Ο Άραγκορν κοντοστάθηκε διστάζοντας.
— Δεν είναι η θέλησή μου, είπε, να εγκαταλείψω το σπαθί μου ή να παραδώσω τον Αντούριλ στα χέρια οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου.
— Είναι όμως η θέληση του Θέοντεν, είπε ο Χάμα.
— Δε βλέπω γιατί η θέληση του Θέοντεν γιου του Θέγκελ, ακόμα κι αν αυτός είναι άρχοντας του Μαρκ, θα πρέπει να υπερισχύσει από τη θέληση του Άραγκορν γιου του Άραθορν, κληρονόμου του Έλεντιλ της Γκόντορ.
— Αυτό εδώ είναι το σπίτι του Θέοντεν, όχι του Άραγκορν, ακόμα κι αν αυτός ήταν Βασιλιάς της Γκόντορ στη θέση του Ντένεθορ, είπε ο Χάμα και πήγε γρήγορα και στάθηκε μπροστά απ’ τις πόρτες κλείνοντας το δρόμο.
Είχε τώρα στο χέρι το σπαθί του με την κόψη κατά τους ξένους.
— Άσκοπες κουβέντες κάνουμε, είπε ο Γκάνταλφ. Η απαίτηση του Θέοντεν είναι περιττή, αλλά είναι μάταιο ν’ αρνηθούμε. Κάθε βασιλιάς κάνει αυτό που θέλει στο παλάτι του, ανόητο ή σοφό.
— Σωστά, είπε ο Άραγκορν. Και θα έκανα αυτό που ζητάει ο οικοδεσπότης, ακόμα κι αν ήταν ξυλοκόπος, αν κρατούσα ένα οποιοδήποτε σπαθί εκτός απ’ τον Αντούριλ.
— Όποιο όνομα κι αν έχει, είπε ο Χάμα, εδώ θα το ακουμπήσεις, αν δε θέλεις να βρεθείς αντιμέτωπος μ’ όλους τους άντρες του Έντορας.
— Δε θα ’ναι μονάχος! είπε ο Γκίμλι ψηλαφώντας την κόψη του τσεκουριού του και κοιτάζοντας σκοτεινιασμένα το φρουρό, λες κι ήταν δεντράκι που ο Γκίμλι είχε στο νου του να πελεκήσει. Δε θα ’ναι μονάχος!
— Ελάτε, ελάτε! είπε ο Γκάνταλφ. Εδώ είμαστε όλοι φίλοι. Ή θα ’πρεπε να ’μαστε· γιατί τα γέλια της Μόρντορ θα ’ναι η μόνη μας αμοιβή αν τσακωθούμε. Η δουλειά μου είναι πολύ επείγουσα. Τουλάχιστον, πάρε το δικό μου σπαθί, καλέ μου Χάμα. Φύλαξε το καλά. Το λένε Γκλάμντρινγκ, γιατί είναι παλιά φτιαγμένο από Ξωτικά. Τώρα άσε με να περάσω. Έλα, Άραγκορν!
Αργά ο Άραγκορν ξεκούμπωσε τη ζώνη του και μοναχός του ακούμπησε όρθιο το σπαθί του στον τοίχο.
— Εδώ το βάζω, είπε, αλλά σε διατάζω να μην το αγγίξεις ούτε ν’ αφήσεις άλλον να το πιάσει στα χέρια του. Σ’ αυτό το ξωτικοθηκάρι βρίσκεται το Σπαθί που ήταν Σπασμένο και τώρα έχει πάλι συγκολληθεί. Ο Τέλχαρ πρώτος το ’φτιαξε παλιά, στα βάθη των αιώνων. Θα πεθάνει όποιος πάει να τραβήξει το σπαθί του Έλεντιλ, εκτός απ’ τον κληρονόμο του Έλεντιλ.
Ο φρουρός πισωπάτησε και κοίταξε απορημένος τον Άραγκορν.
— Μοιάζει λες κι έχεις έρθει στα φτερά του τραγουδιού από μέρες ξεχασμένες, είπε. Θα γίνει, κύριε, όπως διατάζεις.
— Λοιπόν, είπε ο Γκίμλι, αν έχει τον Αντούριλ για συντροφιά, το πελέκι μου μπορεί να μείνει εδώ κι αυτό χωρίς ντροπή, και τ’ ακούμπησε στο δάπεδο. Τώρα, λοιπόν, αν όλα είναι όπως επιθυμείς, πάμε να μιλήσουμε με τον κύριό σου.
Ο φρουρός δίσταζε ακόμα.
— Το ραβδί σας, είπε στον Γκάνταλφ. Συγχωρέστε με, μα κι αυτό πρέπει να μείνει στην πόρτα.
— Ανοησίες! είπε ο Γκάνταλφ. Εντάξει η σύνεση, αλλά η αγένεια όχι. Είμαι γέρος. Αν δεν μπορώ να ακουμπώ στο ραβδί μου όταν περπατώ, τότε θα καθίσω εδώ έξω, ώσπου να ευαρεστηθεί ο Θέοντεν να βγει κούτσα κούτσα έξω να μου μιλήσει ο ίδιος.
Ο Άραγκορν γέλασε:
— Κάθε άνθρωπος έχει κάτι που το αγαπάει πολύ και δε θέλει να το εμπιστευτεί σε κάποιον άλλο. Αλλά θέλεις να στερήσεις το στήριγμα του γέροντα; Έλα, δε θα μας αφήσεις να μπούμε;
— Το ραβδί στο χέρι ενός μάγου μπορεί να ’ναι κάτι παραπάνω από απλό στήριγμα των γηρατειών, είπε ο Χάμα και κοίταξε με προσοχή το ραβδί από ξύλο φλαμουριάς που έγερνε ο μάγος. Όμως, όταν βρεθεί σε δίλημμα ο σωστός άντρας εμπιστεύεται τη σοφία του. Εγώ πιστεύω πως είσαστε φίλοι άξιοι τιμής και δεν έχετε κακό σκοπό. Μπορείτε να περάσετε μέσα.
Οι φρουροί τώρα σήκωσαν τις βαριές αμπάρες της δίφυλλης πύλης και άνοιξαν αργά προς τα μέσα τα φύλλα που έτριζαν στους μεγάλους μεντεσέδες τους. Οι ταξιδιώτες μπήκαν. Μέσα τούς φάνηκε σκοτεινά και ζεστά ύστερα απ’ τον καθάριο αέρα του λόφου. Η αίθουσα ήταν μακριά και φαρδιά, γεμάτη σκιές και μισόφωτα· τεράστιες κολόνες κρατούσαν την ψηλή οροφή. Αλλά εδώ κι εκεί λαμπερές ηλιαχτίδες σε φωτεινές δέσμες έπεφταν απ’ τ’ ανατολικά παράθυρα, που ήταν ψηλά κάτω απ’ τη γερτή στέγη. Από τις γρίλιες του φεγγίτη στο ταβάνι, διακλαδιζόμενα ρουνικά και παράξενα σχήματα πλέκονταν κάτω από τα πόδια τους. Είδαν τώρα πως οι κολόνες ήταν πλούσια σκαλισμένες και γυάλιζαν μουντά από χρυσάφι κι άλλα μισοϊδωμένα χρώματα. Πολλές υφαντές πάντες ήταν κρεμασμένες στους τοίχους και πάνω στις πλατιές τους επιφάνειες διάβαιναν μορφές από αρχαίους θρύλους, μερικές θαμπές απ’ την πολυκαιρία κι άλλες σκοτεινές στη σκιά. Αλλά το φως του ήλιου έπεφτε πάνω σε μια μορφή: ένας νέος άντρας πάνω σ’ ένα κάτασπρο άτι. Σάλπιζε μ’ ένα μεγάλο βούκινο και τα ξανθά μαλλιά του ανέμιζαν. Το κεφάλι του αλόγου του ήταν σηκωμένο, τα ρουθούνια του πλατιά και κόκκινα έτσι όπως χρεμέτιζε, μυρίζοντας από μακριά τη μάχη. Αφρισμένο νερό, πράσινο κι άσπρο, έτρεχε μ’ ορμή και τυλιγόταν γύρω από τα γόνατά του.