»Μερικοί της γενιάς μου μοιάζουν ίδια δέντρα και χρειάζονται κάτι πολύ μεγάλο για να ξεσηκωθούν και μιλούν μόνο ψιθυριστά. Αλλά μερικά από τα δέντρα μου έχουν ευλύγιστο κορμί και πολλά μπορούν και μου μιλούν. Τα Ξωτικά το άρχισαν, φυσικά, ξυπνώντας τα δέντρα και διδάσκοντάς τα να μιλούν και μαθαίνοντας τη δεντρο-γλώσσα τους. Τα παλιά τα Ξωτικά πάντα ήθελαν να μιλούν στο καθετί. Ύστερα όμως ήρθε η Μεγάλη Σκοτεινιά κι αυτά έφυγαν πέρα από τη Θάλασσα ή ξέφυγαν σε μακρινές κοιλάδες και κρύφτηκαν κι έφτιαξαν τραγούδια για τις μέρες που δε θα ξανάρθουν πια. Ποτέ πια. Ναι, ναι, κάποτε ήταν ένα δάσος από δω ως τα Βουνά Λουν κι αυτό εδώ ήταν απλώς η Ανατολική Άκρη.
»Εκείνες ήταν οι ανέμελες μέρες! Ήταν καιρός που μπορούσα να βαδίζω και να τραγουδώ όλη τη μέρα και να μην ακούω τίποτα άλλο πέρα απ’ τον αντίλαλο της φωνής μου στους βαθουλωτούς λόφους. Τα δάση ήταν σαν τα δάση του Λοθλόριεν, μονάχα πιο πυκνά, πιο δυνατά, πιο νέα. Κι ο αέρας είχε ένα άρωμα! Συνήθιζα να περνώ μια βδομάδα ολόκληρη αναπνέοντας μονάχα.
Ο Δεντρογένης έμεινε σιωπηλός, περπατούσε, κι όμως δεν έκανε σχεδόν τον παραμικρό θόρυβο με τα μεγάλα του πόδια. Αρχισε να σιγομουρμουρίζει πάλι κι ύστερα να σιγοψέλνει. Σιγά σιγά οι χόμπιτ κατάλαβαν πως τραγουδούσε γι’ αυτούς.
Σταμάτησε να ψέλνει και συνέχισε να βαδίζει σιωπηλά, και σ’ όλο το δάσος, ως εκεί που άκουγε τ’ αυτί, δεν ακουγόταν τίποτα.
Η μέρα πλησίασε στο τέλος της και το λυκόφως άρχισε να τυλίγεται γύρω απ’ τους κορμούς των δέντρων. Τέλος, οι χόμπιτ είδαν να υψώνεται θαμπά μπροστά τους μια ανηφορική σκοτεινή περιοχή: είχαν φτάσει στους πρόποδες των βουνών και στις πράσινες ρίζες του ψηλού Μεθέντρας. Κατηφορίζοντας την πλαγιά ο νεαρός Έντγουός ξεπηδούσε απ’ τις πηγές του ψηλά κι έτρεχε όλο θόρυβο σκαλί σκαλί να τους ανταμώσει. Στα δεξιά του νερού υπήρχε μια μακριά πλαγιά, ντυμένη με γρασίδι, γκρίζα τώρα στο δειλινό. Εκεί δε φύτρωναν δέντρα κι ήταν ξεσκέπαστη στον ουρανό· τ’ αστέρια έλαμπαν κιόλας μέσα σε λίμνες κι ανάμεσα σε συννεφένια ακρογιάλια.
Ο Δεντρογένης ανηφόρισε την πλαγιά δίχως σχεδόν να κόψει το βήμα του. Ξαφνικά, μπροστά τους, οι δυο χόμπιτ είδαν ένα μεγάλο άνοιγμα. Δύο θεόρατα δέντρα στέκονταν εκεί, δεξιά κι αριστερά, σαν ζωντανές παραστάδες· αλλά πόρτα δεν υπήρχε εκτός απ’ τα μπλεγμένα τους κλαδιά. Καθώς ο γερο-Εντ πλησίασε, τα δέντρα σήκωσαν ψηλά τα κλαδιά τους κι όλα τους τα φύλλα τρεμούλιασαν και θρόισαν. Γιατί ήταν αειθαλή δέντρα και τα φύλλα τους ήταν σκουρόχρωμα και γυαλιστερά και λαμπύριζαν στο μισόφωτο. Από πίσω είχε ένα ευρύχωρο πλάτωμα, σαν το δάπεδο κάποιας μεγάλης αίθουσας, που ήταν κομμένο μέσα στην πλαγιά του λόφου. Κι απ’ τις δύο πλευρές οι τοίχοι ανέβαιναν πενήντα πόδια ή και ψηλότερα και παράλληλα σε κάθε τοίχο υπήρχε από μια σειρά δέντρα που όλο γίνονταν ψηλότερα όσο προχωρούσαν πιο βαθιά.
Στην απέναντι άκρη ο πέτρινος τοίχος ήταν γυμνός και κάθετος, αλλά στη βάση του ήταν σκαμμένος και σχημάτιζε ένα ρηχό κοίλωμα με τοξωτή οροφή — τη μοναδική οροφή σ’ όλη την αίθουσα, αν εξαιρέσουμε τα κλαδιά των δέντρων που στην άκρη στο βάθος σκέπαζαν από πάνω όλο τον τόπο αφήνοντας μονάχα ένα φαρδύ ξεσκέπαστο διάδρομο στη μέση. Απ’ τις πηγές ψηλά ξέφευγε ένα μικρό ρυάκι που άφηνε το πολύ νερό κι έπεφτε κελαρύζοντας απ’ το κάθετο μέτωπο του βράχου, ρίχνοντας ασημένιες σταγόνες, σαν μια λεπτή κουρτίνα μπροστά απ’ το τοξωτό κοίλωμα. Το νερό ξαναμαζευόταν σε μια πέτρινη γούρνα στο δάπεδο ανάμεσα στα δέντρα κι από κει κυλούσε πλάι στο ξεσκέπαστο μονοπάτι κι έβγαινε έξω για να ξαναβρεί τον Έντγουός στο ταξίδι του μέσ’ από το δάσος.