Выбрать главу

— Δεν έχω τίποτα να πω για τον Έομερ, απάντησε. Αν αυτά που λέτε είναι η αλήθεια, τότε το δίχως άλλο ο Θέοντεν θα τα έχει ακούσει. Μπορεί ο ερχομός σας να μην ήταν εντελώς απρόσμενος. Γιατί μόλις δυο νύχτες πριν ήρθε ο Φιδόγλωσσος και μας είπε πως ήταν επιθυμία του Θέοντεν να μην περάσει ξένος αυτές τις πύλες.

— Ο Φιδόγλωσσος; είπε ο Γκάνταλφ, κοιτάζοντας κοφτερά το φρουρό. Μη λες τίποτα παραπάνω! Η δουλειά που έχω δεν είναι με το Φιδόγλωσσο, αλλά με τον ίδιο τον Άρχοντα του Μαρκ. Βιάζομαι. Εσύ θα πας ή θα στείλεις κάποιον να ειδοποιήσει πως έχουμε έρθει;

Τα μάτια του άστραφταν κάτω απ’ τα πυκνά του φρύδια, καθώς είχε τη ματιά του καρφωμένη στον άνθρωπο.

— Ναι, θα πάω εγώ, απάντησε αργά. Αλλά τι ονόματα να πω; Και τι να πω για σένα; Γέρος και κουρασμένος φαίνεσαι τώρα, μα άγριος και βλοσυρός κατά βάθος νομίζω.

— Μιλάς και βλέπεις καλά, είπε ο μάγος. Γιατί εγώ είμαι ο Γκάνταλφ. Έχω επιστρέψει. Και να! Φέρνω πίσω κι ένα άλογο. Αυτός εδώ είναι ο Ίσκιος ο Μέγας, που κανένα άλλο χέρι δεν μπορεί να ημερέψει. Κι εδώ δίπλα μου είναι ο Άραγκορν γιος του Άραθορν, ο κληρονόμος των Βασιλιάδων, που πάει στο Μούντμπουργκ. Κι εδώ είναι επίσης ο Λέγκολας το Ξωτικό κι ο Γκίμλι ο Νάνος, οι σύντροφοι μας. Πήγαινε τώρα στον κύριό σου και πες του πως βρισκόμαστε στις πύλες του και θέλουμε να μιλήσουμε μαζί του, αν μας επιτρέψει να μπούμε στο παλάτι του.

— Δίνεις πράγματι παράξενα ονόματα! Αλλά θα τα αναφέρω όπως παραγγέλνεις και θα μάθω τη θέληση του κυρίου μου, είπε ο φρουρός. Περιμένετε λίγο εδώ και θα σας φέρω την απάντηση που θα κρίνει καλό να μου δώσει. Μην ελπίζετε και πάρα πολλά. Αυτές οι μέρες είναι σκοτεινές.

Έφυγε γρήγορα, αφήνοντας τους ξένους στην παρακολούθηση των συντρόφων του.

Έπειτα από λίγη ώρα γύρισε.

— Ακολουθήστε με! είπε. Ο Θέοντεν δίνει την άδεια να περάσετε· αλλά ό,τι όπλο κι αν κρατάτε, ακόμα κι αν είναι σκέτο ραβδί, θα πρέπει να τ’ αφήσετε στο κατώφλι. Οι θυροφρουροί θα τα φυλάξουν.

Οι παλιές πύλες άνοιξαν. Οι ταξιδιώτες μπήκαν, περπατώντας ένας ένας στη σειρά πίσω από τον οδηγό τους. Βρέθηκαν σ’ έναν πλατύ δρόμο στρωμένο με πελεκημένες πέτρες, που άλλοτε ανηφόριζε στριφογυρίζοντας κι άλλοτε ανέβαινε από καλοστρωμένα σκαλοπάτια. Πέρασαν πολλά ξύλινα σπίτια και σκουρόχρωμες πόρτες. Πλάι στο δρόμο σ’ ένα πέτρινο αυλάκι κυλούσε ένα ρυάκι με ολοκάθαρο νερό, αστράφτοντας και τραγουδώντας. Τέλος, έφτασαν στην κορφή του λόφου. Εκεί βρισκόταν ο εξώστης με το ανάκτορο πάνω σε μια πράσινη πεζούλα, και στη βάση της ανάβλυζε μια αστραφτερή πηγή μέσα από μια πέτρα σκαλισμένη σε σχήμα αλογοκεφαλής· από κάτω είχε μια φαρδιά γούρνα απ’ όπου ξεχείλιζε και χυνόταν στο ρυάκι που κατηφόριζε. Απ’ την πράσινη πεζούλα ανέβαινε μια πέτρινη σκάλα, ψηλή και πλατιά που, και στις δυο πλευρές του ψηλότερου σκαλοπατιού, είχε καθίσματα σκαλισμένα στην πέτρα. Εκεί κάθονταν άλλοι φρουροί, με γυμνωμένα σπαθιά ακουμπισμένα στα γόνατά τους. Τα χρυσά τους μαλλιά ήταν πλεγμένα στους ώμους τους· πάνω στις πράσινες ασπίδες τους ήταν ζωγραφισμένος ο ήλιος, η αρματωσιά τους άστραφτε γυαλιστερή κι όταν σηκώθηκαν φάνηκαν ψηλότεροι από κοινούς θνητούς.

— Να οι πόρτες μπροστά σας, είπε ο οδηγός. Εγώ πρέπει τώρα να γυρίσω πίσω στο καθήκον μου, στην πύλη. Έχετε γεια! Είθε ο Άρχοντας του Μαρκ να σας φερθεί ευγενικά!

Γύρισε και κατηφόρισε γρήγορα το δρόμο. Οι άλλοι ανέβηκαν τη μεγάλη σκάλα κάτω από τα μάτια των πανύψηλων φρουρών. Στέκονταν σιωπηλοί τώρα από πάνω τους, δίχως να λένε λέξη, ώσπου ο Γκάνταλφ πάτησε την πλακόστρωτη αυλή στην κορυφή της σκάλας. Τότε ξαφνικά με φωνές καθαρές είπαν ένα ευγενικό καλωσόρισμα στη γλώσσα τους.

— Χαίρετε, σεις που έρχεστε από μακριά! είπαν και γύρισαν τις λαβές των σπαθιών τους κατά τους ταξιδιώτες σαν δείγμα ειρήνης.

Πράσινα πετράδια άστραψαν στο φως του ήλιου. Ύστερα ένας από τους φρουρούς βγήκε μπροστά και μίλησε στην Κοινή Γλώσσα:

— Είμαι ο Θυροφρουρός του Θέοντεν, είπε. Με λένε Χάμα. Θα πρέπει να σας παρακαλέσω ν’ αφήσετε εδώ τα όπλα σας, πριν μπείτε μέσα.

Τότε ο Λέγκολας του έδωσε το μαχαίρι του με την ασημένια λαβή, τη φαρέτρα του και το τόξο.

— Φύλαξέ τα καλά, είπε, γιατί προέρχονται απ’ το Χρυσαφένιο Δάσος και μου τα έδωσε η Κυρά του Λοθλόριεν.

Δέος καθρεφτίστηκε στα μάτια του ανθρώπου κι ακούμπησε βιαστικά τα όπλα στον τοίχο, λες και φοβόταν να τα κρατήσει.

— Κανείς δε θα τ’ αγγίξει, σ’ το υπόσχομαι, είπε.