Выбрать главу

Και μ’ αυτά οι τρεις κυνηγοί μπήκαν στο δάσος του Φάνγκορν. Ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι άφησαν την ιχνηλασία στον Άραγκορν. Δεν είχε σχεδόν τίποτα να δει. Το χώμα του δάσους ήταν στεγνό και σκεπασμένο με πεσμένα φύλλα· αλλά κάνοντας την υπόθεση πως οι φυγάδες θα έμεναν κοντά στο νερό, γύριζε συχνά στις όχθες του ποταμιού. Κι έτσι έφτασε στο μέρος που ο Μέρι κι ο Πίπιν είχαν πιει κι είχαν πλύνει τα πόδια τους. Εκεί όλοι μπορούσαν να δουν καθαρά τ’ αποτυπώματα από δύο χόμπιτ, τα πρώτα λίγο μικρότερα από τ’ άλλα.

— Τούτα είναι καλά νέα, είπε ο Άραγκορν. Όμως τα σημάδια είναι δύο ημερών. Και φαίνεται πως οι χόμπιτ άφησαν το νερό ύστερα από δω.

— Κι εμείς τι θα κάνουμε τώρα; είπε ο Γκίμλι. Δεν μπορούμε να τους κυνηγάμε απ’ άκρη σ’ άκρη του Φάνγκορν. Έχουμε έρθει χωρίς αρκετή τροφή. Αν δεν τους βρούμε γρήγορα, δε θα μπορέσουμε να τους προσφέρουμε τίποτα, εκτός απ’ το να καθίσουμε πλάι τους και ν’ αποδείξουμε τη φιλία μας πεθαίνοντας της πείνας όλοι μαζί.

— Αν μόνο αυτό μας μένει να κάνουμε, τότε θα πρέπει να το κάνουμε, είπε ο Άραγκορν. Πάμε.

Τέλος, έφτασαν στην απόκρημνη ανηφοριά του Λόφου του Δεντρογένη και κοίταξαν ψηλά το βραχότοιχο με τα απότομα σκαλιά του που οδηγούσαν στο ψηλό πλατύσκαλο. Ακτίνες του ήλιου περνούσαν ανάμεσα απ’ τα Βιαστικά σύννεφα και το δάσος τώρα έδειχνε λιγότερο γκρίζο και θλιβερό.

— Ελάτε ν’ ανεβούμε και να κοιτάξουμε γύρω μας! είπε ο Λέγκολας. Νιώθω ακόμα την αναπνοή μου κομμένη. Θα ’θελα να αναπνεύσω για λίγο πιο ελεύθερο αέρα.

Οι σύντροφοι ανέβηκαν. Ο Άραγκορν ήρθε τελευταίος, προχωρώντας αργά: εξέταζε με προσοχή τα σκαλοπάτια και τις προεξοχές.

— Είμαι σχεδόν σίγουρος πως οι χόμπιτ έχουν ανέβει εδώ, είπε. Αλλά έχει κι άλλα σημάδια, πολύ παράξενα σημάδια, που δεν τα καταλαβαίνω. Θα δούμε άραγε τίποτα από δω πάνω, που να μας βοηθήσει να μαντέψουμε προς τα πού να πήγαν μετά;

Στάθηκε και κοίταξε γύρω, αλλά δεν είδε τίποτα που να χρησίμευε σε κάτι. Το πλατύσκαλο έβλεπε νότια κι ανατολικά· αλλά μόνο ανατολικά ήταν ανοιχτή η θέα. Προς τα κει μπορούσε να δει τις κορφές των δέντρων να κατηφορίζουν στη σειρά κατά την πεδιάδα απ’ όπου είχαν έρθει.

— Ταξιδέψαμε κάνοντας ένα μεγάλο κύκλο, είπε ο Λέγκολας. Θα μπορούσαμε όλοι μαζί να είχαμε έρθει εδώ ασφαλισμένοι, αν αφήναμε το Μεγάλο Ποταμό τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα και τραβούσαμε δυτικά. Ελάχιστοι μπορούν να προβλέψουν πού θα τους βγάλει ο δρόμος, πριν φτάσουν στο τέρμα.

— Αλλά δε θέλαμε να ’ρθούμε στο Φάνγκορν, είπε ο Γκίμλι.

— Να όμως που εδώ είμαστε — και ωραία πιαστήκαμε στο δίχτυ, είπε ο Λέγκολας. Κοίτα!

— Τι να κοιτάξω; είπε ο Γκίμλι.

— Εκεί, στα δέντρα.

— Πού; Εγώ δεν έχω μάτια ξωτικού.

— Σουτ! Μίλα σιγά! Κοίτα! είπε ο Λέγκολας δείχνοντας. Κάτω στο δάσος, από κει που ήρθαμε τώρα μόλις. Αυτός είναι. Δεν τον βλέπεις πώς περνάει από δέντρο σε δέντρο;

— Βλέπω, βλέπω τώρα! σφύριξε ο Γκίμλι. Δες, Άραγκορν! Δε σε προειδοποίησα; Είναι ο γέρος. Όλος στα γκρίζα βρόμικα κουρέλια: γι’ αυτό δεν τον έβλεπα στην αρχή.

Ο Άραγκορν κοίταξε και είδε μια σκυφτή μορφή να προχωράει αργά. Δεν ήταν μακριά. Έμοιαζε σαν γερο-ζητιάνος, που Βάδιζε κουρασμένα, γέρνοντας σ’ ένα χοντρό ραβδί. Το κεφάλι του ήταν σκυφτό και δεν κοίταζε προς το μέρος τους. Σ’ άλλους τόπους θα τον είχαν χαιρετήσει με λόγια ευγενικά· αλλά τώρα στέκονταν σιωπηλοί, νιώθοντας ο καθένας τους μια παράξενη αίσθηση αναμονής· πλησίαζε κάτι που είχε κρυμμένη δύναμη — ή απειλή.

Ο Γκίμλι κοίταζε με μάτια τεντωμένα για λίγο, καθώς, βήμα το βήμα, η μορφή πλησίαζε. Ύστερα ξαφνικά, μην μπορώντας να κρατηθεί άλλο, ξέσπασε:

— Το τόξο σου, Λέγκολας! Τέντωσέ το! Ετοιμάσου! Είναι ο Σάρουμαν. Μην τον αφήσεις να μιλήσει ή να μας κάνει μάγια! Χτύπα πρώτα!

Ο Λέγκολας πήρε το τόξο του και το ετοίμασε, αργά, λες και κάποια άλλη θέληση του αντιστεκόταν. Κρατούσε ένα βέλος χαλαρά στο χέρι του, αλλά δεν το έβαζε στη χορδή. Ο Άραγκορν στεκόταν σιωπηλός, το πρόσωπό του ήταν προσεκτικό, γεμάτο υπερένταση.

— Γιατί περιμένεις; Τι σ’ έπιασε; είπε ο Γκίμλι μ’ ένα σφυριχτό ψίθυρο.

— Ο Λέγκολας έχει δίκιο, είπε ο Άραγκορν ήσυχα. Δεν μπορούμε να χτυπήσουμε ένα γέροντα έτσι, ανύποπτο και δίχως προειδοποίηση, οποιαδήποτε αμφιβολία κι αν μας κατέχει. Περιμένετε κι έχετε το νου σας!

Εκείνη τη στιγμή ο γέρος τάχυνε το βήμα του κι έφτασε μ’ εκπληκτική ταχύτητα στη βάση του βραχότοιχου. Τότε ξαφνικά κοίταξε ψηλά, ενώ εκείνοι ακίνητοι κοίταζαν κάτω. Δεν ακουγόταν το παραμικρό.

Δεν μπορούσαν να δουν το πρόσωπο του, γιατί φορούσε κουκούλα και πάνω απ’ αυτή φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο, έτσι που όλα του τα χαρακτηριστικά ήταν στη σκιά, εκτός από την άκρη της μύτης του και της γκρίζας γενειάδας του. Φάνηκε όμως στον Άραγκορν πως είδε το γυάλισμα των ματιών του, κοφτερό και λαμπερό, κάτω απ’ τη σκιά των κουκουλωμένων του φρυδιών.