Выбрать главу

— Τότε ακόμα και η ήττα του Ρόαν θα μείνει ένδοξη στα τραγούδια, είπε ο Άραγκορν.

Οι οπλισμένοι άντρες που στέκονταν κοντά χτύπησαν τα σπαθιά τους, φωνάζοντας:

— Ό Άρχοντας του Μαρκ θα εκστρατεύσει! Εμπρός, Εορλίγκας!

— Ο λαός σου όμως δεν πρέπει να μείνει άοπλος και δίχως αρχηγό, είπε ο Γκάνταλφ. Ποιος θα τους κυβερνά και θα τους καθοδηγεί στη θέση σου;

— Θα το σκεφτώ πριν ξεκινήσουμε, απάντησε ο Θέοντεν. Να κι ο σύμβουλός μου.

Εκείνη τη στιγμή ο Χάμα ήρθε απ’ το παλάτι. Πίσω του, ζαρωμένος απ’ το φόβο, ανάμεσα σε δυο άλλους άντρες, ερχόταν ο Γκρίμα ο Φιδόγλωσσος. Το πρόσωπό του ήταν πανιασμένο. Τα μάτια του ανοιγόκλειναν στο φως του ήλιου. Ο Χάμα γονάτισε και έδωσε στο Θέοντεν ένα μακρύ σπαθί με θηκάρι δεμένο με χρυσάφι και στολισμένο με πράσινα πετράδια.

— Ορίστε, κύριε, ο Χερούγκριμ, το αρχαίο σπαθί σου, είπε. Βρέθηκε μέσα στο μπαούλο του. Ήταν πολύ απρόθυμος να μας δώσει τα κλειδιά. Εκεί έχει κι ένα σωρό άλλα πράγματα που διάφοροι έχουν χάσει.

— Ψέματα, είπε ο Φιδόγλωσσος. Αυτό το σπαθί ο ίδιος ο κύριος σου μου το έδωσε να το φυλάξω.

— Και τώρα σ’ το ξαναζητά, είπε ο Θέοντεν. Σε δυσαρεστεί αυτό;

— Και, βέβαια, όχι, κύριε, είπε ο Φιδόγλωσσος. Εγώ φροντίζω για σένα και για ό,τι είναι δικό σου όσο πιο καλά μπορώ. Αλλά μην κουράζεσαι ούτε και να το παρακάνεις. Άσε άλλους ν’ ασχοληθούν μ’ αυτούς τους ενοχλητικούς επισκέπτες. Το φαγητό σου ετοιμάζεται. Δε θα ’ρθεις να φας;

— Θα ’ρθω, είπε ο Θέοντεν. Και να βάλουν μερίδες και για τους ξένους μου στο τραπέζι δίπλα μου. Ο στρατός ξεκινάει σήμερα. Στείλτε αγγελιαφόρους να ειδοποιήσουν! Να καλέσουν όλους όσους μένουν κοντά. Κάθε άντρας και παλικάρι που μπορεί να κρατήσει όπλα, όλοι όσοι έχουν άλογα, να είναι έτοιμοι στη σέλα στην πύλη, πριν περάσουν δύο ώρες από το μεσημέρι!

— Καλέ μου κύριε! φώναξε ο Φιδόγλωσσος. Ό,τι φοβόμουνα έγινε. Αυτός ο μάγος σ’ έχει πλανέψει. Δε θα μείνει κανείς να υπερασπιστεί το Χρυσό Παλάτι των πατέρων σου κι όλους σου τους θησαυρούς; Κανείς να προστατέψει τον Άρχοντα του Μαρκ;

— Αν αυτά είναι μάγια, είπε ο Θέοντεν, εμένα μου φαίνονται πολύ πιο χρήσιμα απ’ τα ψιθυρίσματά σου. Σαν τους κομπογιαννίτες, λίγο έλειψε να με κάνεις να περπατώ με τα τέσσερα σαν ζώο. Όχι, κανείς δε θα μείνει, ούτε κι ο Γκρίμα. Ο Γκρίμα θα πάει στον πόλεμο κι αυτός. Πήγαινε! Έχεις ακόμα καιρό να καθαρίσεις τη σκουριά απ’ το σπαθί σου.

—  Έλεος, κύριε! κλαψούρισε ο Φιδόγλωσσος, πέφτοντας κάτω. Λυπήσου κάποιον που αναλώθηκε στην υπηρεσία σου. Μη με διώχνεις από το πλευρό σου! Εγώ τουλάχιστο θα σταθώ δίπλα σου, όταν θα ’χουν φύγει όλοι οι άλλοι. Μη διώχνεις μακριά τον πιστό σου Γκρίμα!

— Το έλεός μου το έχεις, είπε ο Θέοντεν. Και δε σε διώχνω από το πλευρό μου. Πάω στον πόλεμο κι εγώ με τους άντρες μου. Σε διατάζω να έρθεις μαζί μου και ν’ αποδείξεις την πίστη σου.

Ο Φιδόγλωσσος κοίταξε από πρόσωπο σε πρόσωπο. Στο Βλέμμα του καθρεφτιζόταν η ματιά του κυνηγημένου ζώου που γυρεύει κάποιο άνοιγμα στον κλοιό των εχθρών του. Έγλειψε τα χείλια του με τη μακριά ασπριδερή του γλώσσα.

— Περιμένει κανείς μια τέτοια απόφαση από έναν άρχοντα του Οίκου του Έορλ, ακόμα κι αν είναι γέρος, είπε. Αλλά αυτοί που πραγματικά τον αγαπάνε θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους την προχωρημένη του ηλικία. Βλέπω, όμως, πως έρχομαι πολύ αργά. Άλλοι, που ο θάνατος του κυρίου μου θα λυπήσει ίσως λιγότερο, τον έχουν κιόλας πείσει. Αν δεν μπορώ να χαλάσω τη δουλειά τους, τουλάχιστον, κύριε, άκουσε με σ’ αυτό! Κάποιος που γνωρίζει τη θέληση σου και τιμά τις διαταγές σου πρέπει να μείνει στο Έντορας. Όρισε έναν πιστό οικονόμο. Άφησε το σύμβουλο σου τον Γκρίμα να τα φροντίσει όλα ως το γυρισμό σου — και εύχομαι να το δούμε, αν και κανείς λογικός άνθρωπος δε θα έχει πολλές ελπίδες.

Ο Έομερ γέλασε.

— Κι αν αυτή η παράκληση δε σε απαλλάξει απ’ τον πόλεμο, ευγενέστατε Φιδόγλωσσε, είπε, τι κατώτερη υπηρεσία θα δεχτείς; Να κουβαλήσεις ένα τσουβάλι τρόφιμα στα βουνά — αν βρεθεί άνθρωπος να σου το εμπιστευτεί;

— Όχι, Έομερ, δεν κατάλαβες καλά τη σκέψη του κυρ Φιδόγλωσσου, είπε ο Γκάνταλφ, γυρίζοντας σ’ αυτόν την κοφτερή του ματιά. Είναι τολμηρός και πανούργος. Ακόμα και τώρα παίζει τα ζάρια διακινδυνεύοντας και κερδίζει μια ριξιά. Έχει κιόλας χαραμίσει ώρες απ’ τον πολύτιμο χρόνο μου. Χάμω, φίδι! είπε ξαφνικά με φωνή τρομερή. Χάμω με την κοιλιά! Πόσον καιρό σ’ έχει αγορασμένο ο Σάρουμαν; Τι αντάλλαγμα σου υποσχέθηκε; Σα θα πεθάνουν όλοι οι άντρες να διαλέξεις το μερίδιό σου από το θησαυρό και να πάρεις τη γυναίκα που ποθείς; Πολύν καιρό την παρακολουθείς με μισόκλειστα μοτία και στοιχειώνεις τα βήματά της.