— Τώρα, άρχοντα, είπε ο Γκάνταλφ, κοίταξε τη χώρα σου! Ανάπνευσε ξανά τον ελεύθερο αέρα!
Απ’ τη βεράντα ψηλά στον εξώστη, μπορούσαν να δουν πέρα απ’ το ποταμάκι τα πράσινα χωράφια του Ρόαν να σβήνουν γκρίζα μακριά. Ανεμόδαρτη βροχή έπεφτε λοξή. Ο ουρανός από πάνω και δυτικά ήταν ακόμα σκοτεινός, όλο σύννεφα και βροντές. Αστραπές τρεμόσβηναν μακριά ανάμεσα στις κορφές κρυμμένων λόφων. Αλλά ο αέρας είχε γυρίσει βορινός και η καταιγίδα, που είχε έρθει από την Ανατολή, υποχωρούσε κιόλας, τρέχοντας μακριά στο νοτιά κατά τη θάλασσα. Ξαφνικά, μέσα από ένα άνοιγμα στα σύννεφα, μια ηλιαχτίδα καρφώθηκε κάτω. Η βροχή που λιγόστευε γυάλιζε ασημιά και μακριά το ποτάμι στραφτάλιζε, λαμπυρίζοντας σαν κρύσταλλο.
— Εδώ δεν είναι τόσο σκοτεινά, είπε ο Θέοντεν.
— Όχι, είπε ο Γκάνταλφ. Ούτε τα χρόνια πέφτουν τόσο βαριά στις πλάτες σου, όπως θα ’θελαν μερικοί να σε κάνουν να πιστεύεις. Πέταξε το μπαστούνι σου!
Από το χέρι του βασιλιά το μαύρο ραβδί έπεσε με θόρυβο στις πλάκες. Αυτός ορθώθηκε αργά, σαν κάποιος που έχει μουδιάσει απ’ το πολύ σκύψιμο πάνω σε κάποια βαρετή δουλειά. Τώρα στεκόταν ψηλός και στητός και τα μάτια του ήταν γαλανά, όπως κοίταζε τον ουρανό που ξάνοιγε.
— Σκοτεινά ήταν τώρα τελευταία τα όνειρά μου, είπε, αλλά νιώθω λες και μόλις τώρα έχω ξυπνήσει. Μακάρι να ’χες έρθει νωρίτερα, Γκάνταλφ. Γιατί φοβάμαι πως κιόλας έχεις έρθει πολύ αργά και θα δεις μόνο τις τελευταίες μέρες του οίκου μου. Τώρα δε θα σταθεί για πολύ το ψηλό παλάτι που έχτισε ο Μπρέγκο ο γιος του Έορλ. Η φωτιά θα το καταβροχθίσει. Τι κάνουμε τώρα;
— Πολλά, είπε ο Γκάνταλφ. Αλλά πρώτα πρώτα στείλε να φέρουν τον Έομερ. Δε μαντεύω σωστά πως τον κρατάς φυλακισμένο, με τις συμβουλές του Γκρίμα, που όλοι, εκτός από σένα, λένε Φιδόγλωσσο;
— Ναι, είπε ο Θέοντεν. Παράκουσε τις διαταγές μου κι απείλησε να σκοτώσει τον Γκρίμα στο παλάτι μου.
— Κάποιος μπορεί να σ’ αγαπά κι όμως να μην αγαπά ούτε το Φιδόγλωσσο ούτε τις συμβουλές του, είπε ο Γκάνταλφ.
— Μπορεί να ’ναι έτσι. Θα κάνω όπως ζητάς. Φώναξέ μου το Χάμα. Μιας κι αποδείχτηκε ανάξιος εμπιστοσύνης ως θυροφύλακας, ας γίνει αγγελιαφόρος. Ο ένοχος θα φέρει τον ένοχο για να κριθεί, είπε ο Θέοντεν, και η φωνή του ήταν αγριωπή, όμως κοίταξε τον Γκάνταλφ και χαμογέλασε κι όπως το έκανε πολλές ρυτίδες έγνοιας έσβησαν και δεν ξαναφάνηκαν.
Όταν ήρθε κι έφυγε ο Χάμα, ο Γκάνταλφ οδήγησε το Θέοντεν σ’ ένα πέτρινο κάθισμα κι ύστερα αυτός κάθισε μπροστά από το βασιλιά στο ψηλότερο σκαλοπάτι. Ο Άραγκορν και οι σύντροφοι του στέκονταν παραδίπλα.
— Δεν έχουμε ώρα για να σου πω όλα όσα πρέπει ν’ ακούσεις, είπε ο Γκάνταλφ. Όμως αν δε διαψευστεί η ελπίδα μου, δε θ’ αργήσει νά ’ρθει η ώρα που θα μπορέσω να μιλήσω με περισσότερες λεπτομέρειες. Πρόσεξε! Έχεις φτάσει σ’ έναν κίνδυνο μεγαλύτερο ακόμα κι απ’ ό,τι η πανουργία του Φιδόγλωσσου θα μπορούσε να πλέξει στα όνειρα σου. Δες όμως! Τώρα δεν ονειρεύεσαι πια. Ζεις. Η Γκόντορ και το Ρόαν δε στέκονται μόνες τους. Ο εχθρός είναι δυνατός παραπάνω απ’ ό,τι μπορούμε να υπολογίσουμε, όμως εμείς έχουμε μια ελπίδα που αυτός δεν την έχει μαντέψει.
Τώρα ο Γκάνταλφ μιλούσε γρήγορα. Η φωνή του ήταν χαμηλή και μυστική και κανείς εκτός από το βασιλιά δεν άκουσε τι είπε. Αλλά, ενώ ακόμα μιλούσε, το φως δυνάμωνε στα μάτια του Θέοντεν και τέλος σηκώθηκε από το κάθισμά του και τεντώθηκε σε όλο του το ύψος με τον Γκάνταλφ στο πλευρό του και μαζί από κει ψηλά κοίταξαν την Ανατολή.
— Αληθινά, είπε ο Γκάνταλφ, με δυνατή φωνή τώρα, κοφτερή και καθαρή, εκεί βρίσκεται η ελπίδα μας, εκεί που βρίσκεται κι ο πιο μεγάλος μας φόβος. Η Μοίρα κρέμεται ακόμα από μία κλωστή. Αλλ’ όμως υπάρχει ακόμα ελπίδα, αν μπορέσουμε να σταθούμε ανίκητοι για λίγο ακόμα.
Και οι άλλοι τώρα γύρισαν τα μάτια τους στην Ανατολή. Πέρα από τις λεύγες της γης που ήταν ανάμεσα, κοίταζαν μακριά ως εκεί που φτάνει το μάτι κι ο φόθος, κι η ελπίδα πήγαινε τη σκέψη τους ακόμα πιο πέρα, πίσω από τα μαύρα βουνά στη Χώρα της Σκιάς. Πού να ’ταν τώρα ο Δαχτυλιδοκουβαλητής; Πόσο λεπτή στ’ αλήθεια ήταν η κλωστή απ’ όπου κρεμόταν ακόμα η Μοίρα! Φάνηκε στο Λέγκολας, εκεί καθώς τέντωνε τα μάτια του που έβλεπαν μακριά, πως έπιασε μια άσπρη λάμψη: πολύ μακριά ίσως ο ήλιος να γυάλιζε σε κάποια κορφή του Πύργου της Φρουράς. Κι ακόμα πιο κάτω, ατέλειωτα μακρινή κι όμως πάντα απειλητική, ήταν μια μικροσκοπική γλώσσα φωτιάς.
Αργά ο Θέοντεν κάθισε κάτω πάλι, λες κι η κούραση προσπαθούσε να τον υποτάξει παρά τη θέληση του Γκάνταλφ. Γύρισε και κοίταξε το μεγάλο του παλάτι.
— Αλίμονο! είπε, σ’ εμένα έλαχαν αυτές οι κακές μέρες και μάλιστα τώρα που γέρασα, αντί για την ειρήνη που τόσο μόχθησα! Κρίμα ο γενναίος Μπορομίρ! Οι νέοι χάνονται κι οι γέροι μένουν και μαραίνονται.