Ο Δεντρογένης γύρισε και τους άφησε.
Ο Μπρεγκάλαντ στάθηκε αρκετή ώρα εξετάζοντας σοβαρά τους χόμπιτ· και αυτοί τον κοίταζαν κι αναρωτιόντουσαν πότε θα ’δειχνε σημάδια «Βιασύνης». Ήταν ψηλός κι έδειχνε ένας απ’ τους νεότερους Εντ· είχε λεία, γυαλιστερή επιδερμίδα στα χέρια και στα πόδια του· τα χείλια του ήταν κόκκινα και τα μαλλιά του γκριζοπράσινα. Μπορούσε να κουνιέται και να λυγιέται σαν λυγερό δέντρο στον άνεμο. Τέλος, μίλησε κι η φωνή του, αν κι ήταν βαθιά κι ηχηρή, ήταν πιο λεπτή και καθαρή από του Δεντρογένη.
— Χα, χμ, φίλοι μου, ας κάνουμε μια βόλτα! είπε. Είμαι ο Μπρεγκάλαντ, δηλαδή ο Αστραπής στη γλώσσα σας. Αλλ’ αυτό φυσικά είναι απλώς παρατσούκλι. Μ’ έβγαλαν έτσι απ’ τη μέρα που είπα ναι σ’ ένα γεροντότερο Εντ πριν τελειώσει την ερώτησή του. Εγώ επίσης πίνω γρήγορα και βγαίνω έξω, ενώ μερικοί ακόμα βρέχουν τις γενειάδες τους. Ελάτε μαζί μου!
Άπλωσε προς τα κάτω τα καλοφτιαγμένα μακρυδάχτυλα χέρια του κι έπιασε τους χόμπιτ απ’ το χέρι. Όλη εκείνη τη μέρα έκαναν βόλτες στο δάσος μαζί του, τραγουδώντας και γελώντας· γιατί ο Αστραπής γελούσε συχνά. Γελούσε αν ο ήλιος έβγαινε πίσω από κανένα σύννεφο, γελούσε αν συναντούσαν κανένα ποταμάκι ή πηγή: κι ύστερα έσκυβε και κατάβρεχε τα πόδια του και το κεφάλι με νερό· γελούσε μερικές φορές από κάποιο θόρυβο ή ψίθυρο των δέντρων. Όποτε έβλεπε κάποια σουρβιά, σταματούσε λίγο με τα χέρια απλωμένα και τραγουδούσε και λικνιζόταν καθώς τραγουδούσε.
Όταν έπεσε το βράδυ τους έφερε στο σπίτι του: που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια χορταριασμένη πέτρα πάνω σε πρασινάδες, κάτω από ένα πράσινο υψωματάκι. Σουρβιές φύτρωναν έναν κύκλο ολόγυρα κι είχε νερό (όπως σ’ όλα τα σπίτια-Εντ), μια πηγή που ανάβλυζε κελαρυστή από την όχθη. Κουβέντιασαν για λίγο καθώς έπεφτε το σκοτάδι στο δάσος. Όχι μακριά οι φωνές της Συνέλευσης των Εντ ακούγονταν ακόμα· τώρα όμως φαίνονταν πιο βαθιές και πιο Βιαστικές και πότε πότε μια μεγάλη φωνή υψωνόταν σε ψηλή και γοργή μουσική, ενώ οι υπόλοιπες έσβηναν. Αλλά πλάι τους ο Μπρεγκάλαντ μιλούσε μαλακά στη γλώσσα τους, σχεδόν ψιθυριστά· κι έμαθαν πως ανήκε στους απογόνους του Φλούδα κι ότι η περιοχή που ζούσαν είχε λεηλατηθεί. Αυτό φάνηκε στους χόμπιτ υπεραρκετό για να εξηγήσουν τη «βιασύνη» του, τουλάχιστο στο θέμα των Ορκ.
— Είχε σουρβιές στον τόπο μου, είπε ο Μπρεγκάλαντ απαλά και θλιμμένα, σουρβιές που ρίζωσαν όταν εγώ ήμουν Έντινγκ, πολλά πολλά χρόνια πριν, σ’ έναν κόσμο ήσυχο. Τις πιο παλιές τις είχαν φυτέψει οι Εντ προσπαθώντας να ευχαριστήσουν τις Γυναίκες-Εντ· μα εκείνες τις κοίταξαν, χαμογέλασαν και είπαν πως ήξεραν κάπου που φύτρωναν πιο άσπρα λουλούδια και πιο πλούσια φρούτα. Όμως, δεν υπάρχουν άλλα δέντρα απ’ όλη αυτή την οικογένεια, του λαού των Ρόδων, που να ’ναι για μένα πιο ωραία. Κι εκείνα τα δέντρα όλο και μεγάλωναν, ώσπου του καθενός η σκιά ήταν σαν μια πράσινη αίθουσα και τα κόκκινα μούρα τους το φθινόπωρο ήταν όμορφο και θαυμαστό φορτίο. Τα πουλιά συνήθιζαν να μαζεύονται εκεί. Μ’ αρέσουν τα πουλιά ακόμα κι όταν πολυλογούν και η σουρβιά έχει να δώσει τροφή και με το παραπάνω. Αλλά τα πουλιά έγιναν εχθρικά κι άπληστα και κατάφαγαν τα δέντρα κι έριχναν τα φρούτα χάμω, δίχως να τα τρώνε. Ύστερα ήρθαν οι Ορκ με τσεκούρια κι έκοψαν τα δέντρα μου. Εγώ ήρθα και τα φώναξα με τα μεγάλα τους ονόματα, αλλά ούτε που τρεμούλιασαν ούτε άκουσαν ούτε απάντησαν: ήταν πεσμένα νεκρά.
Οι χόμπιτ αποκοιμήθηκαν στον ήχο του απαλού τραγουδιού του Μπρεγκάλαντ, που φαινόταν να θρηνεί σε πολλές γλώσσες το χαμό των δέντρων που αγαπούσε.
Την επόμενη μέρα την πέρασαν κι αυτή μαζί του, αλλά δεν απομακρύνθηκαν από το «σπίτι» του. Την περισσότερη ώρα κάθονταν σιωπηλοί, προφυλαγμένοι απ’ το υψωματάκι· γιατί ο άνεμος ήταν πιο κρύος και τα σύννεφα πυκνότερα και πιο σταχτιά· είχε πολύ λίγον ήλιο και πιο πέρα οι φωνές των Εντ στη Συνέλευση εξακολουθούσαν ν’ ανεβοκατεβαίνουν, πότε ηχηρές και δυνατές, πότε χαμηλές και λυπημένες, πότε πιο γρήγορες και πότε αργές και μεγαλόπρεπες σαν θρήνος. Ήρθε δεύτερο βράδυ και οι Εντ ακόμα συνεδρίαζαν κάτω απ’ τα βιαστικά σύννεφα και τα άστατα αστέρια.