Выбрать главу

— Γιατί είσαστε τόσο λίγοι, αφού ζείτε σ’ αυτή τη χώρα τόσα χρόνια; ρώτησε ο Πίπιν. Έχουν πεθάνει πολλοί;

— Ω, όχι! είπε ο Δεντρογένης. Κανείς μας δεν έχει πεθάνει από εσωτερική αιτία, όπως θα λέγατε. Μερικούς τους βρήκε κακό στο πέρασμα των χρόνων, φυσικά· και άλλοι έχουν δεντρίσει. Αλλά ποτέ δεν ήμαστε πολλοί και δεν έχουμε αυξηθεί. Δεν έχουμε Έντιγκλ — παιδιά, θα λέγατε, εδώ και αμέτρητα χρόνια. Βλέπετε, χάσαμε τις Γυναίκες-Εντ.

— Τι κρίμα! είπε ο Πίπιν. Πώς και πέθαναν όλες;

— Δεν πέθαναν! είπε ο Δεντρογένης. Δεν είπα καθόλου πως πέθαναν. Τις χάσαμε, είπα. Τις χάσαμε και δεν μπορούμε να τις βρούμε — αναστέναξε. Νόμισα πως το ’ξερε ο περισσότερος κόσμος. Υπήρχαν τραγούδια που έλεγαν για το ψάξιμο των Εντ για τις Γυναίκες-Εντ, που τα τραγουδούσαν τα Ξωτικά και οι Άνθρωποι από το Δάσος της Σκοτεινιάς ως την Γκόντορ. Δεν μπορεί να ’χουν εντελώς λησμονηθεί.

— Λοιπόν, φοβάμαι πως τα τραγούδια δεν έχουν έρθει δυτικά απ’ τα Βουνά ως το Σάιρ, είπε ο Μέρι. Δε θα μας πεις κάτι ακόμα ή κανένα απ’ τα τραγούδια;

— Ναι, και βέβαια, είπε ο Δεντρογένης, δείχνοντας ευχαριστημένος που του το ζήτησαν. Αλλά δεν μπορώ να το πω κανονικά, μόνο με λίγα λόγια· κι ύστερα πρέπει να σταματήσουμε την κουβέντα μας· αύριο έχουμε να συγκαλέσουμε συμβούλια, να κάνουμε δουλειά και μπορεί ν’ αρχίσουμε κι ένα ταξίδι.

— Είναι κάπως παράξενη και λυπητερή ιστορία, συνέχισε ύστερα από μια διακοπή. Όταν ο κόσμος ήταν νέος και τα δάση πλατιά κι άγρια, οι Εντ κι οι Γυναίκες-Εντ — και τότε ήταν Κοπέλες-Εντ: αχ! πόσο όμορφη ήταν η Φίμπρεθιλ, η ελαφροπόδαρη Λυγερόκλαδη, τις μέρες που ήμασταν νέοι! — περπατούσαν μαζί και ζούσαν μαζί. Αλλά οι καρδιές μας δε μεγάλωναν όμοια: οι Εντ έδωσαν την αγάπη τους στα πράγματα που συναντούσαν στον κόσμο και οι Γυναίκες-Εντ έδωσαν τη σκέψη τους σ’ άλλα πράγματα, γιατί οι Εντ αγαπούσαν τα μεγάλα δέντρα και τα άγρια δάση και τις πλαγιές των ψηλών λόφων έπιναν απ’ τα βουνίσια ρέματα κι έτρωγαν μόνο τα φρούτα που άφηναν τα δέντρα να πέσουν στο δρόμο τους· κι έμαθαν από τα Ξωτικά και μίλησαν με τα Δέντρα. Οι Γυναίκες-Εντ όμως αφοσιώθηκαν στα μικρότερα δέντρα και στα ηλιοφώτιστα λιβάδια πέρα απ’ τα δάση· κι έβλεπαν τ’ αγριοκορόμηλα στα σύδεντρα και τις αγριομηλιές και τις κερασιές ν’ ανθίζουν την άνοιξη και τα πράσινα αρωματικά φυτά στα ποτιστικά μέρη το καλοκαίρι και τα χόρτα να σποριάζουν στα φθινοπωριάτικα χωράφια. Δεν επιθυμούσαν να κουβεντιάσουν μ’ αυτά τα πράγματα· αλλά ζητούσαν απ’ αυτά να τις ακούνε και να υπακούνε σ’ ό,τι τους έλεγαν. Οι Γυναίκες-Εντ τα διέταζαν να φυτρώνουν σύμφωνα με τις επιθυμίες τους και να βγάζουν φύλλα και καρπούς καταπώς άρεσε σ’ εκείνες· γιατί οι Γυναίκες-Εντ επιθυμούσαν την τάξη, την αφθονία και την ειρήνη (και μ’ αυτό εννοούσαν πως ήθελαν τα πράγματα να μένουν όπως τα είχαν τακτοποιήσει). Έτσι οι Γυναίκες-Εντ έφτιαξαν κήπους για να μένουν. Αλλά εμείς, οι Εντ, συνεχίσαμε να πλανιόμαστε και στους κήπους πηγαίναμε πότε πότε μονάχα. Ύστερα, όταν η Σκοτεινιά ήρθε στο Βοριά, οι Γυναίκες-Εντ πέρασαν το Μεγάλο Ποταμό κι έφτιαξαν καινούριους κήπους και όργωσαν καινούρια χωράφια, κι εμείς τις βλέπαμε όλο και πιο σπάνια. Όταν κατατροπώθηκε η Σκοτεινιά, η γη των Γυναικών-Εντ άνθισε πλούσια και τα χωράφια τους γέμισαν σιτάρι. Πολλοί άνθρωποι έμαθαν τις τέχνες των Γυναικών-Εντ και τις τιμούσαν πάρα πολύ· αλλά εμείς όμως ήμασταν μόνο ένας θρύλος γι’ αυτούς, ένα μυστικό στην καρδιά του δάσους. Κι όμως, εμείς υπάρχουμε ακόμα εδώ, ενώ όλοι οι κήποι των Γυναικών-Εντ έχουν χαλάσει: οι Άνθρωποι τώρα τους λένε τα Καστανά Χώματα.

»Θυμάμαι, ήταν πολύ παλιά — τον καιρό που πολεμούσε ο Σόρον με τους Ανθρώπους της Θάλασσας -, μου ήρθε η επιθυμία να ξαναδώ τη Φίμπρεθιλ. Στα μάτια μου φάνταζε ακόμα πολύ ωραία, τότε που την είχα δει για τελευταία φορά, αν και πολύ λίγο έμοιαζε με την Κοπέλα-Εντ του παλιού καιρού. Γιατί οι Γυναίκες-Εντ καμπούριασαν και μαύρισαν απ’ τους κόπους τους· τα μαλλιά τους απ’ τον ήλιο πήραν το χρώμα του ώριμου καλαμποκιού και τα μάγουλα τους έγιναν κόκκινα σαν μήλα. Τα μάτια τους όμως ήταν ακόμα τα μάτια του λαού μας. Περάσαμε τον Άντουιν και φτάσαμε στον τόπο τους· αλλά τον βρήκαμε έρημο: όλα ήταν καμένα και ξεριζωμένα, γιατί είχε περάσει ο πόλεμος από κει. Οι Γυναίκες-Εντ δεν ήταν εκεί. Για πολύν καιρό τις φωνάζαμε και για πολύν καιρό ψάξαμε· και όλους όσους συναντούσαμε, τους ρωτούσαμε προς τα πού είχαν πάει οι Γυναίκες-Εντ. Μερικοί έλεγαν πως δεν τις είχαν δει ποτέ και μερικοί έλεγαν πως τις είχαν δει να φεύγουν δυτικά κι άλλοι ανατολικά κι άλλοι στο νότο. Αλλά, όπου κι αν πήγαμε, δεν μπορέσαμε να τις βρούμε πουθενά. Η λύπη μας ήταν πολύ μεγάλη. Όμως το άγριο δάσος μάς καλούσε και γυρίσαμε πίσω. Για πολλά χρόνια συνηθίζαμε κάθε τόσο να βγαίνουμε και να γυρεύουμε τις Γυναίκες-Εντ, πηγαίνοντας πολύ μακριά και φωνάζοντάς τες με τα ωραία τους ονόματα. Αλλά, καθώς περνούσε ο καιρός, βγαίναμε πιο σπάνια και πλανιόμαστε λιγότερο μακριά. Και τώρα οι Γυναίκες-Εντ είναι ανάμνηση για μας και οι γενειάδες μας έγιναν μακριές και γκρίζες. Τα Ξωτικά έφτιαξαν πολλά τραγούδια με θέμα την Αναζήτηση των Εντ και μερικά απ’ αυτά πέρασαν και στις γλώσσες των Ανθρώπων. Εμείς όμως δε φτιάξαμε τραγούδια, μας έφτανε, όποτε σκεφτόμαστε τις Γυναίκες-Εντ, να σιγοτραγουδάμε τα όμορφα ονόματά τους. Πιστεύουμε πως μπορεί να ξανανταμώσουμε στο μέλλον κι ίσως να βρούμε κάπου κάποια γη που να μπορούμε να ζήσουμε κι οι δυο μαζί ευχαριστημένοι. Αλλά η προφητεία λέει πως αυτό θα συμβεί μόνον όταν κι οι δυο μας χάσουμε όλα όσα έχουμε τώρα. Κι ίσως αυτός ο καιρός να πλησιάζει επιτέλους. Γιατί, αν ο Σόρον ο παλιός αφάνισε όλους τους κήπους, ο ίδιος σήμερα φαίνεται πιθανόν πως θα ξεράνει όλα τα δάση.