Выбрать главу

— Να ο Έορλ ο Νεαρός! είπε ο Άραγκορν. Έτσι ήρθε καλπάζοντας απ’ το Βοριά στη Μάχη του Κάμπου του Σέλεμπραντ.

Τώρα οι τέσσερις σύντροφοι προχώρησαν μπροστά, προσπερνώντας τη μεγάλη ζωηρή φωτιά που έκαιγε σε μια μεγάλη μακρόστενη εστία στη μέση της αίθουσας. Ύστερα σταμάτησαν. Τέρμα στο βάθος μετά την εστία, που έβλεπε στο βοριά, κατά τις πόρτες, υπήρχε ένα βάθρο με τρία σκαλοπάτια· και στη μέση του βάθρου ήταν ένας μεγάλος χρυσωμένος θρόνος. Εκεί καθόταν ένας άνθρωπος τόσο διπλωμένος απ’ τα χρόνια, που έμοιαζε σχεδόν νάνος· αλλά τα άσπρα του μαλλιά ήταν μακριά και πυκνά κι έπεφταν σε μεγάλες πλεξίδες κάτω από ένα λεπτό χρυσό στεφάνι στο μέτωπό του. Στο μέτωπό του καταμεσής έλαμπε ένα μοναδικό άσπρο διαμάντι. Η γενειάδα του απλωνόταν σαν χιόνι πάνω στα γόνατά του’ αλλά τα μάτια του εξακολουθούσαν να καίνε μ’ ένα ζωηρό φως, αστράφτοντας καθώς κοίταζε τους ξένους. Πίσω απ’ το κάθισμά του στεκόταν μια γυναίκα ντυμένη στ’ άσπρα. Στα πόδια του πάνω στα σκαλιά καθόταν ένα ζαρωμένο ανθρωπάκι, με χλωμό σοφό πρόσωπο και βαριοβλέφαρα μάτια.

Σιγή... Ο γέροντας δεν κουνήθηκε στο θρόνο του. Τέλος μίλησε ο Γκάνταλφ:

— Χαίρε, Θέοντεν γιε του Θένγκελ! Γύρισα πίσω. Γιατί, δες, η καταιγίδα έρχεται και τώρα όλοι οι φίλοι πρέπει να συγκεντρωθούν, όλοι μαζί, για να μη μας εξολοθρέψουν έναν έναν.

Αργά ο γέροντας στάθηκε στα πόδια του, γέρνοντας βαριά πάνω σ’ ένα κοντό μαύρο ραβδί με άσπρη κοκάλινη λαβή· και τώρα οι ξένοι είδαν πως, μόλο που ήταν σκυφτός, δεν έπαυε να είναι ψηλός και στα νιάτα του θα ήταν πανύψηλος και περήφανος σίγουρα.

— Σε χαιρετώ, είπε, κι ίσως να γυρεύεις να σε καλωσορίσω. Αλλά, για να πω την αλήθεια, το καλωσόρισμά σου είναι αμφίβολο εδώ, Αφέντη Γκάνταλφ. Πάντα σου υπήρξες προπομπός κακών. Οι φασαρίες σ’ ακολουθούν σαν κοράκια, όλο πιο συχνά και χειρότερα. Δε θα σου πω ψέματα: όταν άκουσα πως ο Ίσκιος είχε γυρίσει πίσω δίχως αναβάτη, χάρηκα πολύ για την επιστροφή του αλόγου, κι ακόμα περισσότερο για την απουσία του αναβάτη· κι όταν ο Έομερ έφερε νέα πως είχες πάει τέλος στην αιώνια κατοικία σου, δεν πένθησα. Αλλά τα νέα που έρχονται από μακριά σπάνια είναι αληθινά. Να ’σαι πάλι εδώ! Και μαζί σου έρχονται κακά χειρότερα από κάθε άλλη φορά, όπως θα ’πρεπε να το περιμένω. Γιατί να σε καλωσορίσω, Γκάνταλφ Κοράκι της Καταιγίδας; Μπορείς να μου πεις;

Αργά αργά κάθισε πάλι στο κάθισμά του.

— Σωστά μιλάς, κύριε, είπε ο χλωμός άνθρωπος που καθόταν στα σκαλιά του βάθρου. Δεν είναι ακόμα ούτε πέντε μέρες από τότε που έμαθες τα πικρά νέα, πως ο γιος σου ο Θέοντρεντ σκοτώθηκε στις δυτικές παραμεθόριες περιοχές — το δεξί σου χέρι, ο Δεύτερος Στρατάρχης του Μαρκ. Και ο Έομερ δεν είναι για να του έχεις μεγάλη εμπιστοσύνη. Λίγοι άντρες θα ’μεναν να φρουρούν τα τείχη σου, αν είχες αφήσει αυτόν να κυβερνά. Και ακόμη τώρα μαθαίνουμε απ’ την Γκόντορ πως ο Μαύρος Άρχοντας κινητοποιείται στην Ανατολή. Τέτοια είναι η ώρα που αυτός ο γυρολόγος διαλέγει για να ξανάρθει. Γιατί, λοιπόν, να σε καλωσορίσουμε, Κοράκι της Καταιγίδας; Εγώ σε ονομάζω Láthspell, Γρουσούζη· και λένε πως ο γρουσούζης είναι κακός ξένος.

Γέλασε άγρια, καθώς σήκωσε για μια στιγμή τα βαριά του βλέφαρα και κοίταξε με σκοτεινιασμένα μάτια τους ξένους.

— Λένε πως είσαι σοφός, φίλε μου Φιδόγλωσσε, και πως είσαι το δίχως άλλο μεγάλο στήριγμα για τον κύριό σου, απάντησε ο Γκάνταλφ με μαλακή φωνή. Υπάρχουν όμως δύο τρόποι που μπορεί να έρθει κάποιος με άσχημα νέα. Μπορεί ο ίδιος να δουλεύει το κακό· ή μπορεί να μην πειράζει ό,τι είναι καλό και να ’ρχεται μόνο για να φέρει βοήθεια σε καιρό ανάγκης.

— Έτσι είναι, είπε ο Φιδόγλωσσος· αλλά υπάρχει και τρίτο είδος: οι καιροσκόποι, που ανακατεύονται στη δυστυχία των άλλων, όρνια που τρώνε ψοφίμια και θρέφονται απ’ τον πόλεμο. Έχεις φέρει βοήθεια ποτέ, Κοράκι της Καταιγίδας; Και τι βοήθεια φέρνεις τώρα; Την τελευταία φορά που ήσουν εδώ ζητούσες τη δική μας Βοήθεια. Τότε ο κύριός μου σου είπε να διαλέξεις όποιο άλογο ήθελες και να φύγεις· κι όλοι απόρησαν με το θράσος που είχες να πας να πάρεις τον Ίσκιο. Ο κύριός μου πολύ στενοχωρέθηκε· αν και το τίμημα δεν ήταν πολύ μεγάλο, αφού έφυγες τόσο γρήγορα. Φαντάζομαι πως πάλι στα ίδια θα καταλήξουμε: θα ζητήσεις μάλλον τη βοήθειά μας, παρά θα μας τη δώσεις. Φέρνεις άντρες; Φέρνεις άλογα, σπαθιά, κοντάρια; Αυτό λέω εγώ βοήθεια· αυτό χρειαζόμαστε τώρα. Αλλά ποιοι είναι αυτοί που σ’ ακολουθούν; Τρεις κουρελήδες γυρολόγοι ντυμένοι γκρίζα κι εσύ ο πιο κουρελής απ’ όλους!