— Τώρα πείτε μου την ιστορία σας και μη βιαστείτε! είπε ο Δεντρογένης.
Οι χόμπιτ άρχισαν να του εξιστορούν τις περιπέτειες τους, από τότε που έφυγαν απ’ το Χόμπιτον. Δεν ακολουθούσαν κανονική σειρά, γιατί ο ένας έκοβε συνεχώς τον άλλο κι ο Δεντρογένης συχνά σταματούσε τον ομιλητή και πήγαινε πίσω σε κάποιο προηγούμενο σημείο ή πηδούσε μπροστά κάνοντας ερωτήσεις για κατοπινά γεγονότα, Δεν είπαν τίποτα απολύτως για το Δαχτυλίδι και δεν του είπαν πώς ή γιατί ξεκίνησαν ή που πήγαιναν· κι εκείνος δε ζήτησε εξηγήσεις.
Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για το καθετί: για τους Μαύρους Καβαλάρηδες, για τον Έλροντ και το Σκιστό Λαγκάδι, για το Παλιό το Δάσος και τον Τομ Μπομπαντίλ, για τα Ορυχεία της Μόρια, το Λοθλόριεν και την Γκαλάντριελ. Τους έβαλε να του περιγράψουν το Σάιρ και τις γύρω περιοχές πολλές φορές. Και σ’ αυτό το σημείο είπε κάτι παράξενο.
— Δεν είδατε ποτέ σας τίποτα, χμ, τίποτα Εντ εκεί γύρω είδατε; ρώτησε. Δηλαδή, όχι Εντ, Γυναίκες Εντ θα έπρεπε να πω.
— Γυναίκες Εντ; είπε ο Πίπιν. Σου μοιάζουν καθόλου;
— Ναι, χμ, λοιπόν, όχι: δεν το καλοξέρω τώρα, είπε ο Δεντρογένης σκεφτικός. Αλλά θα τους άρεσε η χώρα σας, γι’ αυτό ρώτησα.
Όμως ο Δεντρογένης έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για ό,τι είχε σχέση με τον Γκάνταλφ· κι ακόμα μεγαλύτερο για τα έργα του Σάρουμαν. Οι χόμπιτ πολύ λυπήθηκαν που ήξεραν τόσα λίγα γύρω απ’ αυτά: μόνο κάτι λίγα που είχε αναφέρει ο Σαμ για το τι είχε πει ο Γκάνταλφ στο Συμβούλιο. Αλλά, οπωσδήποτε, ήταν σίγουροι πως ο Ουγκλούκ κι ο λόχος του έρχονταν απ’ το Ίσενγκαρντ κι έλεγαν πως αφέντης τους ήταν ο Σάρουμαν.
— Χμ, χουμ! είπε ο Δεντρογένης, όταν τέλος η ιστορία τους είχε ξετυλιχτεί κι είχε φτάσε στη μάχη των Ορκ και των Καβαλάρηδων του Ρόαν. Λοιπόν, λοιπόν! Αυτά ήταν, χωρίς αμφιβολία, ένα σωρό νέα. Δε μου τα είπατε όλα, όχι Βέβαια, γι’ αυτό είμαι σίγουρος. Αλλά δεν αμφιβάλλω πως κάνετε όπως θα το ’θελε ο Γκάνταλφ. Κάτι πολύ μεγάλο γίνεται, αυτό το βλέπω καθαρά και ίσως μάθω και τι είναι, στον καιρό του ή παράωρα. Μα τις ρίζες και τα κλαδιά, παράξενη αυτή η υπόθεση· και να ξεφυτρώνουν κάτι μικρούληδες που δε βρίσκονται στους παλιούς καταλόγους και να δείτε! οι Εννιά ξεχασμένοι Καβαλάρηδες παρουσιάζονται ξανά και τους κυνηγούν, κι ο Γκάνταλφ τους παίρνει μαζί σ’ ένα μεγάλο ταξίδι, κι η Γκαλάντριελ τους φιλοξενεί στο Κάρας Γκαλάντον, και οι Ορκ τους καταδιώκουν μέσ’ απ’ όλες τις λεύγες της Έρημης Χώρας· μου φαίνεται μάλιστα πως έχουν μπλεχτεί σε μεγάλη καταιγίδα. Ελπίζω να τα βγάλουν πέρα!
— Κι εσύ; ρώτησε ο Μέρι.
— Χουμ, χμ, εγώ δε νοιάζομαι για τους Μεγάλους Πολέμους, είπε ο Δεντρογένης· αυτοί απασχολούν κυρίως τα Ξωτικά και τους Ανθρώπους. Αυτό είναι η δουλειά των Μάγων — οι Μάγοι πάντα ανησυχούν για το μέλλον. Εμένα δε μ’ αρέσει ν’ αγωνιώ για το μέλλον. Και γι’ αυτό δεν είμαι τελείως με το μέρος κανενός, γιατί κανείς δεν είναι εντελώς με το μέρος μου, αν με καταλαβαίνετε: κανείς δε νοιάζεται για τα δάση όπως εγώ, ούτε καν τα Ξωτικά ακόμα, αυτές τις μέρες. Πάντως, συμπαθώ τα Ξωτικά περισσότερο απ’ τους άλλους: αυτά ήταν που θεράπευσαν την αδυναμία μας να μιλήσουμε εδώ και πολύ παλιά κι αυτό ήταν δώρο πολύ μεγάλο που δεν ξεχνιέται, αν κι από τότε οι δρόμοι μας έχουν χωρίσει. Και, φυσικά, υπάρχουν κι ορισμένα πράγματα, που δεν είμαι καθόλου με το μέρος τους: αυτοί — οι burárum (έκανε ξανά το βαθύ βουητό της αηδίας) — αυτοί οι Ορκ και τ’ αφεντικά τους.
»Ανησυχούσα κάποτε, όταν η σκιά είχε απλωθεί στο Δάσος της Σκοτεινιάς, αλλά όταν έφυγε και πήγε στη Μόρντορ δε νοιάστηκα για αρκετό καιρό — η Μόρντορ βρίσκεται πάρα πολύ μακριά. Αλλά φαίνεται πως ο αέρας γυρίζει ανατολικός κι ίσως να πλησιάζει η μέρα να ξεραθούν όλα τα δάση. Και δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να κάνει ένας γερο-Εντ για να αναχαιτίσει την καταιγίδα: πρέπει ή να την αντέξει ή να σπάσει.
»Όμως, ο Σάρουμαν τώρα! Ο Σάρουμαν είναι γείτονας: δεν μπορώ να τον παραβλέψω. Πρέπει μάλλον να κάνω κάτι. Τώρα τελευταία έχω πολλές φορές αναρωτηθεί τι θα πρέπει να κάνω με το Σάρουμαν.
— Ποιος είναι αυτός ο Σάρουμαν; ρώτησε ο Πίπιν. Ξέρεις καθόλου την ιστορία του;
— Ο Σάρουμαν είναι Μάγος, απάντησε ο Δεντρογένης. Δεν μπορώ να πω τίποτα περισσότερο. Δεν ξέρω την ιστορία των Μάγων. Αυτοί για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν όταν τα Μεγάλα Καράβια ήρθαν πέρα από τη Θάλασσα· αλλά ποτέ μου δεν έμαθα αν ήρθαν μαζί με τα Καράβια. Ο Σάρουμαν υπολογιζόταν πολύ μεγάλος ανάμεσά τους, έτσι πιστεύω. Σταμάτησε να πλανιέται και ν’ ασχολείται με τις υποθέσεις των Ανθρώπων και των Ξωτικών, εδώ κι αρκετό καιρό· κι εγκαταστάθηκε στο Ανγκρενόστ ή Ίσενγκαρντ, όπως το λένε οι Άνθρωποι του Ρόαν. Στην αρχή ήταν πολύ ήσυχος, αλλά η φήμη του άρχισε να μεγαλώνει. Τον διάλεξαν αρχηγό του Λευκού Συμβουλίου, λένε· αλλ’ αυτό δεν είχε επιτυχία. Σκέπτομαι τώρα μήπως από τότε ακόμα ο Σάρουμαν είχε αρχίσει να παίρνει δρόμους σκοτεινούς. Πάντως, όμως, συνήθιζε να μην ενοχλεί τους γείτονές τους. Κάποτε κουβεντιάζαμε μαζί. Υπήρξε καιρός που συνέχεια τριγυρνούσε στα δάση μου. Εκείνες τις μέρες ήταν ευγενικός, ζητώντας πάντοτε την άδειά μου (τουλάχιστον όταν με συναντούσε)· και ήταν πάντα πρόθυμος ν’ ακούσει. Του είπα πολλά πράγματα που ποτέ δε θα ’χε ανακαλύψει μονάχος του· αλλά ποτέ δε μου το ανταπέδωσε. Δε θυμάμαι να μου είπε ποτέ κάτι. Και γινόταν έτσι όλο και περισσότερο· το πρόσωπό του, όπως το θυμάμαι — δεν το έχω δει εδώ και πολύν καιρό -, έγινε σαν παράθυρο σε πέτρινο τοίχο: παράθυρο με παντζούρια από μέσα.