Ύστερα απότομα έβγαλε τον γκρίζο του μανδύα, πέταξε το καπέλο του και πήδηξε πάνω στ’ άλογο. Δε φορούσε ούτε κράνος ούτε πανοπλία. Τα χιονάτα μαλλιά του κυμάτιζαν ελεύθερα στον άνεμο και τα άσπρα του ρούχα άστραφταν εκτυφλωτικά στον ήλιο.
— Να ο Άσπρος Καβαλάρης! φώναξε ο Άραγκορν κι όλοι πήραν τα λόγια του.
— Ζήτω ο Βασιλιάς μας κι ο Άσπρος Καβαλάρης! φώναξαν. Εμπρός, Εορλίγκας!
Οι σάλπιγγες αντήχησαν. Τ’ άλογα πισωπάτησαν και χλιμίντρισαν. Τα δόρατα χτύπησαν πάνω στις ασπίδες. Ύστερα ο βασιλιάς σήκωσε το χέρι του και ορμητικά, σαν επιδρομή δυνατού ανέμου, η τελευταία στρατιά του Ρόαν κάλπασε βροντερά στη Δύση.
Μακριά στην πεδιάδα η Έογουιν είδε τα κοντάρια τους να γυαλίζουν, καθώς στεκόταν ακίνητη, μονάχη μπροστά στις πόρτες του σιωπηλού μεγάρου.
Κεφάλαιο VII
ΤΟ ΦΑΡΑΓΓΙ ΤΟΥ ΧΕΛΜ
Ο ήλιος έγερνε κιόλας κατά τη δύση όταν ξεκίνησαν από το Έντορας και το φως ήταν στα μάτια τους, κάνοντας τους κυματιστούς κάμπους το Ρόαν να θαμπώνουν χρυσαφένιοι. Είχε έναν πατημένο δρόμο βορειοδυτικά, παράλληλα με τους πρόποδες των Λευκών Βουνών, κι αυτόν ακολούθησαν, ανηφορίζοντας και κατηφορίζοντας σε μια καταπράσινη περιοχή, διασχίζοντας από ρηχά περάσματα πολλά μικρά γρήγορα ρυάκια. Μακριά, δεξιά μπροστά τους, υψώνονταν τα Ομιχλιασμένα Βουνά· όλο και πιο σκοτεινά και ψηλά, όσο έφευγαν τα μίλια. Ο ήλιος έδυε αργά μπροστά τους. Πίσω τους ήρθε το δειλινό.
Ο στρατός προχωρούσε. Η ανάγκη τούς πίεζε. Επειδή φοβόνταν μην τυχόν και φτάσουν πολύ αργά, κάλπαζαν με όση ταχύτητα μπορούσαν, σταματώντας σπάνια. Τα άτια του Ρόαν ήταν γρήγορα και γερά, αλλά είχαν να κάνουν πολλές λεύγες. Ήταν περισσότερο από σαράντα λεύγες, όπως πετάει το πουλί, από το Έντορας ως τα περάσματα του Ίσεν, που έλπιζαν να βρουν τους άντρες του Βασιλιά που αντιστέκονταν στις ορδές του Σάρουμαν.
Η νύχτα τούς κύκλωσε. Τέλος, σταμάτησαν να στρατοπεδεύσουν. Είχαν ταξιδέψει κάπου πέντε ώρες και είχαν διανύσει μεγάλη απόσταση στη δυτική πεδιάδα, όμως πάνω απ’ το μισό ταξίδι βρισκόταν ακόμα μπροστά τους. Τώρα σχημάτισαν ένα μεγάλο κύκλο κάτω απ’ τον αστροφώτιστο ουρανό με το φεγγάρι που γέμιζε και στρατοπέδευσαν. Δεν άναψαν φωτιές, επειδή δεν ήταν σίγουροι για το τι συνέβαινε· αλλά έβαλαν έναν κύκλο καβαλάρηδες φρουρούς ολόγυρά τους και ανιχνευτές βγήκαν μακριά μπροστά, περνώντας σαν ίσκιοι στις πτυχές της γης. Η νύχτα πέρασε αργά χωρίς νέα ή κίνδυνο. Την αυγή τα βούκινα αντήχησαν και σε μια ώρα πήραν το δρόμο πάλι.
Δεν είχε ακόμα σύννεφα από πάνω, αλλά ένα βάρος πλάκωνε την ατμόσφαιρα· είχε πολλή ζέστη για την εποχή. Ο ήλιος που έβγαινε ήταν θαμπός και πίσω του, ακολουθώντας τον αργά στον ουρανό, είχε μια σκοτεινιά που όλο και μεγάλωνε, λες και κάποια μεγάλη καταιγίδα να έβγαινε απ’ την Ανατολή. Και πέρα, μακριά Βορειοδυτικά, φαινόταν και μια άλλη σκοτεινιά να κάθεται στους πρόποδες των Ομιχλιασμένων Βουνών, μια σκιά που σερνόταν κάτω αργά απ’ την Κοιλάδα του Μάγου.
Ο Γκάνταλφ κοντοστάθηκε για να βρει το Λέγκολας που ίππευε πλάι στον Έομερ.
— Έχεις τα διαπεραστικά μάτια της όμορφης φυλής σου, Λέγκολας, είπε· και μπορούν να ξεχωρίσουν σπίνο από σπουργίτι μια λεύγα μακριά. Πες μου, μπορείς να δεις τίποτα εκεί πέρα, μακριά, κατά το Ίσενγκαρντ;
— Είναι πολλά μίλια ανάμεσα, είπε ο Λέγκολας, κοιτάζοντας προς τα κει και σκιάζοντας τα μάτια του με το μακρύ του χέρι. Μπορώ να δω μια σκοτεινιά. Σιλουέτες κινούνται μέσα της, μεγάλες σιλουέτες μακριά στις όχθες του ποταμού· αλλά δεν ξεχωρίζω τι λογής είναι. Δεν είναι καταχνιά ούτε σύννεφο που νικάει τη ματιά μου — υπάρχει μια σκιά που τα κρύβει, που κάποια δύναμη την έχει απλώσει στη γη και προχωράει αργά κατηφορίζοντας το ποτάμι. Μοιάζει σαν να απλώνεται το σκοτάδι κάτω απ’ τα ατέλειωτα δέντρα, κατηφορίζοντας απ’ τους λόφους.
— Και πίσω μας έρχεται μια άγρια καταιγίδα της Μόρντορ, είπε ο Γκάνταλφ. Η νύχτα απόψε θα ’ναι κατάμαυρη.
Καθώς η δεύτερη μέρα της πορείας τους προχωρούσε, η βαριά ατμόσφαιρα βάραινε όλο και περισσότερο. Νωρίς το απόγευμα τα μαύρα σύννεφα άρχισαν να τους φτάνουν — μια σκοτεινή μάζα, που κάπου κάπου την τρυπούσαν κηλίδες από εκτυφλωτικό φως. Ο ήλιος έγερνε ματωμένος σε μια καπνισμένη θολούρα. Τα δόρατα των Καβαλάρηδων είχαν φλόγινες άκρες, καθώς οι τελευταίες ακτίνες από φως φλόγιζαν τις απόκρημνες κορφές των Θρίχαϊρν — τώρα υψώνονταν πολύ κοντά, στην πιο βορινή άκρη των Λευκών Βουνών, τρεις οδοντωτές μυτερές κορφές που κοίταζαν το ηλιοβασίλεμα. Στο τελευταίο κόκκινο φως οι άντρες της εμπροσθοφυλακής είδαν ένα μαύρο σημάδι, έναν καβαλάρη να έρχεται προς το μέρος τους. Σταμάτησαν και τον περίμεναν.
Έφτασε ένας κατακουρασμένος άντρας, με το κράνος βουλιαγμένο και την ασπίδα σκισμένη. Αργά ξεπέζεψε και στάθηκε για λίγο εκεί λαχανιασμένος. Τέλος μίλησε.