Η τρίτη μέρα φώτισε θλιβερή και με αέρα. Με την ανατολή του ήλιου οι φωνές των Εντ υψώθηκαν σε μια δυνατή βοή κι ύστερα έσβησαν πάλι. Καθώς το πρωινό προχωρούσε, ο αέρας έπεσε κι η ατμόσφαιρα έγινε βαριά απ’ την αναμονή. Οι χόμπιτ μπορούσαν να δουν πως ο Μπρεγκάλαντ άκουγε τώρα με προσοχή, αν και γι’ αυτούς, εδώ κάτω στο σύδεντρο του «σπιτιού», ο θόρυβος της Συνέλευσης ακουγόταν αμυδρά.
Το απομεσήμερο ήρθε κι ο ήλιος, ταξιδεύοντας δυτικά προς τα βουνά, έριχνε μακριές κίτρινες ακτίνες μέσ’ απ’ τα ραγίσματα και τις σχισμές που είχαν τα σύννεφα. Ξαφνικά πήραν είδηση πως όλα ήταν πολύ ήσυχα· το δάσος ολόκληρο στεκόταν ν’ ακούσει σιωπηλά. Ο Μπρεγκάλαντ στεκόταν στητός και τεντωμένος κοιτάζοντας βορινά προς την Κρύφιμο νάπη.
Ύστερα μ’ ένα βρόντο ακούστηκε μια μεγάλη ηχηρή κραυγή: ραχουμ-ρα! Τα δέντρα τρεμούλιασαν και λύγισαν, λες και τα χτύπησε απότομος άνεμος. Έγινε ξανά σιωπή κι ύστερα άρχισε ένα εμβατήριο σαν από επίσημα τύμπανα και, πάνω από τα συνεχόμενα ρυθμικά χτυπήματα και βουητά, ξεχείλισαν φωνές που τραγουδούσαν δυνατά και βροντερά:
Οι Εντ έρχονταν όλο και πιο κοντά και δυνατά ανέβαινε το τραγούδι τους:
Ο Μπρεγκάλαντ σήκωσε τους χόμπιτ κι έφυγε απ’ το σπίτι του.
Γρήγορα είδαν την παράταξη να πλησιάζει: οι Εντ βάδιζαν με τεράστιες δρασκελιές, κατηφορίζοντας την πλαγιά προς το μέρος τους. Επικεφαλής ήταν ο Δεντρογένης και πίσω του ακολουθούσαν καμιά πενηνταριά, δυο δυο, κρατώντας το βηματισμό με τα πόδια τους και χτυπώντας ρυθμικά τα χέρια στα πλευρά τους. Καθώς πλησίαζαν, το αστραποβόλημα και το τρεμοπαίξιμο των ματιών τους φαινόταν καθαρά.
— Χουμ, χομ! Έλα κι ερχόμαστε μ’ ένα μπουμ, έλα κι ερχόμαστε επιτέλους! φώναξε ο Δεντρογένης όταν είδε τον Μπρεγκάλαντ και τους χόμπιτ. Ελάτε, ενωθείτε με τη Συνέλευση! Φεύγουμε! Πάμε στο Ίσενγκαρντ!
— Στο Ίσενγκαρντ! φώναξαν με πολλές φωνές οι Εντ.
— Στο Ίσενγκαρντ!
Έτσι τραγουδούσαν καθώς βάδιζαν κατά το νοτιά.
Ο Μπρεγκάλαντ, με μάτια λαμπερά, μπήκε στη γραμμή πλάι στο Δεντρογένη. Ο γερο-Εντ τώρα ξαναπήρε τους χόμπιτ και τους ξανάβαλε στους ώμους του κι έτσι ταξίδευαν περήφανα επικεφαλής της ομάδας που τραγουδούσε, με τις καρδιές να χτυπούν δυνατά και το κεφάλι ψηλά. Αν και περίμεναν πως κάτι θα γινόταν στο τέλος, είχαν μείνει κατάπληκτοι μπροστά στην αλλαγή των Εντ. Έμοιαζε τώρα τόσο ξαφνική, όσο το ξέσπασμα μιας πλημμύρας, που πολύν καιρό τη συγκρατούσε κάποιος υδατοφράχτης.
— Οι Εντ αποφάσισαν μάλλον γρήγορα απ’ ό,τι βλέπω, δεν είν’ έτσι; τόλμησε να πει ο Πίπιν ύστερα από αρκετή ώρα, όταν για μια στιγμή σταμάτησε το τραγούδι κι ακουγόταν μόνο το χτύπημα των χεριών και των ποδιών.
— Γρήγορα; είπε ο Δεντρογένης. Χουμ! Ναι, πραγματικά. Πιο γρήγορα απ’ ό,τι περίμενα. Κι εδώ που τα λέμε, έχω πάρα πολλούς αιώνες να τους δω έτσι αναμμένους. Σ’ εμάς τους Εντ δε μας αρέσει ν’ ανάβουμε· και ποτέ δε θυμώνουμε, εκτός και είναι φως φανάρι πως τα δέντρα μας και οι ζωές μας βρίσκονται σε μεγάλο κίνδυνο. Κάτι παρόμοιο δεν έχει ξανασυμβεί σ’ αυτό το Δάσος απ’ τον καιρό των πολέμων μεταξύ του Σόρον και των Ανθρώπων της Θάλασσας. Εκείνο που μας έκανε πυρ και μανία είναι οι καταστροφές των Ορκ, το αναίτιο πελέκημα -ράρουμ — ούτε καν με την άθλια δικαιολογία τού να τροφοδοτήσουν τις φωτιές· και η προδοσία ενός γείτονα, που θα ’πρεπε να μας βοηθήσει. Οι μάγοι θα ’πρεπε να ξέρουν καλύτερα: και ξέρουν καλύτερα. Δεν υπάρχει κατάρα στην Ξωτικο-γλώσσα, στα Εντικά ή στις γλώσσες των Ανθρώπων, αρκετά βαριά για τέτοια προδοσία. Κάτω ο Σάρουμαν!
— Στ’ αλήθεια θα σπάσετε τις πύλες του Ίσενγκαρντ; ρώτησε ο Μέρι.