— Βλέπω μεγάλο καπνό, είπε ο Λέγκολας. Τι μπορεί να είναι;
— Μάχη και πόλεμος! είπε ο Γκάνταλφ. Προχωρείτε!
Κεφάλαιο VI
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΥ ΠΑΛΑΤΙΟΥ
Ταξίδεψαν όλο το ηλιοβασίλεμα και το αργό σούρουπο, ώσπου έπεσε η νύχτα. Όταν, τέλος, σταμάτησαν και ξεπέζεψαν, ακόμα κι ο Άραγκορν ήταν πιασμένος και κουρασμένος. Ο Γκάνταλφ τους άφησε μονάχα λίγες ώρες να ξεκουραστούν. Ο Λέγκολας κι ο Γκίμλι κοιμήθηκαν κι ο Άραγκορν ξάπλωσε ανάσκελα· ο Γκάνταλφ όμως στεκόταν, γέρνοντας στο ραβδί του, κοιτάζοντας τη σκοτεινιά ανατολικά και δυτικά. Όλα ήταν σιωπηλά και δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος από ζωντανό πλάσμα. Η νύχτα ήταν σπαρμένη με μακρόστενα σύννεφα, που έτρεχαν μ’ έναν κρύο άνεμο, όταν ξύπνησαν ξανά. Ξεκίνησαν πάλι κάτω απ’ το παγωμένο φεγγάρι, πηγαίνοντας το ίδιο γρήγορα όπως και με το φως της μέρας.
Οι ώρες περνούσαν κι αυτοί εξακολουθούσαν να καλπάζουν. Ο Γκίμλι κουτουλούσε απ’ τη νύστα και θα ’πεφτε απ’ τη θέση του αν ο Γκάνταλφ δεν τον άρπαζε και δεν τον κουνούσε να ξυπνήσει. Ο Χάσουφελ κι ο Άροντ, κουρασμένοι αλλά περήφανοι, ακολουθούσαν τον ακούραστο αρχηγό τους, μια γκρίζα σκιά μπροστά τους που μόλις φαινόταν. Τα μίλια έφευγαν. Το φεγγάρι, στη γέμιση του, βούλιαξε στη συννεφιασμένη Δύση.
Ένα διαπεραστικό κρύο απλώθηκε στην ατμόσφαιρα. Αργά αργά στην Ανατολή η σκοτεινιά ξεθώριασε και πήρε ένα κρύο γκρίζο χρώμα. Φωτεινές κόκκινες δέσμες ξεπετάχτηκαν πίσω από τους μαύρους τοίχους του Έμιν Μιούιλ πέρα, μακριά στ’ αριστερά τους. Η αυγή έφτασε καθαρή και φωτεινή· ένας άνεμος φύσηξε στο δρόμο τους, τρέχοντας ανάμεσα από τα γερμένα χόρτα. Ξαφνικά ο Ίσκιος στάθηκε ακίνητος και χλιμίντρισε. Ο Γκάνταλφ έδειξε μπροστά.
— Δείτε! φώναξε κι εκείνοι σήκωσαν τα κουρασμένα τους μάτια.
Μπροστά τους υψώνονταν τα βουνά του Νοτιά: με κάτασπρες κορφές και μαύρες σκιές. Η χορταριασμένη γη έφτανε κυματιστά ως τους λόγους, που ήταν μαζεμένοι στα κράσπεδά της, και ανηφόριζε σχηματίζοντας πολλές κοιλάδες, που ήταν ακόμα θαμπές και σκοτεινές, γιατί δεν τις είχε αγγίξει το φως της αυγής, ανέβαιναν στην καρδιά των μεγάλων βουνών. Ακριβώς απέναντι απ’ τους ταξιδιώτες η πιο φαρδιά απ’ αυτές τις κοιλάδες ανοιγόταν σαν μακρόστενο στόμιο ανάμεσα στους λόφους. Πέρα στο βάθος μπορούσαν μόλις να διακρίνουν ένα συγκεχυμένο όγκο βουνών με μια ψηλή κορφή· στην είσοδο της κοιλάδας στεκόταν σαν φρουρός ένα μοναχικό ύψωμα. Στα ριζά του, κυλούσε, σαν ασημένια κλωστή, το ποταμάκι που έβγαινε απ’ την κοιλάδα· ψηλά στην κορφή του έπιασαν, πολύ μακριά ακόμα, κάτι να γυαλίζει στο φως του ήλιου που έβγαινε, μια χρυσαφένια λάμψη.
— Έλα, Λέγκολας! είπε ο Γκάνταλφ. Πες μας τι βλέπεις εκεί μπροστά μας!
Ο Λέγκολας κοίταξε μπροστά σκιάζοντας τα μάτια του απ’ τις χαμηλές ακτίνες του νιόβγαλτου ήλιου.
— Βλέπω ένα άσπρο ποταμάκι που κατεβαίνει από τα χιόνια, είπε. Εκεί όπου ξεχύνεται βγαίνοντας απ’ τη σκιά της κοιλάδας, ανατολικά υψώνεται ένας πράσινος λόφος. Μια τάφρος, ένα πανίσχυρο τείχος κι ένας αγκαθωτός φράχτης τον περιζώνουν. Από μέσα ξεπετιούνται σκεπές σπιτιών και στη μέση, πάνω σ’ έναν καταπράσινο εξώστη, προβάλλει αγέρωχο ένα μεγάλο ανθρώπινο παλάτι. Στα μάτια μου φαίνεται σαν σκεπασμένο με χρυσάφι. Το φως του αντιφέγγει μακριά σ’ όλη την περιοχή. Χρυσαφένιες είναι και οι παραστάδες στις πόρτες του. Εκεί στέκονται άντρες μ’ αστραφτερές πανοπλίες· όλα τ’ άλλα μες στις αυλές κοιμούνται ακόμα.
— Έντορας λέγονται εκείνες οι αυλές, είπε ο Γκάνταλφ, και Μέντουσελντ εκείνο το χρυσό παλάτι. Εκεί κατοικεί ο Θέοντεν ο γιος του Θένγκελ, Βασιλιάς του Μαρκ του Ρόαν. Φτάσαμε με την αυγή. Τώρα ο δρόμος μας απλώνεται ολοκάθαρος μπροστά μας. Αλλά πρέπει να προχωρούμε με περισσότερη προσοχή· γιατί γίνεται πόλεμος και οι Ροχίριμ, οι Αλογοαφεντάδες, δεν κοιμούνται, ακόμα κι αν έτσι φαίνεται από δω μακριά. Μην τραβήξετε όπλο, ούτε να ξεστομίσετε περήφανη κουβέντα, σας συμβουλεύω όλους, ώσπου να βρεθούμε μπροστά στο θρόνο του Θέοντεν.
Το πρωινό γύρω τους έλαμπε ασυννέφιαστο και τα πουλιά κελαηδούσαν όταν οι ταξιδιώτες έφτασαν στο ποταμάκι. Κατηφόριζε γοργό προς την πεδιάδα και μετά τα ριζά των λόφων έστριβε, περνώντας μπροστά τους και κυλούσε στην ανατολή για να χυθεί στον Έντγουός πέρα μακριά που ήταν πνιγμένος στις καλαμιές. Η γη ήταν πράσινη· στα δροσερά λιβάδια και πλάι στις πράσινες όχθες του μικρού ποταμιού φύτρωναν πολλές ιτιές. Στη νότια περιοχή είχαν κιόλας αρχίσει να κοκκινίζουν στ’ ακροδάχτυλά τους, νιώθοντας τον ερχομό της άνοιξης. Υπήρχε ένα ρηχό πέρασμα στο ποταμάκι ανάμεσα στις χαμηλές όχθες που ήταν χιλιοπατημένο απ’ το πέρασμα αλόγων. Οι ταξιδιώτες βγήκαν απέναντι και βρέθηκαν σ’ ένα φαρδύ αυλακωμένο μονοπάτι που οδηγούσε στα ψηλώματα.