Выбрать главу

— Χο, χμ, λοιπόν, μπορούμε, ξέρετε! Ίσως δεν ξέρετε πόσο δυνατοί είμαστε. Έχετε μήπως ακούσει για τους Γίγαντες; Είναι πάρα πολύ δυνατοί. Αλλά οι Γίγαντες είναι απλώς απομιμήσεις, φτιαγμένοι απ’ τον Εχθρό στη Μεγάλη Σκοτεινιά, παρωδία των Εντ, όπως οι Ορκ είναι παρωδία των Ξωτικών. Εμείς είμαστε δυνατότεροι απ’ τους Γίγαντες. Είμαστε φτιαγμένοι απ’ τα κόκαλα της γης. Μπορούμε να σχίσουμε τους βράχους, όπως οι ρίζες των δέντρων, μονάχα πιο γρήγορα, πάρα πολύ πιο γρήγορα, αν μας ανέβει το αίμα στο κεφάλι! Αν δε μας πελεκήσουν ή δε μας καταστρέψουν με φωτιά ή κάποια έκρηξη ή μάγια, μπορούμε να κάνουμε το Ίσενγκαρντ θρύψαλα και τα τείχη του σμπαράλια.

— Ο Σάρουμαν όμως θα προσπαθήσει να σας σταματήσει, δεν είναι έτσι;

— Χμ, α, ναι, βέβαια. Δεν το ’χω ξεχάσει. Αντίθετα, το ’χω σκεφτεί πάρα πολύν καιρό. Αλλά, βλέπεις, πολλοί απ’ τους Εντ είναι νεότεροι από μένα, έχουμε διαφορά πολλές ζωές δέντρων. Τώρα είναι όλοι αναμμένοι και σκέφτονται μονάχα ένα πράγμα: να πατήσουν το Ίσενγκαρντ. Αλλά γρήγορα θ’ αρχίσουν να σκέπτονται πάλι· θα καλμάρουν λιγάκι όταν πιούμε το βραδινό μας ποτό. Και θα ’χουμε μια δίψα! Τώρα όμως άσ’ τους να προχωρούν και να τραγουδούν! Έχουμε πολύ δρόμο να κάνουμε κι έχουμε μπροστά μας πολλή ώρα για σκέψη. Το καλό είναι πως ξεκινήσαμε.

Ο Δεντρογένης συνέχισε να βαδίζει και να τραγουδά μαζί με τους άλλους για λίγο. Αλλά ύστερα από κάμποση ώρα η φωνή του έσβησε κι έγινε μουρμουρητό και σώπασε ξανά. Ο Πίπιν μπορούσε να δει πως το γέρικο μέτωπό του ήταν ζαρωμένο και συνοφρυωμένο. Τέλος, σήκωσε το κεφάλι κι ο Πίπιν είδε πως είχε ένα θλιμμένο βλέμμα στα μάτια του, θλιμμένο, όχι όμως δυστυχισμένο. Μέσα τους άναβε ένα φως, λες και η πράσινη φλόγα να ’χε πάει ακόμα πιο βαθιά, στα σκοτεινά πηγάδια των λογισμών του.

— Βέβαια, είναι αρκετά πιθανό, φίλοι μου, είπε αργά, αρκετά πιθανό να πηγαίνουμε στο δικό μας χαμό, να ’ναι η τελευταία πορεία των Εντ. Αλλ’ αν καθόμαστε στα σπίτια μας και δεν κάναμε τίποτα, ο χαμός θα μας έβρισκε οπωσδήποτε, αργά ή γρήγορα. Αυτή η σκέψη για πολύν καιρό θέριευε μέσα μας· να γιατί εκστρατεύουμε τώρα. Δεν ήταν βιαστική η απόφαση. Τώρα τουλάχιστον η τελευταία πορεία των Εντ μπορεί ν’ αξίζει κάποιο τραγούδι. Ναι, αναστέναξε, μπορεί και να βοηθήσουμε τους άλλους λαούς πριν χαθούμε. Όμως, θα ήθελα να έβλεπα να βγαίνουν αληθινά τα τραγούδια για τις Γυναίκες-Εντ. Θα το ’θελα πάρα πολύ να ξανάβλεπα τη Φίμπρεθιλ. Αλλά, φίλοι μου, τα τραγούδια, όπως και τα δέντρα, καρπίζουν μόνο στον καιρό τους και με τον τρόπο τους: και καμιά φορά μαραίνονται πριν της ώρας τους.

Οι Εντ βάδιζαν με μεγάλη ταχύτητα. Είχαν κατεβεί σ’ ένα μακρόστενο φαράγγι που πήγαινε νότια· τώρα άρχισαν πάλι ν’ ανηφορίζουν, όλο και πιο ψηλά στην ψηλή δυτική κορυφογραμμή. Τα δάση έμειναν πίσω κι έφτασαν σε κάτι σκόρπια σύδεντρα από σημύδες κι ύστερα σε γυμνές πλαγιές, όπου φύτρωναν μονάχα λίγα ξερακιανά πεύκα. Ο ήλιος έπεσε πίσω απ’ τη σκοτεινή ράχη μπροστά τους. Γκρίζο σούρουπο απλώθηκε.

Ο Πίπιν κοίταξε πίσω. Ο αριθμός των Εντ είχε μεγαλώσει — ή τι γινόταν; Εκεί που θα ’πρεπε ν’ απλώνονται οι θαμπές γυμνές πλαγιές που είχαν περάσει, νόμισε πως είδε ομάδες δέντρα. Αλλ’ όμως περπατούσαν! Ήταν δυνατό να είχαν ξυπνήσει τα δέντρα του Φάνγκορν και να ξεσηκωνόταν το δάσος, να βάδιζε στους λόφους πηγαίνοντας στον πόλεμο; Έτριψε τα μάτια του κι αναρωτιόταν μήπως τον είχαν ξεγελάσει ο ύπνος και οι σκιές· αλλά οι μεγάλες γκρίζες σιλουέτες προχωρούσαν σταθερά μπροστά. Ακουγόταν ένας θόρυβος σαν τον αέρα ανάμεσα από πολλά κλαδιά. Οι Εντ πλησίαζαν στην κορυφή της πλαγιάς τώρα κι όλα τα τραγούδια είχαν πάψει. Η νύχτα έπεσε κι έγινε σιωπή: δεν ακουγόταν τίποτα, εκτός από ένα ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα της γης κάτω από τα πόδια των Εντ κι ένα θρόισμα, η σκιά ενός ψίθυρου σαν από πολλά φύλλα που τα έπαιρνε ο αέρας. Τέλος, στάθηκαν στην κορφή και κοίταξαν κάτω σ’ ένα σκοτεινό λάκκο: το μεγάλο φαράγγι στην άκρη των βουνών, το Ναν Κουρουνίρ, η Κοιλάδα του Σάρουμαν.

— Η νύχτα σκεπάζει το Ίσενγκαρντ, είπε ο Δεντρογένης.

Κεφάλαιο V

Ο ΑΣΠΡΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ

— Ως και τα κόκαλα μου έχουν παγώσει, είπε ο Γκίμλι, κουνώντας τα χέρια του και χτυπώντας τα πόδια.

Η μέρα είχε έρθει επιτέλους. Με το χάραμα οι σύντροφοι είχαν φάει όπως όπως το πρωινό τους και τώρα, στο φως που δυνάμωνε, ετοιμάζονταν να ψάξουν τον τόπο ξανά για ίχνη των χόμπιτ.

— Και μην ξεχνάτε εκείνο το γέρο! είπε ο Γκίμλι. Θα ήμουν πιο ευτυχισμένος αν μπορούσα να δω το αποτύπωμα κάποιας μπότας.

— Γιατί θα σ’ έκανε ευτυχισμένο κάτι τέτοιο; είπε ο Λέγκολας.

— Γιατί ένας γέρος που τα πόδια του αφήνουν σημάδια μπορεί και να μην είναι τίποτε παραπάνω απ’ ό,τι φαίνεται, απάντησε ο Νάνος.