Выбрать главу

— Ίσως, είπε το Ξωτικό· αλλά και βαριά μπότα μπορεί να μην αφήσει σημάδι εδώ, γιατί το χορτάρι είναι ψηλό κι ελαστικό.

— Κάτι τέτοιο δε θα δυσκόλευε έναν Περιφερόμενο Φύλακα, είπε ο Γκίμλι. Κι ένα λυγισμένο φυλλαράκι είναι αρκετό για να το διαβάσει ο Άραγκορν. Αλλά δε νομίζω πως θα βρει σημάδια. Ήταν ένα απαίσιο φάντασμα του Σάρουμαν, αυτό που είδαμε χτες βράδυ. Είμαι σίγουρος, ακόμα και τώρα που ξημέρωσε. Τα μάτια του μας παρακολουθούν μέσ’ απ’ το Φάγκορν, ίσως.

— Είναι αρκετά πιθανό, είπε ο Άραγκορν όμως δεν είμαι σίγουρος. Σκέφτομαι τ’ άλογα. Είπες χτες βράδυ, Γκίμλι, πως τρόμαξαν κι έφυγαν. Αλλά εγώ δεν έχω την ίδια γνώμη. Εσύ, Λέγκολας, τ’ άκουσες; Σου φάνηκαν πως έκαναν σαν ζώα τρομαγμένα;

— Όχι, είπε ο Λέγκολας. Τ’ άκουσα πολύ καθαρά. Αν δεν ήταν το σκοτάδι κι ο δικός μας φόβος, θα ’λεγα πως έκαναν σαν ζώα τρελά από κάποια ξαφνική χαρά. Έκαναν όπως κάνουν τ’ άλογα, όταν συναντούν κάποιο φίλο που τους έχει λείψει από καιρό.

— Το ίδιο σκέφτηκα κι εγώ, είπε ο Άραγκορν αλλά δεν μπορώ να εξηγήσω το αίνιγμα, εκτός κι αν γυρίσουν πίσω. Ελάτε! Το φως δυναμώνει γρήγορα. Ελάτε πρώτα να κοιτάξουμε και κάνουμε υποθέσεις αργότερα. Πρέπει ν’ αρχίσουμε από δω, κοντά στον καταυλισμό μας, να ψάξουμε με προσοχή παντού γύρω, παίρνοντας την ανηφοριά κατά το δάσος. Δουλειά μας είναι να βρούμε τους χόμπιτ, ό,τι κι αν σκεφτόμαστε για το νυχτερινό μας επισκέπτη. Αν με κάποιον τρόπο δραπέτευσαν, τότε θα πρέπει να ’χουν κρυφτεί στα δέντρα, αλλιώς θα τους είχαν δει. Αν δε βρούμε τίποτα από δω και ως τις αρχές του δάσους, τότε θα ξανακάνουμε μια έρευνα στον τόπο που έγινε η μάχη κι ανάμεσα στις στάχτες. Αλλά έχουμε λίγες ελπίδες εκεί: οι καβαλάρηδες του Ρόαν έκαναν τη δουλειά τους καλά και με το παραπάνω.

Γι’ αρκετή ώρα οι σύντροφοι έσκυβαν κι έψαχναν τη γη. Το δέντρο στεκόταν πένθιμα από πάνω τους, με τα ξερά φύλλα του τώρα να κρέμονται άψυχα και να τρίζουν στον παγωμένο ανατολικό άνεμο. Ο Άραγκορν σιγά σιγά ξεμάκρυνε. Έφτασε τις στάχτες της φωτιάς των φρουρών κοντά στην όχθη του ποταμιού κι ύστερα άρχισε να πηγαίνει πίσω προς το λοφάκι που είχε γίνει η μάχη. Ξαφνικά έσκυψε και χαμήλωσε με το πρόσωπο σχεδόν στο χαρτάρι. Ύστερα φώναξε τους άλλους. Ήρθαν τρέχοντας.

— Εδώ επιτέλους βρίσκουμε νέα! είπε ο Άραγκορν.

Σήκωσε ψηλά να δουν ένα κομματιασμένο φύλλο, ένα πλατύ χλωμό φύλλο, με χρυσή απόχρωση, που τώρα ξεθώριαζε και γινόταν καφέ.

— Να ένα φύλλο από μάλορν του Λόριεν κι έχει πάνω του μικρά ψιχουλάκια και λίγα ακόμα ψίχουλα στο χορτάρι. Και δείτε! Εδώ δίπλα έχει και κάτι κομμένα σκοινιά!

— Και να και το μαχαίρι που τα ’κοψε! είπε ο Γκίμλι.

Έσκυψε κι έβγαλε μέσ’ απ’ τα χορτάρια, που κάποιο βαρύ πόδι την είχε πατήσει, μια κοντή πριονωτή λάμα. Δίπλα της ήταν η σπασμένη λαβή.

— Ήταν όπλο των Ορκ, είπε, κρατώντας την προσεχτικά και κοιτάζοντας με αηδία τη σκαλιστή λαβή, που είχε το σχήμα απαίσιας κεφαλής με αλλήθωρα μάτια και προκλητικό στόμα.

— Λοιπόν, αυτό είναι το πιο παράξενο αίνιγμα που συναντήσαμε ως τώρα! ξεφώνισε ο Λέγκολας. Ο δεμένος αιχμάλωτος ξεφεύγει κι απ’ τους Ορκ κι απ’ τους καβαλάρηδες που τους περικύκλωναν. Ύστερα σταματάει, ενώ ακόμα βρίσκεται ακάλυπτος και κόβει τα δεσμά του μ’ ένα μαχαίρι Ορκ. Αλλά πώς και γιατί; Γιατί αν ήταν δεμένα τα πόδια του, πώς περπάτησε; Κι αν τα χέρια του ήταν δεμένα, πώς χρησιμοποίησε το μαχαίρι; Κι αν δεν ήταν καθόλου δεμένος, ποιος ο λόγος να κόψει τα σκοινιά; Κι όντας ικανοποιημένος απ’ τη δεξιοσύνη του, κάθισε ύστερα κάτω και ήσυχα έφαγε λίγο ψωμί-για-το-δρόμο! Αυτό και μόνο, χωρίς το φύλλο απ’ το μάλορν, είναι αρκετό για να δείξει πως ήταν χόμπιτ. Ύστερα, φαντάζομαι, έκανε τα χέρια του φτερά και το ’σκασε τιτιβίζοντας στα δέντρα. Εύκολο θα ’ναι να τον βρούμε, το μόνο που χρειαζόμαστε κι εμείς είναι φτερά!

— Μωρέ, σίγουρα μάγια ήταν, είπε ο Γκίμλι. Τι γύρευε εκείνος ο γέρος; Εσύ τι έχεις να πεις, Άραγκορν, για την εξήγηση που δίνει ο Λέγκολας; Έχεις τίποτα καλύτερο;

—  Ίσως ναι, είπε ο Άραγκορν, χαμογελώντας. Έχει εδώ κοντά και κάτι άλλα σημάδια που δεν τα λάβατε υπόψη. Συμφωνώ πως ο αιχμάλωτος ήταν χόμπιτ και θα ’πρεπε να είχε ελεύθερα ή τα χέρια ή τα πόδια, πριν φτάσει εδώ. Φαντάζομαι πως ήταν τα χέρια, γιατί έτσι το αίνιγμα γίνεται ευκολότερο κι επίσης επειδή, όπως εγώ εξηγώ τα σημάδια, τον έφερε κουβαλητό ως εδώ κάποιος Ορκ. Χύθηκε αίμα εδώ, λίγα βήματα πιο κάτω, αίμα Ορκ. Υπάρχουν βαθιά αποτυπώματα από οπλές εδώ γύρω και σημάδια πως έχει συρθεί κάτι βαρύ. Τον Ορκ τον σκότωσαν οι καβαλάρηδες κι αργότερα έσυραν το πτώμα ως τη φωτιά. Αλλά το χόμπιτ δεν τον είδαν, δεν ήταν «ακάλυπτος», γιατί ήταν νύχτα και φορούσε ακόμα τον ξωτικο-μανδύα του. Ήταν εξουθενωμένος και πεινασμένος και δεν είναι ν’ απορείς που, αφού έκοψε τα δεσμά του με το μαχαίρι του πεσμένου εχθρού του, ξεκουράστηκε κι έφαγε λιγάκι πριν συρθεί μακριά. Είναι πάντως καθησυχαστικό να ξέρουμε πως αυτός είχε λίγο λέμπας στην τσέπη του, μόλο που το ’βαλε στα πόδια χωρίς εξοπλισμό ή σακίδιο· αυτό, ίσως, δείχνει πως αυτός είναι χόμπιτ. Λέω αυτός, αν κι ελπίζω και υποθέτω πως κι οι δύο, κι ο Μέρι κι ο Πίπιν, ήταν εδώ μαζί. Αλλ’ όμως δεν υπάρχει τίποτα που να μας το δείχνει με βεβαιότητα.