Выбрать главу

— Η ευγένεια του παλατιού σου έχει κάπως λιγοστέψει τώρα τελευταία, Θέοντεν γιε του Θένγκελ, είπε ο Γκάνταλφ. Δε σου είπε ο αγγελιαφόρος από την πόλη τα ονόματα των συντρόφων μου; Πολύ σπάνια είχε την τιμή άρχοντας του Ρόαν να δεχτεί τρεις τέτοιους ξένους. Έχουν αφήσει όπλα στις πόρτες σου που αξίζουν πολλούς θνητούς ανθρώπους, ακόμα κι απ’ τους πιο μεγάλους. Είναι γκρίζα τα ρούχα τους, γιατί τους έντυσαν τα Ξωτικά κι έτσι έχουν περάσει μέσα από τη σκιά πολλών μεγάλων κινδύνων για να φτάσουν στο παλάτι σου.

— Είναι, λοιπόν, αλήθεια, όπως είπε ο Έομερ, πως συνεργάζεστε με τη Μάγισσα του Χρυσαφένιου Δάσους; είπε ο Φιδόγλωσσος. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς: δόλιες πλεκτάνες πλέκονταν πάντα στο Ντίμορντιν.

Ο Γκίμλι έκανε ένα βήμα μπροστά, αλλά ένιωσε ξαφνικά το χέρι του Γκάνταλφ να τον αρπάζει απ’ τον ώμο και σταμάτησε και στάθηκε ασάλευτος σαν πέτρα.

Στο Ντίμορντιν, στο Λόριεν Π’ Ανθρώπου πόδι δεν πατά σχεδόν ποτέ, Αίγα είν’ τα μάτια τα θνητά που έχουν δει το φως, Που λάμπει εκεί αιώνια ζωηρό. Γκαλάντριελ! Γκαλάντριελ! Καθάριο είναι της πηγής σου το νερό· Στο δάχτυλό σου πάλλευκο τ’ αστέρι· Δίχως ψεγάδι και λεκέ φύλλο και χώμα είναι Στο Ντίμορντιν, στο Λόριεν Καλύτερο απ’ τους λογισμούς Θνητών Ανθρώπων.

Έτσι έψαλε ο Γκάνταλφ σιγανά κι ύστερα ξαφνικά μεταμορφώθηκε. Πέταξε πέρα τον κουρελιασμένο του μανδύα, στάθηκε όρθιος χωρίς να γέρνει πια στο ραβδί του και είπε με καθάρια παγερή φωνή:

— Οι σοφοί μιλούν μόνο για ό,τι ξέρουν, Γκρίμα γιε του Γκάλμοντ. Ανόητο φίδι έχεις γίνει. Γι’ αυτό σώπα και κράτα τη διχαλωτή σου γλώσσα μέσα από τα δόντια σου. Δεν πέρασα μέσα από φωτιά και θάνατο για ν’ ανταλλάσσω διπλοπρόσωπες κουβέντες μ’ έναν υπηρέτη ώσπου να πέσει ο κεραυνός.

Σήκωσε το ραβδί του. Ακούστηκαν βροντές. Το φως του ήλιου σβήστηκε απ’ τ’ ανατολικά παράθυρα· όλη η αίθουσα ξαφνικά σκοτείνιασε σαν νύχτα. Η φωτιά ξεθώριασε σε σκοτεινή χόβολη. Μόνο ο Γκάνταλφ ήταν ορατός, άσπρος και ψηλός μπροστά στη μαυρισμένη εστία.

Στη σκοτεινιά άκουσαν τη σφυριχτή φωνή του Φιδόγλωσσου:

— Δε σε συμβούλεψα, κύριε, να του απαγορέψεις το ραβδί; Αυτός ο ανόητος, ο Χάμα, μας πρόδωσε!

Έγινε μια λάμψη, λες κι αστραπή να ’χε σκίσει τη στέγη στα δυο. Ύστερα όλα σώπασαν. Ο Φιδόγλωσσος βρέθηκε πεσμένος μπρούμυτα.

— Τώρα, Θέοντεν γιε του Θένγκελ, θα με ακούσεις; είπε ο Γκάνταλφ. Ζητάς βοήθεια; Σήκωσε το ραβδί του κι έδειξε σ’ ένα ψηλό παράθυρο. Εκεί το σκοτάδι φάνηκε να καθαρίζει κι απ’ το άνοιγμα φάνηκε, ψηλά και μακριά, ένα κομμάτι λαμπερού ουρανού.

— Δεν είναι όλα σκοτεινά. Πάρε θάρρος, Άρχοντα του Μαρκ· γιατί καλύτερη βοήθεια δε θα βρεις, Δεν έχω συμβουλές γι’ αυτούς που έχουν απελπιστεί. Όμως, θα μπορούσα να σου δώσω συμβουλές και να κουβεντιάσω μαζί σου. Θέλεις ν’ ακούσεις; Δεν είναι για όλα τ’ αυτιά. Σε παρακαλώ να βγεις έξω στις πόρτες σου μπροστά και να κοιτάξεις πέρα. Έμεινες πάρα πολύν καιρό στα σκοτάδια κι εμπιστεύτηκες ψεύτικες ιστορίες και δόλιες προτροπές.

Αργά ο Θέοντεν σηκώθηκε από το θρόνο του. Ένα αμυδρό φως δυνάμωνε στην αίθουσα πάλι. Η γυναίκα έτρεξε στο πλευρό του βασιλιά, πιάνοντάς τον απ’ το μπράτσο, και με ασταθή βήματα ο γέροντας κατέβηκε από το βάθρο και προχώρησε σιγά διασχίζοντας την αίθουσα. Ο Φιδόγλωσσος έμεινε πεσμένος στο πάτωμα. Έφτασαν στις πόρτες κι ο Γκάνταλφ χτύπησε.

— Ανοίξτε! φώναξε. Ο Άρχοντας του Μαρκ βγαίνει έξω!

Οι πόρτες άνοιξαν κι ένας κοφτερός αέρας μπήκε σφυρίζοντας.

— Στείλε τους φρουρούς κάτω στη βάση της σκάλας, είπε ο Γκάνταλφ. Κι εσύ, κυρία, άφησέ τον για λίγο σ’ εμένα. Εγώ θα τον φροντίσω.

— Πήγαινε, Έογουιν κόρη της αδερφής μου! είπε ο γερο-βασιλιάς. Η εποχή του φόβου πέρασε.

Η γυναίκα γύρισε και πήγε αργά μέσα. Καθώς περνούσε τις πόρτες στράφηκε και κοίταξε πίσω. Σοβαρή και σκεφτική ήταν η ματιά της, καθώς κοίταξε το βασιλιά με ψυχρή λύπηση στα μάτια της. Το πρόσωπό της ήταν πανέμορφο και τα μακριά μαλλιά της σαν χρυσό ποτάμι. Ήταν ψηλή και λυγερή μέσα στο άσπρο της μακρύ φόρεμα με την ασημένια ζώνη· αλλ’ όμως έδειχνε δυνατή κι αλύγιστη σαν ατσάλι, κόρη βασιλιάδων. Έτσι ο Άραγκορν για πρώτη φορά είδε στο άπλετο φως της μέρας την Έογουιν, την Κυρά του Ρόαν, και σκέφτηκε πως είναι όμορφη, όμορφη και παγωμένη, σαν πρωινό χλωμής άνοιξης, που δεν είχε ακόμα ανοίξει στη γυναικεία ολοκλήρωση. Κι αυτή τώρα ξαφνικά τον πρόσεξε: ψηλό απόγονο βασιλιάδων, σοφό από πολλούς χειμώνες, γκριζοντυμένο, κρύβοντας μια δύναμη που όμως αυτή την ένιωθε. Για μια στιγμή στάθηκε ακίνητη σαν πετρωμένη, ύστερα γυρίζοντας γρήγορα έφυγε.