Выбрать главу

Έπιασε τα γόνατά του με τα ζαρωμένα του χέρια.

— Τα δάχτυλά σου θα θυμόντουσαν την παλιά τους δύναμη καλύτερα, αν κράδαιναν λαβή σπαθιού, είπε ο Γκάνταλφ.

Ο Θέοντεν σηκώθηκε κι έβαλε το χέρι στο πλευρό του· αλλά απ’ τη ζώνη του δεν κρεμόταν σπαθί.

— Πού το ’χει καταχωνιάσει ο Γκρίμα; μουρμούρισε.

— Πάρε αυτό, καλέ μου άρχοντα! είπε μια καθαρή φωνή. Πάντα βρισκόταν στην υπηρεσία σου.

Δυο άντρες είχαν ανεβεί αθόρυβα τη σκάλα και τώρα στέκονταν μερικά σκαλοπάτια πιο κάτω απ’ την κορυφή της. Εκεί στεκόταν ο Έομερ. Δε φορούσε κράνος στο κεφάλι ούτε θώρακα στο στήθος, αλλά στο χέρι του κρατούσε ένα γυμνό σπαθί· κι όπως γονάτισε, πρόσφερε τη λαβή στον κύριό του.

— Τι είναι αυτό; είπε αυστηρά ο Θέοντεν.

Γύρισε κατά τον Έομερ κι οι άντρες τον κοίταξαν κατάπληκτοι, όπως στεκόταν τώρα περήφανος κι ολόρθος. Πού ήταν ο γέρος που είχαν αφήσει μαζεμένο στο θρόνο του ή γερμένο σ’ ένα ραβδί;

— Εγώ φταίω, κύριε, είπε ο Χάμα, τρέμοντας. Κατάλαβα πως πρόκειται να ελευθερωθεί ο Έομερ. Τόση ήταν η χαρά της καρδιάς μου που ίσως να έκανα λάθος. Όμως, μιας και είναι ξανά ελεύθερος, κι όντας Στρατάρχης του Μαρκ, του έδωσα το σπαθί του, όπως μου το ζήτησε.

— Για να το αποθέσω στα πόδια σου, άρχοντα μου, είπε ο Έομερ. Για μια στιγμή σιωπής ο Θέοντεν στάθηκε κοιτάζοντας κάτω τον Έομερ, όπως ήταν γονατισμένος μπροστά του. Κανείς τους δεν κουνήθηκε.

— Δε θα πάρεις το σπαθί; είπε ο Γκάνταλφ.

Αργά ο Θέοντεν άπλωσε το χέρι του. Καθώς τα δάχτυλά του έπιασαν τη λαβή, φάνηκε, σε όσους κοίταζαν, πως σταθερότητα και δύναμη ξανάρθαν στο αδύνατο χέρι του. Ξαφνικά σήκωσε τη λάμα και την ανέμισε αστραφτερή και σφυριχτή στον αέρα. Ύστερα έβγαλε μια μεγάλη κραυγή. Η φωνή του αντήχησε καθαρή καθώς έψαλε στη γλώσσα του Ρόαν το κάλεσμα στα όπλα.

Στα όπλα, τώρα, στα όπλα, του Θέοντεν Άντρες! Έργα σκληρά ξυπνούν και μαύρισε η Ανατολή. Σελώστε τ’ άλογα κι οι σάλπιγγες ας αντηχήσουν! Εμπρός, Εορλίγκας!

Οι φρουροί, νομίζοντας πως τους καλούσαν, ανέβηκαν τρέχοντας τη σκάλα. Κοίταξαν τον κύριό τους απορημένοι κι ύστερα, σαν ένας άντρας, τράβηξαν τα σπαθιά τους και τ’ απόθεσαν στα πόδια του.

— Πρόσταξε μας! είπαν.

— Westu Théoden hál! φώναξε ο Έομερ. Είναι μεγάλη η χαρά μας που σε βλέπουμε να ξανάρχεσαι στους δικούς σου. Κανείς δε θα ξαναπεί ποτέ, Γκάνταλφ, πως έρχεσαι μόνο με κακά μαντάτα!

— Πάρε πίσω το σπαθί σου, Έομερ γιε της αδελφής μου! είπε ο βασιλιάς. Πήγαινε, Χάμα, και γύρεψε το σπαθί μου! Ο Γκρίμα το ’χει φυλαγμένο. Φέρ’ τον κι αυτόν μπροστά μου. Τώρα, Γκάνταλφ, είπες πως έχεις να δώσεις συμβουλές, αν ήθελα να τις ακούσω. Τι συμβουλεύεις;

— Τις άκουσες κιόλας μόνος σου, απάντησε ο Γκάνταλφ. Δίνοντας εμπιστοσύνη στον Έομερ, παρά σε κάποιον με δόλιο μυαλό. Διώχνοντας τις τύψεις και το φόβο. Κάνοντας αυτό που πρέπει τώρα να γίνει. Όλοι οι άντρες που μπορούν να κουβαλήσουν άλογο πρέπει να πάνε δυτικά, όπως σε συμβούλεψε ο Έομερ: πρέπει πρώτα ν’ αφανίσουμε την απειλή του Σάρουμαν, όσο έχουμε καιρό. Αν αποτύχουμε, χάσαμε. Αν πετύχουμε, τώρα θ’ αντιμετωπίσουμε την επόμενη περιπέτεια. Στο μεταξύ όσοι απομείνουν απ’ το λαό σου, οι γυναίκες και τα παιδιά και οι γέροι, πρέπει να πάνε να κρυφτούνε στα καταφύγια που έχεις στα βουνά. Δεν είναι ετοιμασμένοι για ν’ αντιμετωπίσουν τέτοια κακιά μέρα σαν κι αυτή; Να πάρουν μαζί τους προμήθειες, αλλά να μην καθυστερήσουν, ούτε να φορτωθούν με θησαυρούς, μικρούς ή μεγάλους. Είναι η ζωή τους που κινδυνεύει.

— Αυτές οι συμβουλές μού φαίνονται καλές τώρα, είπε ο Θέοντεν. Ας ετοιμαστεί όλος μου ο λαός! Αλλά εσείς οι φιλοξενούμενοι μου -αλήθεια είπες, Γκάνταλφ, πως η ευγένεια του παλατιού μου έχει λιγοστέψει. Όλη τη νύχτα ταξιδεύατε και το πρωινό φεύγει. Κι εσείς ούτε φάγατε ούτε κοιμηθήκατε. Θα ετοιμαστεί ο ξενώνας να σας φιλοξενήσει· εκεί θα κοιμηθείτε, αφού φάτε.

— Όχι, άρχοντα, είπε ο Άραγκορν.

— Δεν έχει ακόμα ανάπαυση για τους κουρασμένους. Οι άντρες του Ρόαν πρέπει σήμερα να ξεκινήσουν κι εμείς θα πάμε μαζί τους, τσεκούρι, τόξο και σπαθί. Δεν τα φέραμε εδώ για να τα στήσουμε στον τοίχο σου, Άρχοντα του Μαρκ. Κι εγώ έχω υποσχεθεί στον Έομερ ότι τα σπαθιά μας θα πολεμήσουν μαζί.

— Τότε σίγουρα υπάρχει ελπίδα για τη νίκη! είπε ο Έομερ.

— Ελπίδα, ναι, είπε ο Γκάνταλφ. Το Ίσενγκαρντ όμως είναι ισχυρό. Και όλο πλησιάζουν κι άλλοι κίνδυνοι. Μην καθυστερήσεις, Θέοντεν, όταν θα έχουμε φύγει. Οδήγησε το λαό σου γρήγορα στο Οχυρό του Ντανχάροου στα βουνά!

— Όχι, Γκάνταλφ! είπε ο βασιλιάς. Δεν έχεις καταλάβει πόσο επιδέξιος είσαι στις θεραπείες. Δε θα γίνει έτσι. Εγώ ο ίδιος θα πάω στον πόλεμο να πέσω στην πρώτη γραμμή, αν πρέπει. Έτσι θα κοιμηθώ καλύτερα.