Выбрать главу

Ο Έομερ άρπαξε το σπαθί του.

— Αυτό το ’ξερα κιόλας, μουρμούρισε. Γι’ αυτόν το λόγο θα έπρεπε να τον είχα από παλιά σκοτώσει, λησμονώντας το νόμο του παλατιού. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι λόγοι.

Έκανε ένα βήμα μπροστά, αλλά ο Γκάνταλφ τον συγκράτησε με το χέρι του.

— Η Έογουιν είναι ασφαλισμένη τώρα, είπε. Αλλά, εσύ, Φιδογλωσσε, έκανες ό,τι μπόρεσες για τον πραγματικό σου αφέντη. Κι έτσι τουλάχιστο δικαιούσαι κάποια αμοιβή. Ο Σάρουμαν όμως έχει το συνήθειο να μην κρατάει τις υποσχέσεις του. Θα σε συμβούλευα, λοιπόν, να πας γρήγορα να του τις θυμίσεις, μην τυχόν και ξεχάσει τις πιστές σου υπηρεσίες.

— Λες ψέματα, είπε ο Φιδόγλωσσος.

— Αυτή η λέξη βγαίνει πολύ συχνά κι εύκολα από τα χείλια σου, είπε ο Γκάνταλφ. Εγώ δε λέω ψέματα. Δες, Θέοντεν, να ένα φίδι! Δεν μπορείς να το πάρεις μαζί σου και να αισθάνεσαι σίγουρος, ούτε μπορείς να το αφήσεις πίσω. Το δίκαιο θα ήταν να το αποκεφαλίσεις. Αλλά δεν ήταν πάντα όπως είναι τώρα. Κάποτε ήταν άντρας και με τον τρόπο του σε υπηρέτησε. Δώσ’ του ένα άλογο κι άσ’ τον να φύγει αμέσως, για όπου θέλει. Από την εκλογή του θα τον κρίνεις.

— Τ’ ακούς αυτό, Φιδόγλωσσε; είπε ο Θέοντεν. Διάλεξε: ή θα ’ρθεις μαζί μου στον πόλεμο και θα μας δείξεις στη μάχη αν λες αλήθεια, ή θα φύγεις τώρα, για όπου θέλεις. Αλλά τότε, αν ποτέ ανταμώσουμε ξανά, δε θα δείξω έλεος.

Αργά ο Φιδόγλωσσος σηκώθηκε. Τους κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. Τελευταίο απ’ όλα κοίταξε προσεχτικά το πρόσωπο του Θέοντεν κι άνοιξε το στόμα του λες και θα μιλούσε. Τότε ξαφνικά τεντώθηκε. Τα χέρια του συσπάστηκαν. Τα μάτια του γυάλισαν. Τόση κακία υπήρχε εκεί, που οι άντρες πισωπάτησαν. Έδειξε τα δόντια του· κι ύστερα με μια σφυριχτή ανάσα έφτυσε μπροστά στα πόδια του βασιλιά και, πηδώντας πλάι, κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα.

— Πίσω του! είπε ο Θέοντεν. Προσέξτε να μην κάνει κακό σε κανέναν, αλλά μην του κάνετε κακό ούτε να τον εμποδίσετε. Δώστε του ένα άλογο, αν το θελήσει.

— Κι αν δεχτεί κανένα να τον μεταφέρει, είπε ο Έομερ.

Ένας από τους φρουρούς κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα. Ένας άλλος πήγε στην πηγή στη βάση της πεζούλας και γέμισε νερό το κράνος του. Μ’ αυτό καθάρισε τις πέτρες που είχε μολύνει ο Φιδόγλωσσος.

— Τώρα, ξένοι μου, ελάτε! είπε ο Θέοντεν. Ελάτε να φάτε ό,τι μας επιτρέπει η βιασύνη μας.

Μπήκαν ξανά στο μέγαρο. Κάτω στην πόλη άκουγαν κιόλας τους κήρυκες να φωνάζουν και τα βούκινα του πολέμου να ηχούν. Γιατί ο βασιλιάς θα ξεκινούσε αμέσως, μόλις οι άντρες της πόλης και των κοντινών χωριών μπορούσαν να οπλιστούν και να συγκεντρωθούν.

Στο τραπέζι του Βασιλιά κάθισαν ο Έομερ και οι τέσσερις ξένοι· κι εκεί ήταν και η αρχόντισσα Έογουιν και φρόντιζε το βασιλιά. Έφαγαν και ήπιαν γρήγορα. Οι άλλοι ήταν σιωπηλοί, ενώ ο Θέοντεν ρωτούσε τον Γκάνταλφ σχετικά με το Σάρουμαν.

— Ποιος μπορεί να μαντέψει από πότε αρχίζει η προδοσία του; είπε ο Γκάνταλφ. Δεν ήταν πάντοτε κακός. Κάποτε είμαι σίγουρος πως ήταν φίλος του Ρόαν κι ακόμα όταν η καρδιά του κρύωσε, εξακολουθούσε να σας βρίσκει χρήσιμους. Αλλά για πολύν καιρό τώρα σχεδιάζει την καταστροφή σας, φορώντας το προσωπείο της φιλίας, μέχρι να ετοιμαστεί. Σ’ εκείνα τα χρόνια το έργο του Φιδόγλωσσου ήταν εύκολο κι όλα όσα έκανες γίνονταν γρήγορα γνωστά στο Ίσενγκαρντ· γιατί η χώρα σου ήταν ανοιχτή και οι ξένοι πηγαινοέρχονταν. Και δίχως σταματημό η γλώσσα του Φιδόγλωσσου ψιθύριζε στ’ αυτιά σου, δηλητηριάζοντας τη σκέψη σου, παγώνοντας την καρδιά σου, αδυνατίζοντας το κορμί σου, ενώ οι άλλοι έβλεπαν και δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, γιατί η θέληση σου ήταν στα χέρια του.

»Αλλά όταν δραπέτευσα και σε προειδοποίησα, τότε σκίστηκε η μάσκα, για κείνους που ήθελαν να δουν. Ύστερα από αυτό ο Φιδόγλωσσος έπαιζε επικίνδυνα, γυρεύοντας πάντα πώς να σε καθυστερήσει, να εμποδίσει να συγκεντρωθεί όλη σου η δύναμη. Ήταν πολυμήχανος — κοίμιζε τη δυσπιστία των ανθρώπων ή καλλιεργούσε τους φόβους τους, ανάλογα με το τι εξυπηρετούσε την κατάσταση. Δε θυμάσαι πόσο πρόθυμα υποστήριζε πως κανείς άντρας δεν πρέπει να μείνει πίσω στην άσκοπη καταδίωξη στο βοριά, όταν ο άμεσος κίνδυνος βρισκόταν δυτικά; Σ’ έπεισε ν’ απαγορέψεις στον Έομερ να καταδιώξει τους επιδρομείς Ορκ. Αν ο Έομερ δεν είχε αψηφήσει τη φωνή του Φιδόγλωσσου, που μιλούσε με το στόμα σου, εκείνοι οι Ορκ θα ήταν τώρα φτασμένοι στο Ίσενγκαρντ, μεταφέροντας πολύ μεγάλο λάφυρο. Όχι, βέβαια, εκείνο το λάφυρο που ο Σάρουμαν ποθεί πάνω απ’ όλα τ’ άλλα, αλλά τουλάχιστο δύο μέλη της Ομάδας, μέτοχους της κρυφής ελπίδας, που γι’ αυτή ακόμα και σ’ εσένα, άρχοντα, δεν μπορώ να μιλήσω ξεκάθαρα. Τολμάς μήπως να σκεφτείς τι θα υπέφεραν τώρα ή τι θα μπορούσε τώρα να έχει μάθει ο Σάρουμαν για να μας καταστρέψει;