— Μιθραντίρ! φώναξε. Μιθραντίρ!
— Καλά ανταμώνουμε, σου ξαναλέω, Λέγκολας! είπε ο γέροντας. Όλοι τον κοίταζαν. Τα μαλλιά του ήταν κάτασπρα σαν το χιόνι στο φως του ήλιου κι άσπρη λαμπερή ήταν η φορεσιά του· τα μάτια του, κάτω απ’ τα πυκνά του φρύδια, γυάλιζαν και διαπερνούσαν σαν τις ακτίνες του ήλιου· στα χέρια του είχε δύναμη. Με απορία, χαρά και φόβο στέκονταν και δεν έβρισκαν λόγια να πουν. Τέλος κουνήθηκε ο Άραγκορν.
— Γκάνταλφ! είπε. Μας ξανάρχεσαι ανέλπιστα, τώρα που έχουμε ανάγκη! Τι πέπλο σκέπαζε τα μάτια μου; Γκάνταλφ!
Ο Γκίμλι δεν είπε τίποτα, αλλά έπεσε στα γόνατα, σκεπάζοντας τα μάτια του.
— Γκάνταλφ, επανέλαβε ο γέροντας, λες και ανακαλούσε από τα βάθη της μνήμης του μια λέξη που ’χε καιρό να χρησιμοποιήσει. Ναι, αυτό ήταν τ’ όνομα. Ήμουν ο Γκάνταλφ.
Κατέβηκε απ’ το βράχο και μαζεύοντας από χάμω τον γκρίζο του μανδύα τον τύλιξε γύρω του. Τους φάνηκε λες και πρώτα έλαμπε ο ήλιος, αλλά τώρα κρύφτηκε πάλι στα σύννεφα.
— Ναι, μπορείτε να με λέτε ακόμα Γκάνταλφ, είπε κι η φωνή ήταν η φωνή του παλιού τους φίλου κι οδηγού. Σήκω πάνω, καλέ μου Γκίμλι! Δε σε κατηγορώ και δεν έχω πάθει τίποτα. Και στ’ αλήθεια, φίλοι μου, κανείς σας δεν έχει όπλο που θα μπορούσε να μου κάνει κακό. Χαρείτε! Ανταμώνουμε ξανά! Στο γύρισμα της παλίρροιας. Η μεγάλη καταιγίδα έρχεται, αλλά η παλίρροια άρχισε να υποχωρεί.
Ακούμπησε το χέρι του στο κεφάλι του Γκίμλι και ο Νάνος κοίταξε πάνω και γέλασε ξαφνικά.
— Γκάνταλφ! είπε. Μα είσαι ντυμένος κάτασπρα!
— Ναι, είμαι άσπρος τώρα, είπε ο Γκάνταλφ. Στην πραγματικότητα είμαι ο Σάρουμαν, θα μπορούσε σχεδόν να πει κανείς, ο Σάρουμαν όπως θα έπρεπε να ήταν. Αλλά ελάτε τώρα, πείτε μου τα δικά σας! Εγώ έχω περάσει από φωτιά κι από βαθύ νερό, από τότε που χωρίσαμε. Έχω ξεχάσει πολλά απ’ αυτά που νόμιζα πως ήξερα κι έχω ξαναμάθει πολλά απ’ αυτά που είχα λησμονήσει. Μπορώ να δω πολλά πράγματα που βρίσκονται μακριά, αλλά πολλά που είναι κοντά δεν μπορώ να τα δω. Πείτε μου τα νέα σας!
— Τι θέλεις να μάθεις; είπε ο Άραγκορν. Γιατί όλα όσα έγιναν, από τότε που χωριστήκαμε στη γέφυρα, είναι μεγάλη ιστορία. Δε μας λες πρώτα νέα για τους χόμπιτ; Τους βρήκες, είναι ασφαλισμένοι;
— Όχι, δεν τους βρήκα, είπε ο Γκάνταλφ. Απλωνόταν σκοτεινιά πάνω απ’ τις κοιλάδες του Έμιν Μιούιλ κι εγώ δεν ήξερα για την αιχμαλωσία τους, ώσπου μου το είπε ο αετός.
— Ο αετός! είπε ο Λέγκολας. Έχω δει έναν αετό ψηλά, πολύ μακριά· την τελευταία φορά τρεις μέρες πριν, πάνω απ’ το Έμιν Μιούιλ.
— Ναι, είπε ο Γκάνταλφ, ήταν ο Γκουάιχιρ ο Άρχοντας του Ανέμου, που μ’ έσωσε απ’ το Όρθανκ. Τον έστειλα πριν από μένα να κατασκοπεύσει τον Ποταμό και να συγκεντρώσει πληροφορίες. Έχει μάτι κοφτερό, αλλά δεν μπορεί να δει κι όλα όσα περνούν κάτω απ’ τους λόφους και τα δέντρα. Μερικά τα είδε αυτός κι άλλα τα είδα εγώ ο ίδιος. Το Δαχτυλίδι τώρα βρίσκεται πέρα από τη δική μου βοήθεια, ή τη βοήθεια του οποιουδήποτε απ’ την Ομάδα που ξεκίνησε απ’ το Σκιστό Λαγκάδι. Παραλίγο ν’ αποκαλυφθεί στον Εχθρό, αλλά γλίτωσε. Έπαιξα κι εγώ ρόλο σ’ αυτό, γιατί ήμουν καθισμένος σ’ έναν ψηλό τόπο και πάλεψα με το Μαύρο Πύργο· και η Σκιά πέρασε. Ύστερα ήμουν κουρασμένος, πολύ κουρασμένος· και βάδισα πολύ με μαύρες σκέψεις.
— Ξέρεις, λοιπόν, για το Φρόντο! είπε ο Γκίμλι. Πώς πάνε γι’ αυτόν τα πράγματα;
— Δεν μπορώ να πω. Γλίτωσε από μεγάλο κίνδυνο, θανάσιμο, αλλά βρίσκονται πολλοί ακόμα μπροστά του. Αποφάσισε να πάει μονάχος στη Μόρντορ και ξεκίνησε· αυτό είναι όλο κι όλο που μπορώ να πω.
— Όχι μονάχος, είπε ο Λέγκολας. Νομίζουμε πως πήγε κι ο Σαμ μαζί του.
— Ναι! είπε ο Γκάνταλφ κι είχε μια λάμψη στη ματιά κι ένα χαμόγελο στα χείλη. Πήγε στ’ αλήθεια; Αυτό είναι νέο για μένα, όμως δε μου προξενεί καμιά έκπληξη. Καλό! Πολύ καλό! Μου ξαλαφρώνετε την καρδιά. Πρέπει να μου πείτε περισσότερα. Καθίστε τώρα κοντά μου και διηγηθείτε μου το ταξίδι σας.
Οι σύντροφοι κάθισαν καταγής στα πόδια του κι ο Άραγκορν άρχισε την ιστορία. Για πολλή ώρα ο Γκάνταλφ δεν έλεγε τίποτα και δεν έκανε καμιά ερώτηση. Είχε απλωμένα τα χέρια του στα γόνατά του και τα μάτια του ήταν κλειστά. Τέλος, όταν ο Άραγκορν μίλησε για το θάνατο του Μπορομίρ και για το στερνό του ταξίδι στο Μεγάλο Ποταμό, ο γέροντας αναστέναξε.
— Δεν τα είπες όλα, όσα ξέρεις ή μαντεύεις, φίλε μου Άραγκορν, είπε ήσυχα. Καημένε Μπορομίρ! Δεν μπόρεσα να δω τι του συνέβηκε. Ήταν σκληρή δοκιμασία για τέτοιον άντρα: πολεμιστή κι άρχοντα των ανθρώπων. Η Γκαλάντριελ μου είπε πως Βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο. Αλλά στο τέλος γλίτωσε. Χαίρομαι. Δεν ήταν μάταιο που οι νεαροί χόμπιτ ήρθαν μαζί μας, έστω κι αν ήταν μόνο για το καλό του Μπορομίρ. Αλλ’ αυτός δεν είναι ο μοναδικός ρόλος που έχουν να παίξουν. Ήρθαν στο Φάνγκορν κι ο ερχομός τους είναι σαν τα μικρά πετραδάκια που κατρακυλούν και ξεκινούν μια χιονοστιβάδα στα βουνά. Ακόμα, και τώρα εδώ που μιλάμε, ακούω τα πρώτα υπόκωφα βουητά. Ο Σάρουμαν καλά θα κάνει να μην πιαστεί έξω από το σπίτι του, όταν το φράγμα θα σπάσει!