— Έτσι θα γίνει, είπε ο Θέοντεν. Οι κήρυκες ας ανακοινώσουν στο λαό ότι η Αρχόντισσα Έογουιν θα τους οδηγήσει!
Ύστερα ο βασιλιάς κάθισε σε μια από τις θέσεις μπροστά στις πόρτες του και η Έογουιν γονάτισε μπροστά του και παράλαβε από τα χέρια του ένα σπαθί κι έναν ωραίο κοντό αλυσιδωτό θώρακα.
— Έχε γεια, κόρη της αδελφής μου! είπε. Η ώρα είναι σκοτεινή, ίσως όμως να ξαναγυρίσουμε στο Χρυσό Παλάτι. Αλλά στο Ντάνχαροου ο λαός μπορεί για πολύν καιρό ν’ αντισταθεί και, αν χάσουμε τη μάχη, εκεί θα έρθουν όλοι όσοι γλιτώσουν.
— Μη μιλάς έτσι! απάντησε. Κάθε μέρα που θα περνά θα είναι για μένα χρόνος ώσπου να γυρίσεις.
Αλλά καθώς μιλούσε τα μάτια της πήγαν στον Άραγκορν που στεκόταν πλάι.
— Ο βασιλιάς θα ξανάρθει, είπε αυτός. Μη φοβάσαι! Όχι στη Δύση, αλλά στην Ανατολή μας καρτερεί η μοίρα μας.
Τώρα ο βασιλιάς κατέβηκε τη σκάλα με τον Γκάνταλφ στο πλευρό του. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν. Ο Άραγκορν κοίταξε πίσω καθώς πλησίαζαν την πύλη. Ολομόναχη η Έογουιν στεκόταν μπροστά στις πόρτες του παλατιού στην κορυφή της σκάλας· το σπαθί στεκόταν όρθιο μπροστά της και είχε ακουμπισμένα τα χέρια της στη λαβή. Τώρα ήταν ντυμένη κι έλαμπε σαν ασήμι στον ήλιο.
Ο Γκίμλι βάδιζε με το Λέγκολας, με το τσεκούρι του στον ώμο.
— Λοιπόν, επιτέλους, ξεκινάμε! είπε. Οι άνθρωποι χρειάζονται πολλά λόγια πριν τη δράση. Το τσεκούρι μου ανυπομονεί στα χέρια μου. Αν και δεν αμφιβάλλω πως τούτοι εδώ, οι Ροχίριμ, έχουν γερό χέρι όταν χρειαστεί. Πάντως, δεν είναι αυτό το είδος του πολέμου που με Βολεύει. Πώς θα μπω στη μάχη; Μακάρι να μπορούσα να περπατήσω και να μην ταρακουνιέμαι σαν τσουβάλι μπροστά στη σέλα του Γκάνταλφ.
— Πολύ πιο ασφαλισμένη θέση από πολλές άλλες, υποθέτω, είπε ο Λέγκολας. Πάντως, δίχως αμφιβολία ο Γκάνταλφ θα σε αφήσει μετά χαράς να σταθείς στα πόδια σου όταν αρχίσουν τα χτυπήματα — ή και ο ίδιος ο Ίσκιος. Το τσεκούρι δεν είναι όπλο για καβαλάρη.
— Κι ένας Νάνος δεν είναι καβαλάρης. Εγώ θέλω να κόβω λαιμούς Ορκ, όχι να ξυρίζω τα κεφάλια των Ανθρώπων, είπε ο Γκίμλι, χαϊδεύοντας τη λαβή του τσεκουριού του.
Στην πύλη βρήκαν πολλούς άντρες, γέρους και νέους, όλους έτοιμους στη σέλα. Είχαν συγκεντρωθεί πάνω από χίλιοι. Τα κοντάρια τους ήταν δάσος. Δυνατά και χαρούμενα άρχισαν να ζητωκραυγάζουν μόλις βγήκε ο Θέοντεν. Μερικοί κρατούσαν έτοιμο το άλογο του βασιλιά, τον Ασπροχαίτη, κι άλλοι κρατούσαν τα άλογα του Άραγκορν και του Λέγκολας. Ο Γκίμλι δεν αισθανόταν καθόλου άνετα κι ήταν συνοφρυωμένος, αλλά τον πλησίασε ο Έομερ κρατώντας το άλογό του.
— Χαίρε, Γκίμλι γιε του Γκλόιν! φώναξε. Δεν είχα καιρό να μάθω να μιλάω ευγενικά κάτω από την απειλή του τσεκουριού σου, όπως μου έταζες. Δε θέλεις όμως να ξεχάσουμε τη διαφωνία μας; Εγώ τουλάχιστο δε θα ξαναμιλήσω άσχημα για την Κυρά του Δάσους.
— Θα ξεχάσω για λίγο το θυμό μου, Έομερ γιε του Έομουντ, είπε ο Γκίμλι· αλλά, αν ποτέ τύχει να δεις την Αρχόντισσα Γκαλάντριελ με τα μάτια σου, τότε ή θα παραδεχτείς πως είναι η ωραιότερη απ’ όλες ή η φιλία μας θα πάρει τέλος.
— Ας γίνει έτσι! είπε ο Έομερ. Αλλά ως τότε συγχώρεσέ με και για δείγμα της συγγνώμης σου έλα μαζί μου, σε παρακαλώ. Ο Γκάνταλφ θα είναι επικεφαλής με τον Άρχοντα του Μαρκ· αλλά ο Φλογοπόδης, το άλογό μου, θα μας πάρει και τους δυο στην πλάτη του, αν θέλεις.
— Σε υπερευχαριστώ, είπε ο Γκίμλι πολύ κολακευμένος. Πολύ ευχαρίστως θα ’ρθω μαζί σου, αν ο Λέγκολας, ο σύντροφός μου, επιτρέπεται να είναι πλάι μας.
— Έτσι θα γίνει, είπε ο Έομερ. Ο Λέγκολας στ’ αριστερά μου κι ο Άραγκορν στα δεξιά μου και κανείς δε θα τολμήσει να σταθεί μπροστά μας.
— Πού είναι ο Ίσκιος; είπε ο Γκάνταλφ.
— Τρέχει ελεύθερος στο χορτάρι, του είπαν. Δεν αφήνει κανέναν να τον αγγίξει. Να τος εκεί κάτω στο πέρασμα του ποταμιού, σαν σκιά ανάμεσα στις ιτιές.
Ο Γκάνταλφ σφύριξε και φώναξε δυνατά το όνομα του αλόγου κι από μακριά εκείνο τίναξε το κεφάλι του και χλιμίντρισε και γυρίζοντας έτρεξε κατά τους συγκεντρωμένους άντρες σαν βέλος.
— Αν η ανάσα του Δυτικού Άνεμου έπαιρνε σάρκα και οστά, κάπως έτσι θα φαινόταν, είπε ο Έομερ, καθώς το μεγάλο άλογο πλησίαζε τρέχοντας, ώσπου ήρθε και στάθηκε μπροστά στο μάγο.
— Το δώρο φαίνεται πως έχει κιόλας δοθεί, είπε ο Θέοντεν. Αλλά ακούστε όλοι! Εδώ τώρα ονομάζω τον ξένο μου, τον Γκάνταλφ τον Γκριζοφορεμένο, πιο σοφό απ’ όλους τους συμβούλους, πιο καλοδεχούμενο απ’ όλους τους περιπλανώμενους, άρχοντα του Μαρκ, καπετάνιο των Εορλίγκας, για όσον καιρό θα υπάρχει η φυλή μας· και του δίνω τον Ίσκιο, το βασιλιά των αλόγων.
— Σ’ ευχαριστώ, Βασιλιά Θέοντεν, είπε ο Γκάνταλφ.