Выбрать главу

— Η οπισθοφυλακή μας πρέπει να αμυνθεί εκεί, αν μας ζορίσουν, είπε ο Έομερ.

Δεν είχε ούτε αστέρια ούτε φεγγάρι όταν οι Καβαλάρηδες έφτασαν στην είσοδο του Χαντακιού, απ’ όπου περνούσε το ποτάμι που ερχόταν από ψηλά κι ο δρόμος πλάι του κατηφόριζε από το Φρούριο της Σάλπιγγας. Ο προμαχώνας υψώθηκε ξαφνικά μπροστά τους, μια ψηλή σκιά πίσω από το σκοτεινό χαντάκι. Καθώς πλησίασαν ο φρουρός έκανε αναγνώριση.

— Ο Άρχοντας του Μαρκ έρχεται στην Πύλη του Χελμ, απάντησε ο Έομερ. Εγώ, ο Έομερ γιος του Έομουντ, σας μιλώ.

— Αυτά είναι ανέλπιστα καλά νέα, είπε ο φρουρός. Κάντε γρήγορα! Ο εχθρός είναι πίσω σας!

Ο στρατός διάθηκε την είσοδο και σταμάτησε στη χλοερή ανηφοριά από πάνω. Τώρα με μεγάλη τους χαρά έμαθαν πως ο Έρκενμπραντ είχε αφήσει πολλούς άντρες να κρατήσουν την Πύλη του Χελμ και στο μεταξύ είχαν γλιτώσει κι είχαν φτάσει κι άλλοι εκεί.

— Μπορεί να έχουμε και χίλιους πεζούς ικανούς να πολεμήσουν, είπε ο Γκάμλινγκ, ένας γέρος, αρχηγός αυτών που φρουρούσαν το Χαντάκι. Αλλά οι περισσότεροι έχουν δει πολλούς χειμώνες, σαν κι εμένα, ή πολύ λίγους, όπως ο γιος του γιου μου εδώ. Τι νέα έχετε για τον Έρκεμπραντ; Χτες μας ειδοποίησαν πως υποχωρούσε προς τα εδώ με όλους όσους έχουν απομείνει απ’ τους καλύτερους Καβαλάρηδες του Γουέστφολντ. Αλλά δεν έχει έρθει ακόμα.

— Φοβάμαι πως τώρα πια δε θά ’ρθει, είπε ο Έομερ. Οι ανιχνευτές μας δεν έμαθαν κανένα νέο του κι ο εχθρός έχει γεμίσει όλη την κοιλάδα πίσω μας.

— Μακάρι να έχει γλιτώσει, είπε ο Θέοντεν. Ήταν γενναίος άντρας. Στο πρόσωπό του ξαναζούσε η παλικαριά του Χελμ του Σφυροχέρη. Αλλά δεν μπορούμε να τον περιμένουμε εδώ. Πρέπει τώρα να αποσύρουμε όλες τις δυνάμεις μας πίσω από τα τείχη. Έχετε αρκετές προμήθειες; Εμείς φέραμε μαζί μας πολύ λίγες, γιατί ξεκινήσαμε για ανοιχτή μάχη, όχι για πολιορκία.

— Πίσω μας, στις σπηλιές του Φαραγγιού βρίσκονται τα τρία τέταρτα των κατοίκων του Γουέσφολντ, γέροι και νέοι, παιδιά και γυναίκες, είπε ο Γκάμλινγκ. Και μεγάλες προμήθειες τροφίμων και πολλά ζώα με το σανό τους είναι συγκεντρωμένα εκεί.

— Πολύ καλά, είπε ο Έομερ. Γιατί καίνε ή λεηλατούν όλα όσα έχουν απομείνει στην κοιλάδα.

— Αν έρθουν να παζαρέψουν για τα εμπορεύματα που έχουμε στην Πύλη του Χελμ, θα τα πληρώσουν πανάκριβα, είπε ο Γκάμλινγκ.

Ο βασιλιάς κι οι Καβαλάρηδες του πέρασαν. Μπροστά στον υπερυψωμένο δρόμο που γεφύρωνε το ρέμα ξεπέζεψαν. Σχηματίζοντας μια μακριά σειρά οδήγησαν τ’ άλογά τους πάνω από τη ράμπα και πέρασαν τις πύλες του Φρουρίου της Σάλπιγγας. Εκεί τους καλωσόρισαν ξανά με χαρά κι ανανεωμένες ελπίδες· γιατί τώρα υπήρχαν αρκετοί να επανδρώσουν και το φρούριο και το προστατευτικό τείχος.

Στα γρήγορα ο Έομερ τοποθέτησε τους άντρες του σε θέσεις μάχης. Ο βασιλιάς και οι άνθρωποι του παλατιού του πήγαν στο Φρούριο της Σάλπιγγας, που είχε και πολλούς άντρες του Γουέστφολντ. Αλλά στο Τείχος του Λαγκαδιού και στον πύργο του και από πίσω, ο Έομερ τοποθέτησε τις περισσότερες από τις δυνάμεις του, γιατί εδώ η άμυνα φαινόταν πιο αμφίβολη, αν τυχόν η επίθεση ήταν αποφασιστική και πολυάριθμη.

Το Τείχος του Φαραγγιού ήταν είκοσι πόδια ύψος και τόσο χοντρό, ώστε τέσσερις άντρες μπορούσαν να περπατήσουν πλάι πλάι στην κορφή, προφυλαγμένοι από ένα στηθαίο που από πάνω του μόνο ένας ψηλός άντρας μπορούσε να δει. Σε διάφορα σημεία είχε εγκοπές απ’ όπου οι άντρες μπορούσαν να πολεμούν. Σ’ αυτή την έπαλξη μπορούσε κανείς να φτάσει από μια σκάλα που κατέβαινε από μια πόρτα στην εξωτερική αυλή του Φρουρίου της Σάλπιγγας· επίσης έφτανε κανείς ψηλά στο τείχος από τρεις συνεχόμενες σειρές σκαλοπάτια που έρχονταν από το Φαράγγι πίσω αλλά η πρόσοψή του ήταν λεία και οι μεγάλες πέτρες του ήταν προσαρμοσμένες με τόση τέχνη, που δεν άφηναν πουθενά πάτημα για πόδι στις ενώσεις τους και στην κορφή εξείχαν προς τα έξω σαν θαλασσοσκαμμένος γκρεμός.

Ο Γκίμλι στεκόταν γέρνοντας στο προστατευτικό στηθαίο του τείχους. Ο Λέγκολας καθόταν πάνω στο στηθαίο, ψηλαφώντας το τόξο του και κοιτάζοντας ερευνητικά στη σκοτεινιά.

— Έτσι μ’ αρέσει καλύτερα, είπε ο Νάνος, χτυπώντας τα πόδια του στις πέτρες. Η καρδιά μου όλο και ξαλαφρώνει όσο πλησιάζουμε στα βουνά. Έχει καλή πέτρα εδώ. Αυτός ο τόπος έχει γερά κόκαλα. Το ένιωσα κάτω από τα πόδια μου καθώς ανεβαίναμε απ’ το χαντάκι. Δώσ’ μου ένα χρόνο και καμιά εκατοστή απ’ τους δικούς μου να σου κάνω αυτό το μέρος έτσι που στρατιές ολόκληρες να διαλύονται πάνω του σαν νερό.

— Δεν αμφιβάλλω, είπε ο Λέγκολας. Αλλά εσύ είσαι νάνος κι οι νάνοι είναι παράξενος λαός. Εμένα δε μ’ αρέσει αυτός ο τόπος καν δεν πρόκειται να μου αρέσει περισσότερο με το φως της μέρας. Αλλά μου δίνεις θάρρος, Γκίμλι, και χαίρομαι που σ’ έχω και στέκεσαι κοντά μου με τα γερά σου πόδια και το σκληρό τσεκούρι σου. Μακάρι να είχαμε ανάμεσά μας περισσότερους απ’ τη φυλή σου. Αλλά ακόμα πιο πολλά θα ’δινα για εκατό καλούς τοξότες από το Δάσος της Σκοτεινιάς. Θα τους χρειαστούμε. Οι Ροχίριμ έχουν καλούς τοξευτές για τα μέτρα τους, βέβαια, αλλά είναι πολύ λίγοι εδώ, πάρα πολύ λίγοι.