Выбрать главу

»Νομίζω πως τώρα καταλαβαίνω τι μαγειρεύει. Σχεδιάζει να γίνει Δύναμη. Το μυαλό του μοιάζει μηχανή με γρανάζια· δε νοιάζεται για τα πράγματα που φυτρώνουν και μεγαλώνουν, παρά μόνο αν τον εξυπηρετούν κάποια στιγμή. Είναι τώρα φανερό πως είναι μαύρος προδότης. Έχει δημιουργήσει σχέσεις με όντα πονηρά, με Ορκ. Μπρμ, χουμ! Κι ακόμα χειρότερο: κάτι τους έχει κάνει· κάτι επικίνδυνο. Γιατί αυτοί οι Ισενγκαρντιανοί μοιάζουν πολύ με κακούς Ανθρώπους. Σημάδι όλων των πονηρών όντων, που ήρθαν με τη μεγάλη Σκοτεινιά, είναι πως δεν μπορούν να υποφέρουν τον Ήλιο· αλλά οι Ορκ του Σάρουμαν μπορούν να τον αντέξουν, παρ’ όλο που τον μισούν. Αναρωτιέμαι τι να ’χει κάνει; Είναι τάχα Άνθρωποι που τους έχει καταστρέψει ή έχει διασταυρώσει τις ράτσες των Ορκ και των Ανθρώπων; Κάτι τέτοιο θα ήταν φοβερό!

Ο Δεντρογένης για μια στιγμή μουρμούρισε κάτι, λες κι έλεγε κάποια βαθιά, υπόγεια Εντική κατάρα.

— Εδώ κι αρκετό καιρό άρχισα ν’ αναρωτιέμαι πώς οι Ορκ τολμούσαν να περνοδιαβαίνουν τα δάση μου τόσο ελεύθερα, συνέχισε. Τώρα τελευταία μόνον κατάλαβα πως έφταιγε ο Σάρουμαν και πως από παλιά κατασκόπευε όλα τα μονοπάτια και μάθαινε τα μυστικά μου. Τώρα αυτός και τ’ απαίσια όντα του φέρνουν την καταστροφή. Πέρα στα σύνορα κόβουν δέντρα — καλά δέντρα. Μερικά δέντρα τα κόβουν και τ’ αφήνουν να σαπίσουν έτσι — απ’ την κακία τους· αλλά τα πιο πολλά τα πελεκάνε και τα πάνε να τροφοδοτήσουν τις φωτιές του Όρθανκ. Τις μέρες αυτές βγαίνει πάντα καπνός απ’ το Ίσενγκαρντ.

»Καταραμένος να ’ναι, μα τις ρίζες και τα κλαδιά! Πολλά απ’ τα δέντρα εκείνα ήταν φίλοι μου, πλάσματα που τα ήξερα από καρύδι ή βελανίδι· πολλά είχαν δική τους φωνή, που είναι χαμένη πια. Κι έχει τώρα ερημιές όλο κούτσουρα κι αγκάθια εκεί που κάποτε τραγουδούσαν σύδεντρα. Έμεινα αργός. Άφησα τα πράγματα να περάσουν έτσι. Πρέπει όμως να σταματήσει αυτό!

Ο Δεντρογένης ανασηκώθηκε απ’ το κρεβάτι του μ’ ένα τίναγμα, σηκώθηκε όρθιος και χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι. Τα κύπελλα με το φως τρεμούλιασαν και πέταξαν φλόγες. Μια πράσινη φωτιά τρεμόπαιξε στα μάτια του και η γενειάδα του πετάχτηκε έξω σαν μεγάλη σκούπα από κλαδιά.

— Θα το σταματήσω! βρόντησε. Κι εσείς θα ’ρθείτε μαζί μου. Ίσως μπορέσετε να με βοηθήσετε. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα βοηθήσετε και τους φίλους σας· γιατί, αν δεν ανακόψουμε το Σάρουμαν, το Ρόαν και η Γκόντορ θα έχουν έναν εχθρό μπροστά κι άλλον από πίσω. Οι δρόμοι μας πάνε μαζί — στο Ίσενγκαρντ!

— Θα έρθουμε μαζί σου, είπε ο Μέρι. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε.

— Ναι! είπε ο Πίπιν. Πολύ θα ’θελα να δω να πέφτει το Άσπρο Χέρι. Θα μ’ άρεσε να βρεθώ εκεί, ακόμα κι αν δε φανώ και πολύ χρήσιμος: ποτέ δε θα ξεχάσω τον Ουγκλούκ και την πορεία μέσ’ απ’ το Ρόαν.

— Ωραία! Ωραία! είπε ο Δεντρογένης. Μίλησα όμως βιαστικά. Δεν πρέπει να βιαζόμαστε. Άναψα πολύ. Πρέπει να δροσιστώ και να σκεφτώ· γιατί είναι ευκολότερο να φωνάζουμε στοπ! παρά να το κάνουμε.

Πήγε στην καμάρα και στάθηκε λίγη ώρα κάτω απ’ τη Βροχή της πύλης. Ύστερα γέλασε και τινάχτηκε και όπου οι νεροσταγόνες έπεσαν λάμποντας κάτω γυάλιζαν σαν κόκκινες και πράσινες σπίθες. Γύρισε πίσω, ξαπλώθηκε ξανά στο κρεβάτι κι έμεινε σιωπηλός.

Ύστερα από λίγη ώρα οι χόμπιτ τον άκουσαν πάλι να μουρμουρίζει. Φαινόταν να μετράει με τα δάχτυλα του.

— Φάνγκορν, Φίνγκλας, Φλάντριφ, ναι, ναι, αναστέναξε. Το κακό είναι πως έχουμε μείνει τόσο λίγοι, είπε γυρίζοντας στους χόμπιτ. Μόνο τρεις μένουν από τους πρώτους Εντ που περπατούσαν στα δάση πριν τη Σκοτεινιά: μονάχα εγώ, ο Φάνγκορν, ο Φίνγκλας κι ο Φλάντριφ — για να τους πω με τα Ξωτικά τους ονόματα· μπορείτε να τους πείτε ο Φυλλωσιάς κι ο Φλούδας, αν σας αρέσει καλύτερα έτσι. Κι απ’ τους τρεις μας ο Φυλλωσιάς κι ο Φλούδας δεν κάνουν και πολύ γι’ αυτή τη δουλειά. Ο Φυλλωσιάς έχει νυστάξει, έχει δεντρίσει σχεδόν, μπορείτε να πείτε: του έχει γίνει συνήθεια να στέκεται μονάχος, μισοκοιμισμένος όλο το καλοκαίρι με το ψηλό χορτάρι των λιβαδιών ολόγυρα στα γόνατά του. Είναι σκεπασμένος φυλλένια μαλλιά, βέβαια. Συνήθιζε να ξυπνάει το χειμώνα· αλλά τώρα τελευταία νυστάζει τόσο, που ακόμα και τότε δεν περπατάει μακριά. Ο Φλούδας ζούσε στις βουνοπλαγιές, δυτικά του Ίσενγκαρντ. Εκεί που έχει γίνει το περισσότερο κακό. Τον τραυμάτισαν οι Ορκ, και πολλοί απ’ τους δικούς του κι απ’ τα δεντρο-κοπάδια του τα ’χουν δολοφονήσει ή αφανίσει. Έχει ανέβει στα ψηλά μέρη, ανάμεσα στις σημύδες, που τις αγαπάει περισσότερο, και δεν κατεβαίνει. Πάντως, θα ’λεγα πως μπορώ να συγκεντρώσω αρκετούς απ’ τους πιο νέους από μας — αν μπορούσα να τους κάνω να καταλάβουν την ανάγκη· αν μπορούσα να τους ξεσηκώσω; δεν είμαστε βιαστικός λαός. Τι κρίμα που είμαστε τόσο λίγοι!