— Και πώς φαντάζεσαι πως ένας από τους δυο μας φίλους βρέθηκε να ’χει ελεύθερα τα χέρια; ρώτησε ο Γκίμλι.
— Δεν ξέρω πώς έγινε, απάντησε ο Άραγκορν. Ούτε ξέρω γιατί τους κουβαλούσε ο Ορκ. Πάντως, σίγουρα, όχι για να τους βοηθήσει να το σκάσουν. Όχι, μάλλον νομίζω πως τώρα αρχίζω να καταλαβαίνω κάτι που με μπέρδευε απ’ την αρχή: γιατί όταν έπεσε ο Μπορομίρ οι Ορκ ήταν ευχαριστημένοι με τη σύλληψη του Μέρι και του Πίπιν; Εμάς τους υπόλοιπους δε μας αναζήτησαν ούτε επιτέθηκαν στον καταυλισμό μας· αλλά, αντί γι’ αυτό, έφυγαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν για το Ίσενγκαρντ. Φαντάστηκαν πως είχαν πιάσει το Δαχτυλιδοκουβαλητή και τον πιστό του σύντροφο; Δε νομίζω. Τ’ αφεντικά τους δε θα τολμούσαν να δώσουν τόσο ξεκάθαρες διαταγές στους Ορκ, ακόμη κι αν ήξεραν τόσα πολλά και οι ίδιοι· δε θα τους μιλούσαν ανοιχτά για το Δαχτυλίδι: δεν είναι έμπιστοι υπηρέτες. Αλλά νομίζω πως οι Ορκ είχαν διαταγές να πιάσουν χόμπιτ, ζωντανούς με κάθε τρόπο. Κι έγινε προσπάθεια κάποιος να ’ξεγλιστρήσει με τους πολύτιμους αιχμαλώτους πριν τη μάχη. Ίσως προδοσία, που είναι πολύ πιθανή σε τέτοιου είδους όντα· κάποιος μεγαλόσωμος και τολμηρός Ορκ μπορεί να προσπάθησε να το σκάσει με τη λεία μονάχος, για δικό του όφελος. Να, λοιπόν, αυτή είναι η ιστορία μου. Μπορεί να επινοήσουμε κι άλλες. Πάντως μπορούμε να είμαστε για κάτι σίγουροι: ένας τουλάχιστον από τους φίλους μας το ’σκασε. Κι είναι υποχρέωσή μας να τον βρούμε και να τον βοηθήσουμε πριν επιστρέψουμε στο Ρόαν. Δεν πρέπει να μας φοβίζει το Φάνγκορν, εφόσον η ανάγκη τον ανάγκασε να μπει σ’ αυτόν το σκοτεινό τόπο.
— Εγώ δεν ξέρω τι με φοβίζει περισσότερο: το Φάνγκορν ή η σκέψη του ατέλειωτου δρόμου μέσ’ απ’ το Ρόαν με τα πόδια, είπε ο Γκίμλι.
— Τότε ας πάμε στο δάσος, είπε ο Άραγκορν.
Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ο Άραγκορν βρήκε καινούρια σημάδια. Σ’ ένα σημείο, κοντά στην όχθη του Έντγουός, βρήκε αποτυπώματα: σημάδια από πόδια χόμπιτ, αλλά ήταν πολύ ξέθωρα για να βγάλει συμπέρασμα. Ύστερα ξανά κάτω από τον κορμό ενός μεγάλου δέντρου, στην άκρη άκρη του δάσους, ανακάλυψαν κι άλλα χνάρια. Η γη όμως ήταν γυμνή και στεγνή και δεν τους φανέρωσαν πολλά.
— Τουλάχιστον ένας χόμπιτ στάθηκε εδώ για λίγο και κοίταξε πίσωύστερα γύρισε και μπήκε στο δάσος, είπε ο Άραγκορν.
— Επομένως, πρέπει κι εμείς να μπούμε, είπε ο Γκίμλι. Δε μ’ αρέσει όμως η όψη αυτού του Φάνγκορν και μας έχουν προειδοποιήσει. Μακάρι το κυνηγητό να οδηγούσε κάπου αλλού!
— Δε νομίζω πως το δάσος είναι κακό. όσα κι αν λένε οι ιστορίες, είπε ο Λέγκολας.
Στάθηκε κάτω από τα πρώτα δέντρα, σκύβοντας μπροστά, λες κι άκουγε και κοίταζε μ’ ορθάνοιχτα μάτια στις σκιές.
— Όχι, δεν είναι κακό· ή ό,τι κακό κι αν έχει, βρίσκεται μακριά. Εγώ μόλις που ακούω τους πιο ξέψυχους απόηχους από σκοτεινούς τόπους, που οι καρδιές των δέντρων είναι μαύρες. Κοντά μας δεν υπάρχει κακία· υπάρχει όμως επαγρύπνηση και θυμός, συνέχισε ο Λέγκολας.
— Πάντως δεν έχει κανένα λόγο να είναι θυμωμένο μαζί μου, είπε ο Γκίμλι. Δεν του ’χω κάνει κανένα κακό.
— Ευτυχώς, είπε ο Λέγκολας. Πάντως έχει υποφέρει από κακό. Κάτι γίνεται μέσα ή πρόκειται να γίνει. Δε νιώθετε την ένταση; Εμένα μου κόβει την αναπνοή.
— Νιώθω την ατμόσφαιρα βαριά, είπε ο Νάνος. Τούτο το δάσος είναι πιο φωτεινό απ’ το Δάσος της Σκοτεινιάς, αλλά είναι όμως παλιωμένο και μυρίζει μούχλα.
— Είναι γέρικο, πολύ γέρικο, είπε το Ξωτικό. Τόσο γέρικο, που εγώ νιώθω ξανά νέος, σχεδόν τόσο, όσο δεν έχω νιώσει από τότε που ταξιδεύω μαζί σας, παιδιά. Είναι γέρικο και γεμάτο αναμνήσεις. Θα μπορούσα να ’μαι ευτυχισμένος εδώ, αν είχα έρθει σε μέρες ειρηνικές.
— Δεν αμφιβάλλω, ξεφύσησε ο Γκίμλι. Έτσι κι αλλιώς, Ξωτικό του δάσους είσαι, αν κι όλων των ειδών τα Ξωτικά είναι παράξενα. Πάντως με παρηγορείς. Θα πάω όπου πας. Αλλά έχε πρόχειρο το τόξο σου κι εγώ θα ’χω το πελέκι μου λυτό στη ζώνη μου. Όχι για να το χρησιμοποιήσω ενάντια στα δέντρα, πρόσθεσε γρήγορα, κοιτάζοντας ψηλά το δέντρο που ήταν από πάνω τους. Δεν έχω όρεξη ν’ ανταμώσω εκείνο το γέρο απροετοίμαστος, χωρίς κάτι πρόχειρο για κουβέντα, αυτό είναι όλο. Πάμε!