Выбрать главу

Τέλος ο γέρος έσπασε τη σιωπή:

— Καλά κι ανταμώνουμε, φίλοι μου, είπε μ’ απαλή φωνή. Θέλω πολύ να σας μιλήσω. Θα κατεβείτε ή ν’ ανέβω εγώ;

Χωρίς να περιμένει απάντηση άρχισε ν’ ανεβαίνει.

— Τώρα! φώναξε ο Γκίμλι. Σταμάτα τον, Λέγκολας!

— Δεν είπα πως θέλω να σας μιλήσω; είπε ο γέροντας. Άφησε το τόξο, κύριε Ξωτικέ!

Το τόξο και το βέλος έπεσαν από τα χέρια του Λέγκολας και τα χέρια του κρεμάστηκαν χαλαρά στα πλευρά του.

— Κι εσύ, κύριε Νάνε, σε παρακαλώ, πάρε το χέρι σου από τη λαβή του τσεκουριού σου, ώσπου ν’ ανέβω. Δε θα χρειαστείς τέτοιου είδους όπλα για συζήτηση.

Ο Γκίμλι τινάχτηκε κι ύστερα έμεινε ακίνητος σαν πέτρα, κοιτάζοντας με μάτια γουρλωμένα, ενώ ο γέρος ανέβαινε πηδώντας τα ανώμαλα σκαλοπάτια, ευλύγιστος σαν κατσίκι. Όλη η κούραση έδειχνε να του ’χει φύγει. Καθώς ανέβηκε στο πλατύσκαλο κάτι φώτισε, πολύ σύντομα για σιγουριά, μια γρήγορη λάμψη από άσπρο, λες και κάποιο ρούχο που το έκρυβαν τα γκρίζα κουρέλια να είχε αποκαλυφθεί για μια στιγμή. Ο Γκίμλι πήρε μια βαθιά ανάσα που ακούστηκε σαν δυνατό σφύριγμα μες στη σιωπή.

— Καλά ανταμώνουμε, λέω ξανά! είπε ο γέρος πλησιάζοντάς τους.

Όταν έφτασε σε λίγα πόδια απόσταση, στάθηκε, γέρνοντας στο ραβδί του, με το κεφάλι μπροστά, κοιτάζοντάς τους ερευνητικά κάτω απ’ την κουκούλα του.

— Και τι μπορεί να κάνετε στα μέρη αυτά; Ένα Ξωτικό, ένας Άνθρωπος κι ένας Νάνος, όλοι ντυμένοι με τρόπο ξωτικό; Σίγουρα υπάρχει πίσω απ’ όλα αυτά κάποια ιστορία που ν’ αξίζει να την ακούσει κανείς. Σπάνια βλέπει κανείς κάτι τέτοιο εδώ πέρα.

— Μιλάς σαν κάποιος που ξέρει καλά το Φάνγκορν, είπε ο Άραγκορν. Έτσι δεν είναι;

— Όχι καλά, είπε ο γέροντας: κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν πολλές ζωές για να γίνει. Αλλά έρχομαι εδώ πότε πότε.

— Μπορούμε να μάθουμε τ’ όνομά σου κι ύστερα ν’ ακούσουμε τι έχεις να μας πεις; είπε ο Άραγκορν. Το πρωινό περνά κι έχουμε δουλειά που δεν περιμένει.

—  Όσο για το τι έχω να σας πω, το είπα: Τι γυρεύετε και τι έχετε να πείτε για τον εαυτό σας; Όσο για τ’ όνομά μου!

Σταμάτησε κι έβαλε τα γέλια πολλή ώρα σιγανά. Ο Άραγκορν ένιωσε μια ανατριχίλα να τον διαπερνά στο άκουσμα, μια παράξενη κρύα συγκίνηση· κι όμως, δεν ήταν ούτε φόβος ούτε τρόμος που ένιωθε: ήταν μάλλον σαν το ξάφνιασμα του διαπεραστικού αέρα ή το μαστίγωμα της παγωμένης βροχής που ξυπνά κάποιον που κοιμάται ανήσυχα.

— Τ’ όνομά μου! είπε ο γέρος ξανά. Δεν το ’χετε μαντέψει ακόμα; Το έχετε ξανακούσει, νομίζω. Ναι, το έχετε ξανακούσει. Αλλά ελάτε τώρα, πού είναι η ιστορία σας;

Οι τρεις σύντροφοι στέκονταν σιωπηλοί δίχως να δίνουν απάντηση.

— Υπάρχουν μερικοί που θ’ άρχιζαν ν’ αμφιβάλλουν για το πόσο αξίζει να πείτε ποια είναι η αποστολή σας, είπε ο γέροντας. Ευτυχώς, εγώ κάτι ξέρω γι’ αυτή. Ακολουθείτε τα χνάρια δύο νεαρών χόμπιτ, πιστεύω. Ναι, χόμπιτ. Μη γουρλώνετε τα μάτια σας, λες και ποτέ δεν έχετε ξανακούσει αυτό το παράξενο όνομα. Κι εσείς το ’χετε ακούσει κι εγώ. Λοιπόν, σκαρφάλωσαν εδώ πάνω προχθές· και συνάντησαν κάποιον που δεν τον περίμεναν. Σας παρηγορεί αυτό; Και τώρα θα θέλατε να μάθετε πού έχουν πάει; Λοιπόν, λοιπόν, ίσως μπορέσω να σας δώσω μερικές πληροφορίες γι’ αυτό. Αλλά γιατί στεκόμαστε; Η αποστολή σας, Βλέπετε, δεν είναι πια τόσο επείγουσα, όσο νομίζατε. Ας καθίσουμε πιο βολικά.

Ο γέροντας γύρισε και πήγε σ’ ένα σωρό πεσμένες πέτρες και βράχια στη βάση του γκρεμού πίσω. Αμέσως, λες και είχαν λυθεί τα μάγια, οι άλλοι χαλάρωσαν και κουνήθηκαν. Το χέρι του Γκίμλι πήγε αμέσως στη λαβή του τσεκουριού του. Ο Άραγκορν τράβηξε το σπαθί του κι ο Λέγκολας μάζεψε από κάτω το τόξο του.

Ο γέρος δεν έδωσε σημασία, αλλά έσκυψε και κάθισε σε μια χαμηλή επίπεδη πέτρα. Τότε ο γκρίζος μανδύας του άνοιξε και είδαν, πέρα από κάθε αμφιβολία, πως από μέσα ήταν ντυμένος στα κάτασπρα.

— Σάρουμαν! φώναξε ο Γκίμλι, ορμώντας κατά πάνω του με το τσεκούρι στο χέρι. Μίλα! Πες μας πού έχεις κρύψει τους φίλους μας! Τι τους έχεις κάνει: Μίλα, ειδαλλιώς θα κάνω τέτοιο βούλιαγμα στο καπέλο σου, που ακόμα κι ένας μάγος θα δυσκολευτεί να το τακτοποιήσει!

Μα ο γέρος ήταν πιο γρήγορος απ’ αυτόν. Σηκώθηκε και μ’ ένα πήδημα βρέθηκε στην κορφή ενός μεγάλου βράχου. Εκεί στάθηκε, ψηλώνοντας ξαφνικά, σαν πύργος πάνωθέ τους. Πέταξε την κουκούλα και τα γκρίζα κουρέλια. Τ άσπρα του ρούχα άστραφταν. Σήκωσε ψηλά το ραβδί του και το τσεκούρι του Γκίμλι τινάχτηκε από το χέρι του κι έπεσε βροντώντας στη γη. Το σπαθί του Άραγκορν, μουδιασμένο στο ακίνητο χέρι του, άστραψε με ξαφνική φωτιά. Ο Λέγκολας έβγαλε μια δυνατή κραυγή και τόξεψε ένα βέλος ψηλά στον αέρα — έγινε φλόγινη αστραπή και χάθηκε.