— Πολλά χρωστάω στον Έομερ, είπε ο Θέοντεν. Η πιστή καρδιά μπορεί να ’χει τολμηρή γλώσσα!
— Πες ακόμα, πρόσθεσε ο Γκάνταλφ, πως όταν τα μάτια δε βλέπουν σωστά, η αλήθεια φαίνεται να έχει παραμορφωμένο πρόσωπο.
— Ναι, τα μάτια μου ήταν σχεδόν τυφλωμένα, είπε ο Θέοντεν. Τα περισσότερα τα χρωστάω σ’ εσένα, ξένε μου. Για άλλη μια φορά ήρθες πάνω στην ώρα. Θα ’θελα να σου δώσω ένα δώρο πριν φύγουμε, κάτι που να το διαλέξεις εσύ. Ζήτησε οτιδήποτε κι αν είναι δικό μου. Μόνο το σπαθί μου δε δίνω!
— Το αν ήρθα έγκαιρα ή όχι δεν έχει ακόμα φανεί, είπε ο Γκάνταλφ. Όσο για το δώρο σου, άρχοντα, θα διαλέξω κάτι που ανταποκρίνεται στις ανάγκες μου — γρήγορο και σίγουρο. Δώσε μου τον Ίσκιο! Πρωτύτερα μου τον είχες δανείσει μονάχα, αν μπορούμε να το πούμε δάνεισμα. Τώρα, όμως, θα τον πάρω μαζί μου σε μεγάλους κινδύνους, αντιτάσσοντας το ασημένιο στο μαύρο — και δε θα ’θελα να διακινδυνέψω κάτι που δεν είναι δικό μου. Υπάρχει κιόλας ένας δεσμός αγάπης ανάμεσά μας.
— Διαλέγεις καλά, είπε ο Θέοντεν, και τώρα σ’ τον δίνω με χαρά. Είναι όμως μεγάλο δώρο. Τίποτα δε συγκρίνεται με τον Ίσκιο. Μέσα σ’ αυτόν έχει ενσαρκωθεί κάποιο απ’ τα πανίσχυρα άτια του παλιού καιρού. Άτι σαν κι αυτό δε θα ξαναγυρίσει πια. Και σε σας τους άλλους μου ξένους, σας προσφέρω ό,τι υπάρχει στο οπλοστάσιό μου. Σπαθιά δε χρειάζεστε, αλλά έχει περικεφαλαίες και αλυσιδωτούς θώρακες καλοδουλεμένους, δώρα της Γκόντορ στους προγόνους μου. Διαλέξτε απ’ αυτά πριν ξεκινήσουμε και μακάρι να σας υπηρετήσουν καλά!
Τώρα ήρθαν άντρες φέρνοντας πολεμικές στολές από το οπλοστάσιο του βασιλιά κι έντυσαν τον Άραγκορν και το Λέγκολας μ’ αστραφτερές αρματωσιές. Διάλεξαν επίσης κράνη και στρογγυλές ασπίδες, που στο κέντρο τους είχαν χρυσάφι και πετράδια πράσινα, κόκκινα και άσπρα· ο Γκάνταλφ δεν αρματώθηκε· κι ο Γκίμλι δε χρειαζόταν αλυσιδωτό θώρακα, ακόμα κι αν είχε βρεθεί κανένας στο μπόι του, γιατί δεν υπήρχε θώρακας στις αποθήκες του Έντορας πιο καλά φτιαγμένος απ’ το κοντό του αλυσιδωτό πουκάμισο που ήταν σφυρηλατημένο κάτω απ’ το Βουνό, στο Βοριά. Αλλά διάλεξε ένα κράνος από σίδερο και δέρμα, που εφάρμοζε καλά στο στρογγυλό του κεφάλι· πήρε ακόμα μια μικρή ασπίδα. Πάνω της είχε ένα άλογο που έτρεχε, άσπρο σε πράσινο βάθος, το έμβλημα του Οίκου του Έορλ.
— Μακάρι να σε προστατεύει καλά! είπε ο Θέοντεν. Την είχαν φτιάξει για μένα στις μέρες του Θένγκελ, τότε που ήμουν ακόμα μικρός.
Ο Γκίμλι υποκλίθηκε.
— Είμαι περήφανος, Άρχοντα του Μαρκ, να φέρω το έμβλημά σου, είπε, Και σίγουρα καλύτερα να μεταφέρω εγώ το άλογο παρά αυτό εμένα. Έχω περισσότερη εμπιστοσύνη στα πόδια μου. Πού ξέρεις... Μπορεί να το φέρει η ώρα να ξεπεζέψω, να σταθώ στα πόδια μου και να πολεμήσω.
— Και βέβαια μπορεί, είπε ο Θέοντεν.
Ο βασιλιάς τώρα σηκώθηκε κι αμέσως η Έογουιν πλησίασε κρατώντας κρασί.
— Ferthu Théoden, hál! είπε. Πάρε τώρα αυτό το κύπελλο και πιες για ευτυχισμένες ώρες. Να έχεις υγεία κι εκεί που πας κι όταν έρχεσαι!
Ο Θέοντεν ήπιε από το κύπελλο κι εκείνη ύστερα το πρόσφερε στους ξένους. Καθώς στάθηκε μπροστά στον Άραγκορν σταμάτησε ξαφνικά και τον κοίταξε και τα μάτια της έλαμπαν. Κι αυτός κοίταξε το ωραίο της πρόσωπο και χαμογέλασε· αλλά καθώς πήρε το κύπελλο, το χέρι του άγγιξε το δικό της και κατάλαβε πως έτρεμε στο άγγιγμα.
— Χαίρε, Άραγκορν γιε του Άραθορν! είπε.
— Χαίρε, Αρχόντισσα του Ρόαν! απάντησε, αλλά το πρόσωπο του ήταν τώρα στεναχωρημένο και δε χαμογέλασε.
Όταν ήπιαν όλοι, ο βασιλιάς βγήκε από την αίθουσα στην πόρτα. Εκεί τον περίμεναν οι φρουροί και στέκονταν οι αγγελιαφόροι και όλοι οι άρχοντες και οι αρχηγοί, όσοι έμεναν στο Έντορας ή εκεί γύρω είχαν συγκεντρωθεί.
— Να! Ξεκινώ και μου φαίνεται πως αυτή θα είναι η τελευταία μου εκστρατεία, είπε ο Θέοντεν. Δεν έχω παιδί. Ο γιος μου ο Θέοντρεντ είναι σκοτωμένος. Ορίζω διάδοχό μου τον Έομερ, το γιο της αδελφής μου. Αν κανείς από τους δυο μας δε γυρίσει, τότε διαλέξτε καινούριο άρχοντα σύμφωνα με τη θέλησή σας. Ωστόσο, πρέπει σε κάποιον να εμπιστευθώ εκείνους από το λαό μου που αφήνω πίσω, να κυβερνά στη θέση μου. Ποιος από σας θέλει να μείνει;
Κανείς άντρας δε μίλησε.
— Δεν υπάρχει κανείς να προτείνετε; Που να τον εμπιστεύεται ο λαός μου;
— Από τον Οίκο του Έορλ, απάντησε ο Χάμα.
— Τον Έομερ όμως τον χρειάζομαι, ούτε κι αυτός μένει, είπε ο βασιλιάς· και είναι ο τελευταίος αυτού του Οίκου.
— Δεν είπα τον Έομερ, απάντησε ο Χάμα. Και δεν είναι ο τελευταίος. Υπάρχει και η Έογουιν, η κόρη του Έομουντ, η αδελφή του. Είναι άφοβη και έχει υψηλό φρόνημα. Όλοι την αγαπούν. Ας γίνει αυτή ο άρχοντας των Εορλίγκας, όσο εμείς θα λείπουμε.