— Α! τώρα γυρεύεις πολλά, είπε ο Γκάνταλφ. Τα ελάχιστα που ξέρω απ’ τη μεγάλη κι αργόσυρτη ιστορία του θα έφτιαχναν ένα αφήγημα για το οποίο δεν έχουμε χώρα καιρό. Ο Δεντρογένης είναι ο Φάνγκορν, ο φύλακας του δάσους· είναι ο αρχαιότερος από τους Εντ, το αρχαιότερο ζωντανό πλάσμα που περπατά κάτω από τον Ήλιο σ’ αυτή εδώ τη Μέση-Γη. Πάντως, ελπίζω, Λέγκολας, πως μπορεί και να τον συναντήσεις. Ο Μέρι και ο Πίπιν ήταν τυχεροί, γιατί τον συνάντησαν εδώ ακριβώς, που καθόμαστε. Γιατί ήρθε εδώ δυο μέρες πριν και τους πήρε μακριά στην κατοικία του, στις ρίζες των βουνών. Έρχεται συχνά εδώ, ιδιαίτερα όταν είναι ανήσυχος και τον ταράζουν οι φήμες του έξω κόσμου. Τον είδα πριν τέσσερις μέρες να περπατάει ανάμεσα στα δέντρα και νομίζω πως με είδε κι αυτός, γιατί σταμάτησε· αλλά δε μίλησα, γιατί ήμουν βυθισμένος σε σκέψεις και κουρασμένος ύστερα από τον αγώνα μου με το Μάτι της Μόρντορ· κι ούτε κι αυτός μίλησε, ούτε φώναξε τ’ όνομά μου.
— Μπορεί κι αυτός να σκέφτηκε πως ήσουν ο Σάρουμαν, είπε ο Γκίμλι. Αλλά μιλάς γι’ αυτόν, λες και είναι φίλος. Εγώ νόμιζα πως το Φάνγκορν είναι επικίνδυνο.
— Επικίνδυνο! φώναξε ο Γκάνταλφ. Κι εγώ το ίδιο είμαι, πολύ επικίνδυνος· πιο επικίνδυνος απ’ ό,τι κι αν συναντήσετε, εκτός και σας φέρουν ζωντανούς μπροστά στο θρόνο του Μαύρου Άρχοντα. Και ο Άραγκορν είναι επικίνδυνος και ο Λέγκολας είναι επικίνδυνος. Είσαι περικυκλωμένος από κινδύνους, Γκίμλι γιε του Γκλόιν γιατί κι εσύ ο ίδιος, με τον τρόπο σου, είσαι επικίνδυνος. Και, βέβαια, είναι επικίνδυνο το δάσος του Φάνγκορν — κι όχι μόνο για κείνους που εύκολα υψώνουν τα τσεκούρια τους· κι ο ίδιος ο Φάνγκορν είναι κι αυτός επικίνδυνος· όμως, είναι και σοφός και καλοσυνάτος. Αλλά τώρα ο μεγάλος κι αργός θυμός του αρχίζει να ξεχειλίζει κι όλο το δάσος είναι πλημμυρισμένο απ’ αυτόν. Ο ερχομός των χόμπιτ και τα νέα που έφεραν, τον έκαναν να ξεχειλίσει· πολύ γρήγορα θα τρέχει σαν πλημμύρα· αλλά η ορμή της είναι στραμμένη εναντίον του Σάρουμαν και των τσεκουριών του Ίσενγκαρντ. Πρόκειται να συμβεί κάτι που έχει να γίνει απ’ τις Μέρες τις Παλιές: οι Εντ θα ξυπνήσουν και θ’ ανακαλύψουν πως είναι δυνατοί.
— Τι θα κάνουν; ρώτησε κατάπληκτος ο Λέγκολας.
— Δεν ξέρω, είπε ο Γκάνταλφ. Δε νομίζω πως το ξέρουν ούτε κι αυτοί. Αναρωτιέμαι.
Σώπασε με το κεφάλι σκυμμένο, Βυθισμένος σε σκέψεις.
Οι άλλοι τον κοίταξαν. Μια ακτίνα του ήλιου πέρασε μέσα από τα ταξιδιάρικα σύννεφα κι έπεσε στα χέρια του, που ήταν τώρα ακουμπισμένα, με τις παλάμες προς τα πάνω, στα γόνατά του — φάνηκαν να ’ναι γεμάτα φως, όπως ένα κύπελλο γεμάτο νερό. Τέλος σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε ίσια κατά τον ήλιο.
— Το πρωινό φεύγει, είπε. Σε λίγο πρέπει να φύγουμε.
— Θα πάμε να Βρούμε τους φίλους μας και το Δεντρογένη; ρώτησε ο Άραγκορν.
— Όχι, είπε ο Γκάνταλφ. Δεν είναι αυτός ο δρόμος που πρέπει να πάρετε. Σας είπα λόγια ελπίδας. Μονάχα ελπίδας. Αλλά η ελπίδα δεν είναι και η νίκη. Ο πόλεμος έχει φτάσει σ’ εμάς και σ’ όλους μας τους φίλους, ένας πόλεμος στον οποίο μόνο η χρησιμοποίηση του Δαχτυλιδιού θα μπορούσε να μας δώσει σιγουριά για τη νίκη. Με γεμίζει μεγάλη λύπη και μεγάλο φόβο· γιατί πολλά θ’ αφανιστούν κι ίσως χαθούν όλα. Είμαι ο Γκάνταλφ, ο Γκάνταλφ ο Λευκός, αλλά ο Μαύρος εξακολουθεί να ’ναι πιο δυνατός.
Σηκώθηκε και κοίταξε ανατολικά, σκιάζοντας τα μάτια του, λες κι έβλεπε μακριά, πράγματα που κανείς δεν μπορούσε να δει. Ύστερα κούνησε το κεφάλι του.
— Όχι, είπε με απαλή φωνή, έχει πάει εκεί που δεν το φτάνουμε. Ας είμαστε χαρούμενοι γι’ αυτό τουλάχιστο. Δεν μπορούμε πια να μπούμε στον πειρασμό να χρησιμοποιήσουμε το Δαχτυλίδι. Πρέπει να κατεβούμε κάτω και ν’ αντιμετωπίσουμε ένα θανάσιμο κίνδυνο, σχεδόν απελπισμένα, εκείνος όμως ο θανάσιμος κίνδυνος έχει απομακρυνθεί.
Στράφηκε προς τον Άραγκορν.
— Έλα, Άραγκορν γιε του Άραθορν! είπε. Μη μετανιώνεις για την εκλογή που έκανες στην κοιλάδα του Έμιν Μιούιλ, ούτε να πεις μάταιο το κυνηγητό σου. Διάλεξες ανάμεσα σε αμφιβολίες το δρόμο που φαινόταν σωστός· η εκλογή ήταν δίκαιη κι έχει ανταμειφθεί. Γιατί έτσι συναντηθήκαμε εγκαίρως, ενώ αλλιώς μπορεί να συναντιόμασταν πολύ αργά. Αλλά η αναζήτηση των συντρόφων σου τελείωσε. Το επόμενο σου ταξίδι το σημαδεύει ο λόγος που έδωσες. Πρέπει να πας στο Έντορας και να γυρέψεις το Θέοντεν στο παλάτι του. Γιατί σε χρειάζονται, Το φως του Αντούριλ πρέπει τώρα να ξεσκεπαστεί στη μάχη που τόσον καιρό την περιμένει. Έχει πόλεμο στο Ρόαν και το χειρότερο είναι πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά για το Θέοντεν.
— Δηλαδή, δε θα ξαναδούμε τους χαρωπούς μικρούς χόμπιτ; είπε ο Λέγκολας.
— Δεν είπα κάτι τέτοιο, είπε ο Γκάνταλφ. Ποιος ξέρει; Κάνε υπομονή. Πήγαινε εκεί που πρέπει να πας κι έλπιζε! Στο Έντορας! Εκεί πάω κι εγώ.