι Εντ μοιάζουν περισσότερο στα Ξωτικά — ενδιαφέρονται λιγότερο για τον εαυτό τους απ’ ό,τι οι Άνθρωποι, και ενδιαφέρονται περισσότερο να εισχωρούν σε άλλα πράγματα. Κι όμως, απ’ την άλλη μεριά, οι Εντ μοιάζουν περισσότερο στους Ανθρώπους στο ότι αλλάζουν ευκολότερα από τα Ξωτικά και παίρνουν πιο γρήγορα το χρώμα του περιβάλλοντος, μπορείς να πεις. Ή καλύτεροι κι απ’ τους δύο: γιατί είναι πιο σταθεροί κι αφοσιώνονται σε κάτι για πολύ περισσότερο καιρό.