Выбрать главу

»Μ’ έστειλαν πίσω γυμνό — για λίγο καιρό, ώσπου να τελειώσει το έργο μου. Κι έτσι γυμνός βρέθηκα πάνω στη βουνοκορφή. Ο πύργος πίσω είχε γίνει σκόνη, το παράθυρο είχε εξαφανιστεί· η ρημαγμένη σκάλα ήταν πνιγμένη στις καμένες και κομματιασμένες πέτρες. Ήμουν ολομόναχος, χωρίς τρόπο διαφυγής πάνω στο σκληρό κατάκορφου του κόσμου. Εκεί έμεινα κοιτάζοντας ψηλά, ενώ τ’ αστέρια στριφ γύριζαν από πάνω και κάθε μέρα ήταν ατέλειωτη σαν αιώνας. Αμυδρέ στ’ αυτιά μου έφταναν μαζεμένες οι φήμες από κάθε τόπο: η άνοιξη κι ο θάνατος, το τραγούδι κι ο θρήνος και το αργό κι ατέλειωτο βογκητό της βαρυφορτωμένης πέτρας. Κι έτσι τέλος ο Γκουάιχιρ, ο Άρχοντας του Ανέμου, με βρήκε πάλι και με σήκωσε και με πήγε μακριά.

»— Το ’χει η μοίρα μου να σου γίνομαι πάντα φορτίο, φίλε, στην ανάγκη μου, είπα.

»— Κάποτε ήσουν φορτίο, απάντησε, όχι όμως και τώρα. Ελαφρός σαν το φτερό του κύκνου στα νύχια μου είσαι. Το φως του Ήλιου περνάει από μέσα σου. Και στ’ αλήθεια, δε νομίζω πως με χρειάζεσαι πια· αν σ’ άφηνα να πέσεις, θα σ’ έπαιρνε ο άνεμος.

»— Μη μ’ αφήσεις και πέσω! λαχάνιασα, γιατί ένιωσα ζωή να κυλά μέσα μου ξανά. Πήγαινέ με στο Λοθλόριεν!

»— Αυτή είναι και η διαταγή της Αρχόντισσας Γκαλάντριελ, που μ’ έστειλε να σε γυρέψω, απάντησε.

»Έτσι έφτασα στο Κάρας Γκαλάντον κι έμαθα πως μόλις είχατε φύγει. Καθυστέρησα εκεί στον άχρονο χρόνο εκείνης της γης, που οι μέρες φέρνουν γιατρειά κι όχι φθορά. Βρήκα γιατρειά και μ’ έντυσαν στ’ άσπρα. Συμθουλές έδωσα και συμβουλές πήρα. Από κει ήρθα περνώντας παράξενους δρόμους και σε μερικούς από σας φέρνω μηνύματα. Μου είπαν να πω αυτό στον Άραγκορν:

Πού είναι τώρα οι Ντούνεντεν, Ελέσαρ, Ελέσαρ; Γιατί οι δικοί σου βρίσκονται και περπατούν μακριά; Έρχεται η ώρα που θα βγουν μπροστά όλοι οι Χαμένοι, Κι ο Γκρίζος Λόχος θα φανεί μακριά απ’ το Βοριά. Μα η Μοίρα διάλεξε για σε το μαύρο μονοπάτι: Οι Πεθαμένοι τον φρουρούν το δρόμο που σε βγάζει στη Θάλασσα γοργά.

»Στο Λέγκολας έστειλε αυτόν το λόγο:

Λέγκολας Πρασινόφολλε, που χρόνους πολλούς έχεις ζήσει Ολόχαρος μέσα στα δέντρα! Φυλάξου από τη Θάλασσα! Γιατί σαν ακούσεις του γλάρου τη φωνή στ’ ακρογιάλι, Στο δάσος δε θά βρει γαλήνη η καρδιά σου και πάλι.

Ο Γκάνταλφ σώπασε κι έκλεισε τα μάτια.

— Τότε, σε μένα δεν έστειλε μήνυμα; είπε ο Γκίμλι κι έσκυψε το κεφάλι.

— Σκοτεινά τα λόγια της, είπε ο Λέγκολας, και λίγα σημαίνουν γι’ αυτούς που τ’ ακούνε.

— Αυτό δεν είναι παρηγοριά, είπε ο Γκίμλι.

— Τι λοιπόν; είπε ο Λέγκολας. Θα προτιμούσες να σου μιλούσε ανοιχτά για το θάνατό σου;

— Ναι, αν δεν είχε τίποτ’ άλλο να πει.

— Τι είναι αυτό; είπε ο Γκάνταλφ, ανοίγοντας τα μάτια του. Ναι, νομίζω πως μπορώ να μαντέψω τι είναι δυνατό να σημαίνουν τα λόγια της. Συγγνώμη, Γκίμλι! Ξαναμελετούσα τα μηνύματα γι’ άλλη μια φορά. Μα και βέβαια σου έστειλε μήνυμα, που δεν είναι ούτε σκοτεινό ούτε λυπητερό:

»— Στον Γκίμλι γιο του Γκλόιν, είπε, δώσε της Κυράς του τα χαιρετίσματα. Εσύ που έχεις τα μαλλιά μου, όπου πας η σκέψη μου πάει μαζί σου. Πρόσεχε μόνο να χτυπάς με το τσεκούρι σου το σωστό δέντρο!

— Σε χαρούμενη ώρα ξαναγύρισες κοντά μας, Γκάνταλφ, φώναξε ο Νάνος χοροπηδώντας και τραγουδώντας δυνατά στην παράξενη γλώσσα των Νάνων. Εμπρός, εμπρός! φώναξε, ανεμίζοντας το τσεκούρι του. Εφόσον το κεφάλι του Γκάνταλφ είναι τώρα ιερό. πάμε να Βρούμε κανένα κατάλληλο για κόψιμο!

— Δε θα χρειαστεί να το ψάξουμε μακριά, είπε ο Γκάνταλφ και σηκώθηκε απ’ τη θέση του. Εμπρός! Ξοδέψαμε όλο τον καιρό που επιτρέπεται για τη συνάντηση φίλων που είχαν χωριστεί. Τώρα πρέπει να βιαστούμε.

Τυλίχτηκε πάλι στον παλιό κουρελιασμένο μανδύα του και μπήκε μπροστά. Τον ακολούθησαν και κατέβηκαν γρήγορα απ’ το ψηλό πλατύσκαλο, μπήκαν στο δάσος και κατέβηκαν στις όχθες του Έντγουός. Δεν είπαν άλλες κουβέντες, ώσπου βρέθηκαν πάλι να στέκονται στο χορτάρι έξω απ’ το Φάνγκορν. Τ’ άλογά τους δε φαίνονταν πουθενά.

— Δε γύρισαν, είπε ο Λέγκολας. Η πορεία μας θα ’ναι κοπιαστική.

— Εγώ δε θα πάω πεζός. Ο καιρός Βιάζει, είπε ο Γκάνταλφ. Ύστερα σηκώνοντας το κεφάλι του έβγαλε ένα μακρύ σφύριγμα.

Τόσο καθαρή και διαπεραστική ήταν η νότα, που οι άλλοι στάθηκαν κατάπληκτοι ακούγοντας τέτοιον ήχο να βγαίνει από κείνα τα γέρικα γενάτα χείλια. Τρεις φορές σφύριξε· κι ύστερα ξέθωρα και μακρινά τους φάνηκε πως άκουσαν το χρεμέτισμα ενός αλόγου φερμένο από τις πεδιάδες στα φτερά του ανατολικού ανέμου. Περίμεναν απορημένοι. Πριν περάσει πολλή ώρα, ακούστηκε ο θόρυβος από οπλές, στην αρχή σαν ελαφρό τρεμούλιασμα της γης, αντιληπτός μόνο στον Άραγκορν, όπως ήταν πεσμένος στο χορτάρι, κι ύστερα δυνάμωνε σταθερά και ξεκαθάρισε σ’ ένα γρήγορο ποδοβολητό.