— Χμ! Εδώ είμαστε! είπε ο Δεντρογένης κόβοντας τη μακριά σιωπή του. Σας έχω φέρει κάπου εβδομήντα χιλιάδες βήματα Εντ, αλλά τι αντιστοιχεί στο μέτρημα της δικής σας χώρας δεν το ξέρω. Πάντως βρισκόμαστε κοντά στις ρίζες του Τελευταίου Βουνού. Ένα κομμάτι απ’ τ’ όνομα αυτού του μέρους θα μπορούσε να λέγεται Κεφαλάρι, αν το μεταφράζαμε στη δική σας γλώσσα. Μου αρέσει. Απόψε θα μείνουμε εδώ.
Τους ακούμπησε στο χορτάρι ανάμεσα στο διάδρομο των δέντρων κι αυτοί τον ακολούθησαν προς τη μεγάλη καμάρα. Οι χόμπιτ τώρα πρόσεξαν πως καθώς περπατούσε τα γόνατά του μόλις που λύγιζαν, αλλά τα πόδια του έκαναν μεγάλες δρασκελιές. Έβαζε τα μεγάλα του δάχτυλα (κι ήταν πραγματικά μεγάλα και πολύ φαρδιά) στη γη πρώτα, πριν από κάθε άλλο σημείο των ποδιών του.
Για μια στιγμή ο Δεντρογένης στάθηκε κάτω απ’ τη βροχή του νερού της πηγής και πήρε μια βαθιά αναπνοή· ύστερα γέλασε και μπήκε μέσα. Εκεί είχε ένα μεγάλο πέτρινο τραπέζι, καρέκλες όμως δεν είχε πουθενά. Το βάθος του κοιλώματος ήταν κιόλας πολύ σκοτεινό. Ο Δεντρογένης σήκωσε δύο μεγάλα δοχεία και τ’ ακούμπησε στο τραπέζι. Φαίνονταν γεμάτα νερό· αλλ’ αυτός έβαλε τα χέρια του από πάνω τους κι αμέσως άρχισαν να φεγγοβολούν το ένα με χρυσό και το άλλο μ’ ένα πλούσιο πράσινο φως· και τα δυο αυτά φώτα μαζί φώτιζαν το κοίλωμα, λες κι ακτινοβολούσε ο ήλιος του καλοκαιριού, περνώντας ανάμεσα από νεαρές φυλλωσιές. Κοιτάζοντας πίσω οι χόμπιτ είδαν πως τα δέντρα έξω είχαν κι αυτά αρχίσει να φέγγουν, ανεπαίσθητα στην αρχή, και δυνάμωναν σταθερά, ώσπου το κάθε φύλλο είχε μια φωτεινή μπορντούρα: άλλα πράσινη, άλλα χρυσή, άλλα κόκκινη σαν το χαλκό· ενώ οι κορμοί των δέντρων έμοιαζαν σαν κολόνες φτιαγμένες από φεγγοβόλα πέτρα.
— Λοιπόν, λοιπόν, τώρα μπορούμε να κουβεντιάσουμε ξανά, είπε ο Δεντρογένης. Φαντάζομαι πως θα διψάτε. Ίσως να είσαστε και κουρασμένοι. Για πιείτε αυτό εδώ!
Πήγε στο βάθος του κοιλώματος και τότε είδαν πως εκεί ήταν στημένα αρκετά ψηλά πέτρινα πιθάρια, με βαριά καπάκια. Σήκωσε ένα καπάκι και βούτηξε μέσα μια μεγάλη κουτάλα και μ’ αυτή γέμισε τρεις κούπες, μια πολύ μεγάλη και δυο μικρότερες.
— Αυτό είναι σπιτικό Εντ, είπε, και φοβάμαι πως δεν έχει καθίσματα. Αλλά μπορείτε να καθίσετε στο τραπέζι.
Σηκώνοντας τους χόμπιτ τους έβαλε στη μεγάλη πέτρινη πλάκα, έξι πόδια ψηλότερα απ’ τη γη, κι εκεί κάθισαν με τα πόδια να κρέμονται κάτω κι έπιναν γουλιά γουλιά.
Το ποτό έμοιαζε σαν νερό, μάλιστα έμοιαζε πολύ στη γεύση μ’ αυτό που είχαν πιει απ’ τον Έντγουός κοντά στις άκρες του δάσους, αλλ’ όμως είχε κάποιο άρωμα ή γεύση που δεν μπορούσαν να περιγράψουν: ήταν ανεπαίσθητη, αλλά τους θύμιζε το άρωμα κάποιου μακρινού δάσους, φερμένο από μακριά με το δροσερό αεράκι τη νύχτα. Η επίδραση του ποτού άρχιζε από τα δάχτυλα των ποδιών κι ανέβαινε σταθερά σ’ όλο το κορμί, δίνοντας δροσιά και δύναμη στο πέρασμά του ως τις άκρες των μαλλιών τους. Και, στ’ αλήθεια, οι χόμπιτ ένιωσαν πως τα μαλλιά στο κεφάλι τους ορθώθηκαν, κι άρχισαν να κυματίζουν, να σγουραίνουν και να μεγαλώνουν. Όσο για το Δεντρογένη, αυτός έπλυνε πρώτα τα πόδια του στη γούρνα έξω απ’ την καμάρα κι ύστερα κατέβασε την κούπα του με μια ρουφηξιά, μια μεγάλη, αργή ρουφηξιά. Οι χόμπιτ νόμισαν πως ποτέ δε θα σταματήσει.
Τέλος, άφησε πάλι κάτω την κούπα.
— Αχ, αχ! αναστέναξε. Χμ, χουμ, τώρα μπορούμε να κουβεντιάσουμε πιο άνετα. Εσείς μπορείτε να καθίσετε στο πάτωμα κι εγώ θα ξαπλώσω κάτω· έτσι το ποτό δε θ’ ανέβει αμέσως στο κεφάλι μου για να με κοιμίσει.
Στα δεξιά του κοιλώματος είχε ένα μεγάλο κρεβάτι με χαμηλά πόδια, όχι πάνω από δύο πόδια ύψος, πυκνοσκεπασμένο με ξερά χορτάρια και φτέρες. Ο Δεντρογένης ξάπλωσε πάνω του αργά (μόνο η μέση του φάνηκε να λυγίζει ανεπαίσθητα), ώσπου ξαπλώθηκε ολόκληρος με τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι, κοιτάζοντας το ταβάνι, όπου τρεμόπαιζαν τα φώτα, όπως παιχνίδιζαν τα φύλλα στο φως του ήλιου. Ο Μέρι κι ο Πίπιν κάθισαν δίπλα του σε χορταρένια μαξιλάρια.